Σελίδες

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Ο Ιώβ του Joseph Roth

Ο Ιώβ του Joseph Roth

από τον Αναστάσιο Ντούρο




Ο Μέντελ Σίνγκερ, ένας ήρεμος, φιλήσυχος “ανθρωπάκος”, ένας τιποτένιος δάσκαλος της Τόρα, μετατρέπεται σε ένα τραγικό «μεγάλο» ήρωα που κάνει την επανάσταση του σε μια ξένη χώρα που ενώ ουδέποτε είχε σκεφτεί να ζήσει σ' αυτή, φτάνει η στιγμή που πρωτοστατεί και ξεσηκώνει την φαμίλια του για το μεγάλο ταξίδι. Στη χώρα αυτή μαθαίνει να ζει μακριά από την τυπική, συνηθισμένη και απόκοσμη ζωή του, ζει την ευτυχία ενός πετυχημένου γιού, βιώνει την αποτυχία της “παρανοϊκής” κόρης του, λούζεται από την θλίψη του θανάτου της γυναίκας του και τέλος λυτρώνεται μέσα από το θαύμα της εμφάνισης του πρώην παραπληγικού γιού του που είχε αφήσει πίσω στην πατρίδα.
Ο Μέντελ Σίνγκερ, ένας κατ' οίκον περιορισμένος δάσκαλος σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Γαλικίας, χάνει την πίστη του και μαζί μ' αυτήν χάνει την ελπίδα και την προσδοκία της σωτηρίας. Όλος του ο κόσμος γκρ

εμίζεται. Όλα όσα υμνούσε και δοξολογούσε, μέσα σε μια στιγμή μετατρέπονται σε ένα κόσμο βασανιστικό, που ο ίδιος δεν έχει (και δεν διεκδικεί) καμία θέση. Το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει στην πατρίδα και να ταφεί στα πατρικά εδάφη. Η πίστη του εξανεμίζεται όπως το λιβάνι σαν έρθει σε επαφή με το φλογισμένο κάρβουνο, αλλά αντί ευωδιασμού αποπνέει μυρωδιά καμένης σάρκας, της δικής του σάρκας που καίγεται από μια εσωτερική φωτιά, η ίδια που κάποτε του έδινε δύναμη και κουράγιο. 
O
Joseph Roth το 1918
Η οργή του τον ξεπερνά. Η οργή του τον οδηγεί στην πλήρη επανάσταση. Φτάνει σε σημείο να αποζητά την καύση του ίδιου του Θεού, του δικού του Θεού, τον μόνο που έμαθε να αγαπά σε όλη του τη ζωή. Και ύστερα έρχεται το θαύμα και βάζει τη ζωή του σε μια τάξη ξανά. Γίνεται κυρίαρχος του εαυτού του. Αρχίζει να ελπίζει. Η πίστη επιστρέφει και είναι τόσο ζωοδότρα, όπως το οξυγόνο που του επιτρέπει τις αναγκαίες ανάσες.
Το βιβλίο του Joseph Roth είναι ένα ατόφιος λογοτεχνικός θησαυρός.
Ένα έργο που μιλάει για την πίστη και πως την χάνεις, αλλά και για τα θαύματα που σε οδηγούν στην επανάκτηση της.
...Ήταν μια μέρα λαμπερή και ζεστή. Ο Μέντελ και η Δεβώρα είχαν καθίσει βλέποντας μπροστά – κι απέναντι τους ήταν η Μύριαμ, ο Μακ και ο Σαμ. Το βαρύ αμάξι κυλούσε στους δρόμους με τόση φασαρία, με τόση άγρια δύναμη, που του Μέντελ Σίνγκερ του φαινόταν ότι σκοπό είχε να κομματιάσει πέτρες και άσφαλτο μια για πάντα και να γκρεμίσει τα ίδια τα θεμέλια των σπιτιών. Ένιωθε κάτω από το κορμί του το δερμάτινο κάθισμα να καίει σαν φούρνος αναμμένος. Παρόλο που προχωρούσαν στη σκοτεινή σκιά των ψηλών τοίχων, η ζέστη χυνόταν σαν γκρίζο λιωμένο μολύβι, περνούσε μέσα από το παλιό καλπάκι από μαύρο κρέπι, έσταζε πάνω στο κεφάλι του Μέντελ, χωνόταν μέσα στο κρανίο του και άναβε το μυαλό του το 'νιωθε υγρό, πηχτό, καυτό, να φλέγεται από τον πόνο. Από την ώρα που έφτασαν, δεν είχε κοιμηθεί παρά ελάχιστα, με το ζόρι είχε βάλει δύο μπουκιές στο στόμα του, δεν είχε πιει σχεδόν τίποτα. Φορούσε βαριές μπότες με λαστιχένιες γκέτες, σαν αυτές που φορούσαν όλοι στην πατρίδα. Και τα πόδια του καίγονταν, σαν να 'ταν βουτηγμένα στα κάρβουνα. Σφιγμένη ανάμεσα στα γόνατα του κρατούσε την ομπρέλα του' η ξύλινη λαβή της ζεματούσε, σαν να 'ταν από πυρωμένο σίδερο. Μπροστά στα μάτια του Μέντελ ανέμιζε ένα πυκνό πέπλο υφασμένο από σκόνη, καπνιά και κάψα. Θυμήθηκε την έρημο, μέσα στην οποία βάδιζαν σαράντα ολόκληρα χρόνια οι πρόγονοί του. Μα εκείνοι πήγαιναν τουλάχιστον με τα πόδια, είπε μέσα του. Η ξέφρενη ταχύτητα με την οποία προχωρούσαν τώρα, σου 'δινε την ψευδαίσθηση πως φυσούσε, αλλά δεν φυσούσε προκαλούσε ένα ρεύμα αέρα μα ήταν ένας αέρας πυρωμένος, η καυτή ανάσα της κόλασης. Αντί να δροσίζει, έκαιγε. Ο αέρας δεν ήταν αέρας. Ήταν καμωμένος από θόρυβο και φωνές, από σαματά ασταμάτητο. Ήταν ένα πανδαιμόνιο: εκατοντάδες αόρατες καμπάνες που ούρλιαζαν στριγγά, μεταλλικά αγκομαχητά τρένων που μούγκριζαν απειλητικά, αμέτρητες σάλπιγγες που έκλαιγαν στη διαπασών, τα ικετευτικά σφυρίγματα των τροχών στις στροφές των δρόμων, οι βροντερές φωνές του Μακ που εξηγούσε την Αμερική στους επιβάτες του κάνοντας τα χέρια του χωνί –πανίσχυρο μεγάφωνο, τα μουρμουρητά των ανθρώπων γύρω τους, το δυνατό γέλιο ενός άγνωστου συνεπιβάτη πίσω από την πλάτη του Μέντελ, τα ασταμάτητα λόγια, που εκσφενδόνιζε ο Σαμ στα μούτρα του πατέρα του, λόγια που ο Μέντελ δεν καταλάβαινε –λόγια, όμως, στα οποία ένιωθε την πιεστική ανάγκη ν’ απαντάει γνέφοντας ασταμάτητα, μ’ ένα φοβισμένο και συνάμα φιλικό χαμόγελο, που έσφιγγε τα χείλια του σαν τανάλια σιδερένια και τον πονούσε.
Ακόμα και αν έβρισκε το κουράγιο να κρατήσει το πρόσωπο του σοβαρό, όπως θα ταίριαζε με την κατάσταση του, δεν θα μπορούσε να ξεκολλήσει το χαμόγελο από τα χείλια του. Δεν είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει το ύφος του. Οι μύες του προσώπου του είχαν παγώσει. Θα προτιμούσε να ξεσπάσει σε κλάματα σαν μικρό παιδί. Μύριζε την αψιά μυρωδιά της πίσσας από την καυτή άσφαλτο, τη στεγνή ξερή σκόνη στον αέρα, την ξινή λιπαρή αποφορά από τους υπονόμους και τα τυράδικα, τη διαπεραστική μυρωδιά των κρεμμυδιών, τη γλυκιά μυρωδιά της καμένης βενζίνας από τα αυτοκίνητα, τη σάπια βαλτωμένη μυρωδιά από τα ψαράδικα, τα χιονολούλουδα και τη φαινόλη από τα μάγουλα του γιού του. Κι όλες αυτές οι μυρωδιές ενώνονταν στον καυτό αέρα, που τον χτυπούσε καταπρόσωπο, γινόταν ένα με το σαματά που γέμιζε τ’ αυτιά του. Το κρανίο του κόντευε να σκάσει. Έφτασε γρήγορα να μην ξέρει πια τι άκουγε, τι έβλεπε, τι μύριζε. Συνέχιζε να χαμογελάει, συνέχισε να γνέφει. Η Αμερική ορμούσε μέσα του, η Αμερική τον κομμάτιαζε, τον έκανε θρύψαλα. Λίγα λεπτά αργότερα λιποθύμησε…
Σελ. 117 -118
Joseph Roth

ΙΩΒ

Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου
Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Ιούλιος 2013, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου