Σελίδες

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Η αγρύπνια και το όνειρο (Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος ‘Η αηδονόπιτα”, Πατάκης 2008, του Ισίδωρου Ζουργού)


της Αρχοντούλας Διαβάτη

Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, γύρω στα 1821, ο Θάκερει Λίντον, φτωχός Αμερικανός φοιτητής, αλλά καλοσπουδασμένος από τον προστάτη του με τα κλασικά γράμματα, παράτησε το Χάρβαρντ και πέρασε τον ωκεανό προς την Ελλάδα που τότε ξεσηκωνόταν, σταυροφόρος κατά της απολυταρχίας. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Να ξεχάσει τον άτυχο, αποδιωγμένο έρωτά του για την Ελίζαμπεθ, την κόρη του πλούσιου προστάτη, πολεμώντας για την ελευθερία. Ένας επαναστατημένος νέος άνθρωπος, ένα ελεύθερο πνεύμα με μόνους τους αγαπημένους του ποιητές στο μπαούλο του να τον εμπνέουν, ξεκινάει να αγωνιστεί  για την επαναστατημένη Ελλάδα: να ελευθερώσει και να ελευθερωθεί. Ο Μπάιρον είχε προηγηθεί. Εποχή του Βέρθερου και της Λότε. Εποχή του Ρομαντισμού. Τον επόμενο αιώνα οι δυνάμει ποιητές θα ξεκινούν συγκινημένοι για τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας και στις μέρες μας ίσως για την στερέωση του σοσιαλιστικού ονείρου στην Κούβα ή το Μεξικό και τη Βολιβία.
Εντωμεταξύ της γράφει. Ανεπίδοτες επιστολές, «ένα κακόμοιρο χρονικό ενός έρωτα κι ενός ονείρου», έτσι τα ονοματίζει αυτά τα γραφτά ο αφηγητής. Επίσης «αηδονόπιτα» γράφει αργότερα για εξώφυλλο στις επιστολές, όπως «χίμαιρα», όπως «άπιαστο ιδανικό», ένα ιστορικό μυθιστόρημα πεντακοσίων ογδονταοκτώ σελίδων στα χέρια μας.
Ευρηματικό είναι ότι όπως στις αντίστοιχες τραγωδίες των κλασικών μας (Πέρσες, Τρωάδες, Εκάβη), οφείλουν να περιγραφούν οι  Έλληνες και ο μύθος της επανάστασης του ’21 αντικειμενικά, αποστασιοποιημένα, κοιταγμένα με τα μάτια ενός ξένου. «Φατρίες, παιχνίδια εξουσίας, φαγωμάρες..» θα διαπιστώνει στο «ημερολόγιό» του για τους νεοέλλληνες ή θα παθιάζεται με την επανάσταση χωρίς το φόβο του εθνοκεντρισμού ή του εθνικισμού.
Το ταξίδι αρχίζει. Νάξος, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλικός κάμπος, τα λημέρια του Ολύμπου, η Ρούμελη και τέλος η έξοδος της τραγωδίας, το Μεσολόγγι. Ναι, το έπος των πολιορκημένων είναι από τα πιο δυνατά κεφάλαια του μυθιστορήματος από άποψη έντασης, ατμόσφαιρας, ένας υπαρξιακός αγώνας μέχρις εσχάτων.
Στη Θεσσαλονίκη, όπου φτάνει από σύμπτωση στην οικογένεια του Ασημάκη, ενός πλούσιου εμπόρου παλιότερα, έχουν προηγηθεί σφαγές και βιασμοί από τους Τούρκους. Συγκεκριμένα στο πρόσωπο της θυγατέρας του παλιού φιλικού Ασημάκη, συναντάει τη μοίρα του. Ερωτεύεται τη Λαζαρίνα και η ευθύνη γι’ αυτήν γίνεται η ελευθερία του. (« Ονειρεύομαι μια βουτιά στη λιμνοθάλασσα για να καθαρίσω τα έξω μου-μέσα λάμπω ολοκάθαρος, το χρέος είναι σαν τον έρωτα, ένα σαπούνι που μοσχοβολά»). («Η γυναίκα μου, το παιδί μου, ο σκοπός μου, το ίδιο το αίτιο της εσωτερικής μου ελευθερίας ήταν εκεί»). Ξεκινάει μαζί της να πολεμήσει τους Τούρκους στο πλευρό των Ελλήνων, φτάνοντας στο σημείο να γίνει ο ίδιος μια αμείλικτη πολεμική μηχανή. Ο αγώνας ενάντια στους Τούρκους γίνεται αγώνας για την αυτοπραγμάτωσή του, την ελευθερία του, την επιβίωσή του.
  Ό Παναγιώτης, ο Γιαννακός, ο Ασημάκης, ο Νικήτας, ο Ελισαίος, αλλά και ο Κασομούλης, ο Παπάφης, ο Μιαούλης, ο Μπάιρον, έως  τα «απόνερα της πολιτισμένης Ευρώπης»,  όλα τα πρόσωπα ιχνογραφούνται με φόντο τα γεγονότα της επανάστασης, τη δύσκολη ζωή, τις μάχες, την πείνα, το θάνατο μέχρι τη βραδινή έξοδο του Μεσολογγίου. Πότε σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και λιγότερο σε τριτοπρόσωπη, ο Γκαμπριέλ διηγείται στην παλιά του αγαπημένη γεγονότα, καταστάσεις, και αισθήματα. Τις τελευταίες λευκές σελίδες όμως αναλαμβάνει να τις γράψει παραδόξως η Λαζαρίνα, σε πρώτο πρόσωπο.
 Ένα βιβλίο είναι ένα κατόρθωμα της γλώσσας. Και η γλώσσα εδώ είναι  το πιο δυνατό σημείο του μυθιστορήματος χωρίς να λείπουν οι λυρικές υπερβολές. ΄Εχοντας αντηχήσεις, αλλά και ρητά παραθέματα κάποτε από τον Σολωμό, τον Καζαντζάκη, τον Μυριβήλη και τη «Ζωή εν τάφω, και το δημοτικό τραγούδι. Είναι οπωσδήποτε η λυρική γλώσσα ενός μάστορα της γραφής. Έτσι η «ανασύσταση της εποχής με όλα τα πραγματολογικά της στοιχεία», που είναι και ομολογημένος στόχος του συγγραφέα, γίνεται με επιτυχία. Το όνειρο του έρωτα και της επανάστασης βγαίνει αληθινό. Ο Γκαμπριέλ ξέρει να στήνει ονειροπαγίδες.
(Ένα καλό σενάριο, μια στιβαρή σκηνοθεσία και το έργο θα γίνει μια συναρπαστική ταινία. Φανταζόμουν συνεχώς στη διάρκεια της ανάγνωσης  τη Μαρίνα Καλογήρου ,στο ρόλο της Λαζαρίνας, να χαιδολογάει «φλουρί μου», τον Γκαμπριέλ. Με άγγιξε ιδιαίτερα θέλω να πω η αύρα της Λαζαρίνας. Θεωρώ πολύ δουλεμένο και ιδιαίτερα συγκινητικό αυτό το χαρακτήρα στο βιβλίο).
Ιδιαίτερα εντυπωσιάζουν στο μυθιστόρημα, εκτός από την έρευνα που έκανε ο συγγραφέας στις πηγές που έχουν σχέση με την εποχή, έτσι ώστε το κείμενο και να κερδίζει σε αληθοφάνεια αλλά και να είναι μεστό σε γνώση και αλλά και  νεανικότητα,  οι περιγραφές και οι παρομοιώσεις σε κάθε σελίδα, για κάθε συναίσθημα, για κάθε σκέψη, μια ανεξάντλητη μηχανή στην υπηρεσία της αφήγησης, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Παραθέτω μερικές: «τα μάτια της είχαν χάσει πάλι τον εξάντα τους και χάζευαν ...ασυντόνιστα» / «΄Ολος ο αγώνας των Γραικών φαίνεται τώρα πια μες στο μυαλό μου σαν μια μεγάλη αηδονόπιτα» / «Η καρίνα των λογισμών μου μ’ έφερε στη χώρα του Ομήρου» / «Η μοίρα μου είναι σαν ένα στενό ζωνάρι. Με πιέζει, όπως τα σπάργανα τα βρέφη» / «Χώθηκα για τα καλά στις κουρτίνες της βροχής του κάμπου» /«Τον σκέπαζαν όμως νιφάδες θλίψης» /  το μαχαίρι μου το ακόνισα στην πέτρα της άρνησής σου» / «Οι αφροί της πλώρης είναι ο πλακούντας των ονείρων μου» / «Τα μάτια της γριάς ήταν σαν το στημόνι του αργαλειού, ύφαιναν γρήγορα τις πιο κρυφές σκέψεις της Λαζαρίνας» /«Τι όνειρο παλίρροια ήταν κι αυτό. Μόλις που πρόλαβε κι έβρεξε τα χείλη του μέσα της...»/ « Η λαχτάρα μου φουσκώνει σαν το προζύμι» /« Τα βλέφαρά του, που σαν δυο μικρές αυλαίες έπαιζαν τα όνειρά του..» / «Ομόκλινος της αγρύπνιας» / « Αίμα από βόλια και αίμα από λέξεις» / « Εγώ ήμουν μια παλίμψηστη περγαμηνή που τη διάβαζε με ευκολία, μια  περγαμηνή όπου αναγνώριζε όλα τα σβήσε γράψε της ψυχής μου»/ Όπως η σουπιά, ξερνάω μελάνι κι εγώ όταν βρίσκομαι σε ταραχή...στο χαρτί» / «Σαίτευε ο νους..» / « Η εικόνα της αγγλικής σημαίας χώθηκε στο μάτι μου σαν αγκίδα»/ «Πού το ’κρυβε τόσο νερό στις μασχάλες του ουρανού;» / «Παρατηρούν τη σταγόνα του χρόνου να παχαίνει και να πέφτει...» / «Οι σκεπές, οι τοίχοι, όλα έμοιαζαν σαλιωμένα από το χνότο του ποταμού». /«Πάνω από τα αραχνιασμένα δοκάρια της οροφής είχε τρύπες πολλές που στράγγιζαν το φως της μέρας…»/« Σύνευνος του ποταμού» / «Έτσι όπως είμαι ανάδρομος και πλέω ανάποδα στην κοίτη του ποταμού καθώς όλοι οι Ρωμιοί κατηφορίζουν..»/«Χαζεύοντας την ψιχάλα που σγούραινε την επιφάνεια της λιμνοθάλασσας…»   / « Το ’χε τώρα στο στόμα του, όνειρο βιαστικό και άχαρο, με χνούδι, σαν άπλυτο ροδάκινο.» /«Αυτός ο πολιτισμός μου έφαγε τη φύση μου, όπως το σαράκι το ξύλο»/ «Αυτά που λες είναι ακόμα ένα φιδοπουκάμισο»/ «Εδώ και τέσσερα χρόνια ο αγώνας σας είναι η εκκλησία μου» /«Τις τρίχες των μαλλιών της, όλο αυτό το σγουρό αλφαβητάρι που στολίζει το κεφάλι της./ «Ο ήλιος του χειμώνα είναι λιπόσαρκος, κουτσός σαν εμένα κι ανήμπορος» / «Θαρρεί πως όλες αυτές οι αναμνήσεις είναι ασπρόρουχα και θέλει να τα πλύνει στο ποτάμι. Τρίβει με χάδια όλους τους παλιούς φόβους σα λεκέδες»  /«Ξεροί λόφοι μέσα από τις κοίτες του ανέμου» /Τα μαλλιά της γυάλιζαν σαν τη ράχη των χελιδονιών / «H Λαζαρίνα ξινίστηκε με όλ’ αυτά» 
 Το εύρημα των επιστολών προς την πρώτη άτυχη αγάπη του, αφύσικο μετά και από τον έρωτά του για τη Λαζαρίνα, στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος μοιάζει να δικαιώνεται. Μιλά στην Ελίζαμπεθ, που ήταν τελικά η ετεροθαλής του αδερφή. Όπως ο Μπάιρον είχε ερωτευτεί κι αυτός την αδερφή του. Βρισκόμαστε βέβαια στον καιρό του  Ρομαντισμού!    
Το κυκλικό κλείσιμο του μύθου μετά τα πέντε χρόνια πολέμου, (1821-1826 και 1869 ), «το μισό Ίλιον», όπως αναφέρει, τον φέρνει μετά τις μάχες που έδωσε για να αυτοπραγματωθεί, να νοηματοδοτήσει τη ζωή του μ’ έναν έρωτα κι ένα ιδανικό, στη γενέθλια πόλη.
                                         
Σε ένα είδος επιμέτρου –που θα μπορούσε και να λείπει-  βλέπουμε την εξέλιξη της ιστορίας: οικογένεια από ένα ελληνόπουλο και δυο τουρκάκια, κληρονομιά, θάνατος του Γκαμπριέλ και ήσυχα, δικαιωμένα γεράματα για τη Λαζαρίνα, στην αντίστοιχα γενέθλια πόλη της . Σημειώνουμε τέλος ότι οι άγνωστες ιδιωματικές λέξεις εννοείται ότι είναι πολύ περισσότερες από όσες αποταμειέυονται στο γλωσσάρι, στο τέλος του βιβλίου, και η ταυτόχρονη με την ανάγνωση αναζήτησή τους είναι ιδιαίτερα προβληματική. Επίσης η ορθογράφηση κάποιων λέξεων: γείραμε, ήσκιος, φαίνεται κάπως ανοίκεια. Το εξώφυλλο, παλιά λιθογραφία με θέμα τον πόλεμο-παιχνίδι των παιδιών είναι ήδη ένα πετυχημένο αντιπολεμικό σχόλιο. Θα θέλαμε για συμπέρασμα να τονίσουμε ότι η αηδονόπιτα είναι ένα μοντέρνο και ευαίσθητο ιστορικό μυθιστόρημα, ατμοσφαιρικό και νεανικό. Νεανικό κυρίως για την αναζήτηση ταυτότητας μέσα στην παγκόσμια ανθρώπινη γλώσσα των καιρών μας και νοήματος για τη ζωή.


Η ανωτέρω βιβλιοκρισία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Κοζανίτικο λογοτεχνικό περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, του Βασίλη Καραγιάννη, τεύχος 146.