“Μαμά,
μαμά, τι είναι τα βελιούρια[1];’’
του Ελευθέριου Γούσια
Μέρος Α΄
Πήγαινε
συχνά τα πρώτα χρόνια- τα ξέγνοιαστα- γιατί μετά τον πήγαινε περισσότερο
η έγνοια.
Τότε που υπήρχε ακόμα ο μεγάλος πεύκος, αλλά και κάποια
μικρότερα. Τότε που τα πελώρια κλωνάρια του ίσκιωναν το μέρος μες στο
καταμεσήμερο - γιατί το καταμεσήμερο ήταν η αγαπημένη του ώρα για τις
περιηγήσεις.- Με τις ξεραμένες πευκοβελόνες να τσιμπάνε τα γυμνά του πόδια
περιδιάβαινε και διάβαζε τα γραμμένα στα μάρμαρα των τάφων. Ονόματα,
ημερομηνίες, ηλικίες, μικρά στιχάκια που έγραφαν για την πίκρα του θανάτου. Κι
εκεί, ανάμεσα στα βελιούρια και τις αγριοτριανταφυλλιές, τα ακλάδευτα χιονάκια
και τις αγριάδες σκόνταφτε σε ξεχασμένα μνήματα που το μόνο που μαρτυρούσε την
ύπαρξή τους ήταν εκείνα τα χιλιοασβεστωμένα και παφλένια[2] κουτιά-εν είδει
εικονοστασίου- που χρησίμευαν στο να κρατάνε μέσα το καντήλι αναμμένο.
Άλλα πεσμένα, άλλα τσακισμένα και στερεωμένα με πέτρες φύλαγαν τον
τόπο του αποδημήσαντος εις Κύριον. Όλα τους είχαν ένα μικρό πορτάκι στο
κάτω μέρος, με τζαμάκι, τόσο μικρό που αν το ποτήρι της καντηλόκουπας ήταν
μεγαλούτσικο μετά βίας μπορούσε ένα κανονικό χέρι να το βάλει και να το βγάλει
απ τη θέση του. Η θέση δε, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα στρόγγυλο απ τον ίδιο
τον τσίγκο στο κέντρο της τετράγωνης βάσης όλου του κατασκευάσματος. Άνωθεν της
μικρής πορτίτσας είχε ως φεγγίτες τρία μικρά τζαμάκια σε διάταξη ισοσκελούς
τριγώνου αλλά αντεστραμμένου- κι αυτά στρόγγυλα.- Έτσι, όταν περνούσες σούρουπο
ή νύχτα, το φέγγισμα της φλόγας δημιουργούσε την εικόνα προσωπείου σε όλο το
κατασκεύασμα, αφού η πόρτα φάνταζε με στόμα και τα τρία τζαμάκια με μύτη και
μάτια. Παρ'όλη τη στενότητα είχε αρκετό ύψος, οι τέσσερις πλευρές κατέληγαν σε
σκεπή με απόληξη έναν σταυρό, στην πίσω πλευρά είχε δύο υποδοχές για να μπει ο πάσσαλος
που θα το στερέωνε στο έδαφος. Αυτά λοιπόν τα τενεκεδένια κουτάκια υπήρχαν σε
κάθε ταπεινό μνήμα το οποίο οριοθετούνταν από απλές πέτρες ,ασβεστωμένες
κι αυτές. Υπήρχαν Όμως κι οι τάφοι των οικονομικά ισχυρών.( "Άρα τις
εστί; Bασιλεύς η στρατιώτης; Δούλος ή ελεύθερος;…Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα[3]"
) που περιβάλλονταν από μάρμαρα και καλύπτονταν από μαρμαρόπλακες. Ανάμεσα
στούς δύο αυτούς τύπους μνημείων υπήρχε κι΄ένας άλλος, αυτός που είχε γύρωθεν
κράσπεδο τσιμεντένιο και στην κορφή έναν μαρμαρένιος σταυρό με το όνομα κ.τ.λπ.
Σ έναν τέτοιο είχε έπεσε το βλέμμα του και διάβασε: KΩΝ/ΝΟΣ Δ. ΜΠΑΛΤΑΚΟΣ ΕΠΙ
ΓΕΡΜΑΝΩΝ 14-04-44 ΕΤΩΝ 18.
Μέρος Β΄
"Πάνω στο ποδήλατο φορώντας ένα καπέλο, τον σκότωσαν οι
γερμανοί καταμεσής στο δρόμο...... Κι΄ ήταν παιδί, στα 18."
Η ιστορία του ήταν γνωστή απ΄ τη
μητέρα του, χιλιοειπωμένη, μα η θανατερή διήγηση ήταν το ίδιο τρομακτική
κι’ενδιαφέρουσα κάθε φορά που την άκουγε. Λες και σε κάθε εξιστόρηση
εκείνο το παιδί δεχόταν μια σφαίρα ακόμη στο ήδη νεκρό κορμί του.
Η μέρα
ήταν από μόνη της πένθιμη-Μεγάλη Παρασκευή- και συνάμα βροχερή, η τρομοκρατία
της γερμανικής κατοχής, οι εκτελέσεις, ο φόβος κι η πείνα κόντευαν να κλείσουν
τον τέταρτο χρόνο-ήταν το έτος 1944- Ο έρημος αμαξωτός δρόμος που χώριζε το
χωριό στη μέση και ένωνε το Βραχώρι με τα υπόλοιπα χωριά της Τριχωνίδας έγινε ο
τόπος που χύθηκε το αίμα του νεαρού Κων/ντίνου για να λερωθεί με το χώμα ώσπου
το νερό της βροχής να το ξεπλύνει και να καθαρίσει...
Μονάκριβο τον είχε η μάνα του, κι
εκείνη τη μέρα, θες από αμυαλία θες από αντρειωσύνη, βγήκε να ανταμώσει την άνοιξη
γιατί όπως και να το ΄θελες ο καιρός είχε αρχίσει να γλυκαίνει- 14 Απριλίου-
και σε δυό μέρες θα ήταν Ανάσταση, κι ο τόπος είχε χλοήσει!
Έτσι
λοιπόν, όταν ανακάλυψε τον τάφο του αδικοσκοτωμένου ήταν σαν να γνώριζε τον
συνονόματό του, ήξερε γι αυτόν, τον είχε αναστατώσει και τον είχε λυπήσει ο
θάνατος του. Του ήταν παλιός γνώριμος, τον συμπαθούσε και κρυφίως, ίσως να τον
θαύμαζε.
Το μνήμα του χορταριασμένο, κανείς δεν τάρασσε την ησυχία
του νεκρού με επισκέψεις για ξεχορτάριασμα ασβεστώματα και τέτοια. Μες απ αυτή
την αφροντισιά ανέδυε μια μακάρια ανάπαυση, τα ξεσταχυασμένα βελιούρια έκαναν
τον τόπο να μοιάζει με αλώνι του Χάρου, αλώνι που ο θεριστής δεν πάει με τον
καιρό μα με δική του κρίση.
Εκεί αναπαύονταν λοιπόν ο Κων/ντίνος Δ. Μπαλτάκος ετών 18, που στις 14-04-44 εφονεύθη απο τους γερμανούς επειδή πάνω στο μαθητικό του πηλίκιο είχε το εθνόσημο της πατρίδας του που βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
Εκεί αναπαύονταν λοιπόν ο Κων/ντίνος Δ. Μπαλτάκος ετών 18, που στις 14-04-44 εφονεύθη απο τους γερμανούς επειδή πάνω στο μαθητικό του πηλίκιο είχε το εθνόσημο της πατρίδας του που βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, και όταν έψαξε ξανά τον τάφο για να
καταγράψει ακριβώς τα στοιχεία, δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Ήξερε περίπου το
μέρος αλλά τα δεδομένα γύρω άλλαζαν διότι κάποιοι τάφοι ανακαινίζονταν και φτιάχνονταν.
Κοίταξε, ξανακοίταξε παραμέρισε χορτάρια έψαξε μήπως έσπασε ο σταυρός
αλλά τίποτα κανένα ίχνος δεν μαρτυρούσε την ύπαρξή του.
Έφυγε απαγοητευμένος, προσπάθησε να θυμηθεί την ημερομηνία,
θυμόταν πως είχε πολλά τεσσάρια... άρχισε να συνθέτει τα νούμερα " σίγουρα
1944 άλλο ένα τέσσερα σημαίνει Απρίλιος, ωραία!!!" του έμεινε η
ημέρα " τέσσερις, δεκατέσσερις ή εικοσιτέσσερις " προβληματίστηκε, θα
διάλεγε το τέσσερις. Ικανοποιήθηκε εν μέρει απ τα στοιχεία που με μαθηματική
επαγωγή σχεδόν επανέφερε αλλά λυπήθηκε διότι ήταν σχεδόν σίγουρος πως ο χώρος
του μνημείου καταπατήθηκε, από άλλους αφού συνεχιστής της οικογένειας δεν
υπήρχε. Άλλωστε από καιρό το κοιμητήρι είχε γεμίσει και η κοινότητα το είχε
επεκτείνει αγοράζοντας το διπλανό οικόπεδο στο οποίο έπρεπε κάποιος να πληρώσει
για να εξασφαλίσει την αιώνια κατοικία (ίσως η μόνη σωστή επένδυση εν ζωή, αφού
δεν έχει φόρους κληρονομιάς, μεταβίβασης, δωρεάς εν ζωή ούτε μεταγραφή στο
υποθηκοφυλακείο).
Εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα-δεν είχε και πολύ ζέστη διότι
φυσούσε- αποφάσισαν να πάνε στα μνήματα, από μέρες το έλεγαν αλλά πάντα κάτι
τύχαινε. Δύο μέρες πριν είχε πάει και τάραξε την ησυχία των κεκοιμημένων, αφού
με το σκαλιστήρι πάλεψε με τα βελιούρια τόσο εντός όσο και γύρωθεν του τάφου.
Τώρα είχε ρίξει στον ώμο ένα λάστιχο ποτίσματος, αρκετά μακρύ, κι έβαλε στην
τσέπη δυό φυτίλακια, λάδι και τσακμάκι είχε αφήσει απ την πρότερη επίσκεψη.
Είχε βέβαια και παρέα δεν θα πήγαινε μονάχος του, η κουστωδία αποτελούνταν από, την αδερφή του που ζούσε με την οικογένειά της στον Πειραιά, αλλά εκείνες τις μέρες παραθέριζε στο χωριό με τα δυό της παιδιά, την ανιψιά του την Αννούλα και τον ανιψιό του Ζώη. Στον μέσον της διαδρομής αντάμωσαν την κυρά-Άννα, χαιρετήθηκαν κι η κυρά- Άννα σχολίασε πόσο παρατημένο ήταν γενικώς το νεκροταφείο και για τα ζιζάνια, που έζωναν τα μνήματα. Ανέφερε μάλιστα και τα καθαρισμένα βελιούρια στον δικό τους τάφο.
Είχε βέβαια και παρέα δεν θα πήγαινε μονάχος του, η κουστωδία αποτελούνταν από, την αδερφή του που ζούσε με την οικογένειά της στον Πειραιά, αλλά εκείνες τις μέρες παραθέριζε στο χωριό με τα δυό της παιδιά, την ανιψιά του την Αννούλα και τον ανιψιό του Ζώη. Στον μέσον της διαδρομής αντάμωσαν την κυρά-Άννα, χαιρετήθηκαν κι η κυρά- Άννα σχολίασε πόσο παρατημένο ήταν γενικώς το νεκροταφείο και για τα ζιζάνια, που έζωναν τα μνήματα. Ανέφερε μάλιστα και τα καθαρισμένα βελιούρια στον δικό τους τάφο.
Ο μικρός Ζώης άκουσε καινούργια λέξη" βελιούρια'' στην οποία
δίνανε μεγάλη βαρύτητα στην κουβέντα τους: έτσι τα βελιούρια αλλιώς τα
βελιούρια, πόσο βαθιές ρίζες έχουν και δεν ξεπατώνονται και άλλα τέτοια.
Ποιός ξέρει στην παιδική του φαντασία τι να νόμισε πως είναι τα βελιούρια, δεν
άντεξε και εν μέσω της κουβέντας σκούντηξε τη μητέρα του και τη ρώτησε
χαμηλοφώνως: Μαμά, μαμά τι είναι τα βελιούρια;
Μετά το μάθημα φυτολογίας, συνεχίσανε για το σκοπό τους και αφού κάνανε τα απαραίτητα στον τάφο των προγόνων τους, περιδιάβηκαν στο κοιμητήρι διαβάζοντας και σχολιάζοντας. Είναι εκείνο το περίεργο αίσθημα που αρέσκεσαι σ΄αυτήν την ιδιαίτερη βόλτα, μέσα σ αυτό πένθιμο περιβάλλον με τον θάνατο να σε περιτριγυρίζει και τους νεκρούς δυό μέτρα κάτω απ΄τα πόδια σου, αισθάνεσαι κάτι περίεργο που σε καταλαγιάζει.
Μετά το μάθημα φυτολογίας, συνεχίσανε για το σκοπό τους και αφού κάνανε τα απαραίτητα στον τάφο των προγόνων τους, περιδιάβηκαν στο κοιμητήρι διαβάζοντας και σχολιάζοντας. Είναι εκείνο το περίεργο αίσθημα που αρέσκεσαι σ΄αυτήν την ιδιαίτερη βόλτα, μέσα σ αυτό πένθιμο περιβάλλον με τον θάνατο να σε περιτριγυρίζει και τους νεκρούς δυό μέτρα κάτω απ΄τα πόδια σου, αισθάνεσαι κάτι περίεργο που σε καταλαγιάζει.
Δεν νοιώθεις αυτό το αποκρουστικό πάγωμα του θανάτου αλλά
ημερεύεις και συλλογάσαι τόσο τη σιγουριά της αναπόφευκτης αυτής καταστάσεως η
οποία ισορροπεί με την άλλη πάλι σιγουριά πως εσύ δεν ανήκεις εκεί.-Κι εδώ θυμόμαστε
τη σκέψη κάποιου πατέρα της εκκλησίας;: πως ο θάνατος δεν μας αγγίζει διότι
όταν έρχεται εμείς έχουμε πάει ήδη αλλού..- αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση της
Ανάστασης.
Εκεί λοιπόν, ο μικρός Ζώης τράβηξε δική του κατεύθυνση οδηγώντας
εν αγνοία του στα νέα δεδομένα της υπόθεσης του αφανισθέντος εξ ολοκλήρου
μνήματος. Τι είχε συμβεί; Συγγενείς ανακαίνισαν και επέκτειναν προφανώς το
μνημείο του περιλαμβάνοντας στην νέα κατασκευή και το παλαιό του Κ. Μπαλτάκου.
Διότι επάνω στον καινούργιο μαρμάρινο τάφο υπήρχε αυτούσιος ο παλαιός σταυρός.
Έκπληξη κι ευχαρίστηση συνάμα γέμισε την καρδιά του γράφοντος την ιστορία.
Γιατί η ιστορία έσωζε τα σημάδια της, ίσως αδιάφορο για του πολλούς μα αυτόν
τον ένοιαζαν οι λίγοι, που ξεχωρίζουν αυτούς που αφήνουν δίπλα στ΄όνομά
τους κάτι που μπορούν να το πάρουν οι επόμενοι και να το πάνε παραπέρα, αξίες
που δεν ζυγίζονται με την οκά μα με το πόσο καλύτερος άνθρωπος γίνεσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου