Σελίδες

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Αρχείο Γιώργου Ιωάννου: Η επιστροφή


Του Παναγιώτη Γούτα
Η επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο του.
Είναι και μια δικαίωση κατά κάποιο τρόπο, έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται σε χώρο του Βαφοπούλειου πνευματικού κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. Το δικό μας αίμα επιστρέφει πλέον στο σώμα της πόλης.
Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;
Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως, άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται; Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν, οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’ αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους και δη λογοτέχνες;
Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου, είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων. Με όχημα την ιστορία και τα βιώματά του σύνθεσε τον μύθο της πόλης και μέσω αυτού τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που, όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα, γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές («Για ένα φιλότιμο») οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά, η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.

Το κείμενο εκφωνήθηκε στην 11η ΔΕΒΘ, την Κυριακή 11 Μαίου 2014, σε εκδήλωση για την επιστροφή του αρχείου του Γ. Ιωάννου στη Θεσσαλονίκη.



Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ένας χαιρετισμός


Της Σοφίας Σταυριανίδου

Αργά τη νύχτα παραμονών της πιο θλιμμένης ημέρας του χρόνου, της Μεγάλης Παρασκευής, μου έφτασε με μήνυμα από καλό μου φίλο η είδηση του θανάτου του πιο αγαπημένου μου συγγραφέα, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είχε εδώ και λίγα λεπτά δημοσιευθεί στην EL PAIS. Πράγματι. Μεγάλη Παρασκευή. Σβέλτα, ήρθαν μηνύματα και από άλλους φίλους. Μια παράλυση, μια μοναξιά, ένα απέραντο κενό για τούτη την βίαιη απώλεια, ήταν τα πρώτα συναισθήματα. Ανακατεμένα με λίγη ευτυχία, γιατί οι φίλοι σου ξέρουν τόσο καλά αυτά που αγαπάς. Σημαίνει ότι έκανες κάτι καλά στη ζωή.
Εμείς που, ίσως με αυθάδεια, παινευόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι των εικόνων και επικεντρωνόμαστε μονόμπατα σε αυτές, το όνομα του Μάρκες χρειάστηκε να το διαχειριστούμε/νε κάποιες φορές για τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του. Ο Μάρκες δεν ευτύχησε, κατά πλειονότητα, να δει επιτυχώς εικονοποιημένα τα υπέροχα μυθιστορήματά του. «Η Ιστορία της Αθώας Ερέντιρα και της Άσπλαχνης Γιαγιάς της» (Eréndira, 1984) από τον Ρούι Γκέρα ήταν μια μάλλον μονότονη και προβλέψιμη στην πλοκή της μεταφορά. «Το Χρονικός ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» (Cronaca di una Morte Annunciata, 1987) του Φραντσέσκο Ρόζι και σε διασκευή του Τονίνο Γκουέρα, ενώ ήταν άνοιγμα στο Φεστιβάλ των Καννών, χαρακτηρίστηκε φιλόδοξο και εντελώς μακριά από το πνεύμα του πρωτοτύπου. «Ο Συνταγματάρχης δεν Έχει Κανέναν να του Γράψει» (El Coronel no Tiene Quien le Escriba, 1999) του Αρτούρο Ριπστάιν ήταν μια σχετικά καλή μεταφορά και οι κριτικές δεν το κατακρεούργησαν. Το ίδιο ισχύει και για το «Περί Έρωτος και Άλλων Δαιμονίων» (Del Amor y Otros Demonios, 2010), την πιο πρόσφατη ταινία βασισμένη στο Μάρκες, την οποία σκηνοθέτησε η Χίλντα Χιντάλγκο από την Κόστα Ρίκα, στέκεται εγγύτερα του πρωτοτύπου δίχως να το βιάζει και, μάλιστα, ήταν η επίσημη πρόταση της χώρας για τα Όσκαρ του επόμενου έτους. Όσο για τον «Ερωτα στα Χρόνια της Χολέρας» (Love in the Time of Cholera, 2007) του Μάικ Νιούελ δεν ήταν παρά μια μεγάλη αποτυχία, όσο κι αν αποπειράθηκε, ιδιαίτερα προς το τέλος, να συμπυκνώσει με συναίσθημα την αγάπη των εβδομήντα χρόνων μεταξύ του Φλορεντίνο Αρίσα και της Φερμίνα Δάσα

Το να μεταφέρεις το Μάρκες στο σινεμά στάθηκε δύσκολο, παρά το ότι οι λέξεις του, οι προτάσεις του, τα νοήματά του είναι γεμάτα εικόνες, η γραφή του γεμάτη από αχανείς πολυσέλιδες παρεμβάσεις που σε πάνε σε άλλα σύμπαντα, σε «ταινίες» που αυτοβούλως και αυθορμήτως κατασκευάζεις στο μυαλό, αυτό που οι κάμερες και οι σκηνοθέτες δεν κατάφεραν και τόσο καλά να τυπώσουν στο celluloid. Ο κόσμος του Μάρκες λες και είναι ένα δημιούργημα που πρέπει να στέκεται στη μνήμη και το θυμικό των αναγνωστών, πολυσχιδώς, αφού κάθε μυαλό και κάθε καρδιά «σκηνοθετούν» τη δική τους ταινία, διυλίζουν τα δικά τους νοήματα, αντίστοιχα με τα βιώματα και τις εμπειρίες. Στη «Χολέρα», ειδικά, ένα αληθινό αριστούργημα που οι ταπεινές μου λέξεις αδυνατούν να αποδώσουν το μεγαλείο του, οι εικόνες του Νιούελ εισέβαλαν σα βιαστής στα ρυάκια του μυαλού μου για να απεμπολήσουν την υπάρχουσα «ταινία» μου, την κατάδική μου ταινία, το δικό μου δημιούργημα που ποτέ δεν ήθελα να αποχωριστώ, που ήμουν και είμαι «εγώ». Αυτή είναι η ανεκτίμητη ομορφιά τού αναγνώσματος και, εν προκειμένω, της επίδρασης του Μάρκες εσωτερικά: με χάραξε και, με έναν τρόπο, έπλασε αυτό που είμαι τώρα. Και τούτο είναι Τέχνη, γιατί, αν εκείνη στέκεται στην ακαδημαϊκότητα και δε σου αλλάζει τη ζωή, τότε σε τι χρησιμεύει; Χώστε τη στα συρτάρια και αφήστε τη στα άραχνα υπόγεια της σιωπής

Ο θάνατος, λες, είναι δημοκράτης. Ισχύει για όλους όμοια και αέναα. Συχνότερα, έρχεται δίχως να τον καλέσεις. Ογδόντα επτά χρόνια περπάτησε εδώ ο Μάρκες. Δεν μπορώ παρά να συλλογιστώ το υπέροχα ζεστό και ντροπαλό χαμόγελό του, στα λίγα πλάνα από κείνον που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Κείνες τις εικόνες από τις ευγνώμονες υποκλίσεις του στην Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, όταν έλαβε το Νομπέλ του. Τη γεμάτη αναγνώριση ζωή του. Τη γεμάτη αγάπη ζωή του, με οικογενειακή σταθερότητα. Το γεγονός – δόξα σοι ο Θεός – ότι έγραψε, έγραψε, έγραψε και μας έδωσε, μας έδωσε, μας έδωσε. Μας έδωσε τόσα που γίνεται πατέρας πνευματικός, ένας από τους εργάτες του στριφνού κόσμου μας για καλύτερους ανθρώπους, για καλύτερες συνυπάρξεις, για καλύτερες κοινωνίες, για καλύτερη ζωή. Είναι ανεκτίμητα όσα έδωσε. Το φυσικό του τέλος ήρθε, αλλά η παρακαταθήκη του αδιάλειπτα θα αναπνέει, θα φωτίζει και θα μας οδηγεί. Ο Φλορεντίνο Αρίσα έγινε φίλος μας. Και τον φέρουμε.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες υπήρξε προσφορά στη ζωή. Στους αιώνας των αιώνων.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Ο «ιερός κώδικας» του Αθω στο Γκετί

Της Μαριάννας Κακαουνάκη

Ήταν ένα βράδυ του καλοκαιριού του 1960 όταν ένας μοναχός ονόματι Λάζαρος περνούσε το κατώφλι της βιβλιοθήκης της Μονής Διονυσίου στο Αγιον Ορος όπου φυλάσσονται πολλά από τα σπάνια κειμήλια της μονής. Ηταν η ώρα της καθιερωμένης «τελετουργίας» που είχε αναλάβει: του καθαρισμού τους. Δεν πρέπει να πέρασε πολλή ώρα και ο μοναχός σήμανε συναγερμό. Η εικονογραφημένη Καινή Διαθήκη του 12ου αιώνα διά χειρός Θεόκλητου –ενός διάσημου καλλιτέχνη της Κωνσταντινούπολης– είχε κλαπεί.

Το «παράνομο» ταξίδι του πολύτιμου αυτού βυζαντινού χειρογράφου που είχε μόλις ξεκινήσει από το Αγιον Ορος διήρκησε τέσσερις δεκαετίες: πέρασε από τη Νέα Υόρκη, τη Γερμανία για να καταλήξει στο Λος Αντζελες, όπου εντοπίστηκε μόλις πριν από μερικές εβδομάδες. Πολύ σύντομα το ταξίδι αυτό θα «ολοκληρωθεί». Στα τέλη του καλοκαιριού ο κώδικας –όπως ονομάζεται το σπάνιο αυτό κειμήλιο– θα επιστέψει και πάλι στη Μονή.

Στο Μουσείο Γκετί στο Λος Αντζελες βρέθηκε, περίπου σαράντα χρόνια μετά την κλοπή της, η εικονογραφημένη διά χειρός Θεόκλητου Καινή Διαθήκη του 12ου αιώνα και παρέμεινε εκεί μέχρι την πρόσφατη «ανακάλυψή» της. Σύντομα θα επιστρέψει στη Μονή Διονυσίου στο Αγιον Ορος.
Η αποκάλυψη έγινε με αφορμή τη μεγάλη έκθεση «Ουρανός και Γη, Η τέχνη στο Βυζάντιο μέσα από ελληνικές συλλογές» που εγκαινιάστηκε πριν από τρεις εβδομάδες στο μουσείο Γκετί, στο Λος Αντζελες. Το διάσημο μουσείο είχε αποφασίσει να συμπεριλάβει και 13 κομμάτια από τη δική του μόνιμη συλλογή. Μέσα σε αυτά και ο εν λόγω βυζαντινός θησαυρός. «Πρόκειται για ένα σπάνιο εύρημα» έγραφε το 1987 σε περιοδικό του μουσείου ένας από τους ιστορικούς του. Χειρόγραφες 288 σελίδες με εικονογραφήσεις, πράγμα σπάνιο που «ανεβάζει» κατακόρυφα την ιστορική του αξία.

Όπως προβλέπεται, το Γκετί έστειλε αναλυτική λίστα με τα δικά του εκθέματα στην αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Πολιτισμού. Σε αυτή, τους ενημέρωνε πως ο κώδικας είχε περιέλθει στο μουσείο το 1983 από μια γερμανική συλλογή, η οποία το είχε αγοράσει –άγνωστο πότε– από άλλη ιδιωτική συλλογή με έδρα τη Νέα Υόρκη. Δεν υπήρχε βέβαια καμία διευκρίνιση για το πότε ή υπό ποιες συνθήκες είχε «φύγει» από το Αγιον Ορος.

Οι απαντήσεις αυτές ήρθαν όταν οι μοναχοί της μονής ανέτρεξαν στα σκονισμένα αρχεία της δεκαετίας του ‘60. Όπως προκύπτει από σχετική αναφορά που είχε κάνει ο τότε ηγούμενος, τρεις Γερμανοί επισκέπτες συνοδευόμενοι από έναν Ελληνα δημοσιογράφο είχαν ζητήσει να δουν αποκλειστικά και μόνο το πολύτιμο αυτό κειμήλιο. Η κίνηση αυτή δεν είχε κινήσει υποψίες, φαίνεται όμως πως ήταν καθοριστική για την τύχη του χειρογράφου: Όταν λίγες εβδομάδες αργότερα το ατμόπλοιο «Αδριατική» προσάραξε σε κόλπο του Αγίου Όρους, ένα μεγάλο γκρουπ Γερμανών ζήτησε να περιηγηθεί στη βιβλιοθήκη. Εν μέσω της «αναμπουμπούλας», από την πολυκοσμία, το χειρόγραφο εκλάπη από κάποιον που σίγουρα ήξερε πολύ καλά πού ήταν τοποθετημένο. Οι μοναχοί ενημέρωσαν τις αρχές για το οργανωμένο κόλπο, οι πρεσβείες κινητοποιήθηκαν και η Ιντερπόλ έβγαλε σχετικά εντάλματα, αλλά μάταια.

Έκοψαν ένα φύλλο
Κανείς δεν ξέρει πότε και μέσω ποίου έφτασε ο κώδικας στην πρώτη συλλογή που τον «φιλοξένησε», στη Νέα Υόρκη, αλλά όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», δεν έφτασε ποτέ ολόκληρος. Φαίνεται πως οι άνθρωποι πίσω από την κλοπή και διακίνηση είχαν κόψει ένα από τα 288 φύλλα και το είχαν πουλήσει χωριστά. Το φύλλο αυτό –που είναι πολύτιμο από μόνο του, αφού περιέχει μια σπάνια εικονογράφηση Αγίων– βρίσκεται εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια στο Μουσείο Κανελλοπούλου στην Αθήνα. Η επιμελήτρια της μεγάλης αυτής συλλογής, που το 1972 δωρήθηκε στο ελληνικό κράτος, μας είπε πως δεν υπάρχει καταγεγραμμένο κανένα στοιχείο προέλευσης για το συγκεκριμένο κομμάτι.
Πρόκειται για συνήθη πρακτική μιας περιόδου που ακόμα και μεγάλα μουσεία –πόσω μάλλον ιδιωτικές συλλογές– ελάχιστη σημασία έδιναν στην προέλευση των θησαυρών που αποκτούσαν. Αλλά ακόμα και σήμερα, πολλά νέα αποκτήματα μουσείων κρύβουν μυστικά... Χαρακτηριστική η ιστορία κάποιων άλλων χειρογράφων που επεστράφησαν πριν από λίγους μήνες στο μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Αυτή τη φορά όχι από κάποιο μουσείο του εξωτερικού, αλλά από το Μουσείο Μπενάκη.

Το παράδειγμα της Χοζοβιώτισσας

H ιστορία των χειρογράφων που επεστράφησαν πριν από λίγους μήνες στο μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, είναι από μόνη της εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Τι συνέβη: Κάποιος είχε καταφέρει να μπει στον χώρο του κειμηλιοφυλακείου της μονής, όπου φυλάσσεται το βιβλίο, και είχε κόψει 11 σπαράγματα, δηλαδή σελίδες, από χειρόγραφο βιβλίο του 1253, με τους λόγους του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος.

Χαρακτηριστικές κινήσεις μιας εγκληματικής πρακτικής κάποιων εμπόρων και συλλεκτών είναι οι ακόλουθες:
α) είτε να κόβουν από χειρόγραφα δημοσίων συλλογών κάποιες σελίδες ή
β) εάν τύχει να βρεθούν στα χέρια τους ολόκληροι τόμοι, να τους τεμαχίζουν και να τους πωλούν χωριστά για να επιτύχουν πολλαπλάσιο αντίτιμο.
Το 2006, αυτά τα σπαράγματα από τη Μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας έφτασαν σε αθηναϊκό Μουσείο μέσω μιας δωρεάς ενός αρχιτέκτονα και «φίλου» του μουσείου, ο οποίος, όμως, δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή για να δώσει περισσότερα στοιχεία για το πότε και κυρίως πώς τα είχε αποκτήσει. Οπότε το μυστήριο, ως προς αυτό το κρίσιμο σημείο της ιστορίας, παραμένει.
Ο εντοπισμός τους πραγματοποιήθηκε χάρη στην εμμονή ενός σχολαστικού συλλέκτη: Ο Στέλιος Γκαρίπης στο πλαίσιο μιας αγοράς από οίκο δημοπρασιών του εξωτερικού ξεκίνησε μια έρευνα για το τι υπάρχει στα μουσεία και στις δημοσιευμένες συλλογές. Ψάχνοντας λοιπόν αρχεία και παλιές εκδόσεις ανακάλυψε πως τα σπαράγματα που είχε δει στη συλλογή χειρογράφων του Μουσείου προέρχονται όντως από το βιβλίο της Μονής το οποίο είχε δημοσιευτεί σε προσβάσιμη γαλλική βάση δεδομένων.

Από εκεί κι έπειτα, όλα ήταν εξαιρετικά απλά. Οσοι έπρεπε να κινηθούν, κινήθηκαν και τελικά τα χειρόγραφα, όπως προαναφέρθηκε, πριν από μερικούς μήνες πήραν τον δρόμο για την Αμοργό και το μοναστήρι της Παναγίας...


Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Δεν είναι εύκολο να γράφεις, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας

του Κώστα Κρεμμύδα

«Αν μπορούσαμε να φτιάξουμε μια χώρα με όλους τους εξόριστους και καταδικασμένους της Λατινικής Αμερικής, αυτή θα είχε το μέγεθος του πληθυσμού της Νορβηγίας. Ποιητές και ζητιάνοι, μουσικοί και προφήτες, πολεμιστές και πλάνητες, όλα τα πλάσματα αυτής της υπερβατικής πραγματικότητας δεν ζητάμε τίποτα άλλο παρά λίγη φαντασία, γιατί το πιο ουσιαστικό μας πρόβλημα ήταν η έλλειψη συμβατικών μέσων για να μπορέσουμε να πιστέψουμε στη ζωή μας. Κι αυτός φίλοι μου, είναι ο σταυρός της μοναξιάς μας», έλεγε στις 8 Δεκεμβρίου του 1982 στην τελετή για την απονομή του βραβείου Νόμπελ ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez).
Αν σκεφτούμε πως το βιβλίο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ισπανικά στις 5 Ιουνίου του 1967 από τον εκδοτικό οίκο της Καταλανής Carmen Balcells, μεταφράστηκε σε πάνω από 30 γλώσσες, απέσπασε τέσσερα εθνικά βραβεία, ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 600.000 αντίτυπα, το όνομά του έγινε γνωστό σε εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, οι απόψεις του μπόρεσαν να περάσουν από τον Φιντέλ Κάστρο μέχρι τον Μπιλ Κλίντον και τον κομαντάντε Μάρκος, αν θυμηθούμε πως οι συνεντεύξεις του γίνονταν για χρόνια πρωτοσέλιδα και όχι μόνο στο λογοτεχνικό χώρο, ενώ το έργο και η προσωπικότητά του ήταν σεβαστή για δεκάδες ηγέτες κρατών, τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε την αναποτελεσματικότητα της τέχνης, τη μηδενική συμβολή της στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για έναν καλύτερο κόσμο.
Κι όμως ο Μάρκες στα μυθιστορήματα, τις συνεντεύξεις, τις παρεμβάσεις του δεν έπαψε να υπερασπίζεται το πολιτικό/πολιτισμικό όραμά του να δημιουργηθεί η αληθινή, η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου από το Ρίο Μπράβο ως την Παταγωνία, μια ενότητα της Λατινικής Αμερικής όπως την ονειρεύτηκε ο Μπολιβάρ τις απόψεις που οποίου θεωρούσε «πιο επίκαιρες από ποτέ», διατύπωνε το αίτημα να ανακαλύψει από την αρχή η Ευρώπη και να σεβαστεί τη διαφορετικότητα αλλά και τις αξίες του λαού της, την πίστη των Λατινοαμερικάνων να διαμορφώσουν τη δική τους ζωή ελεύθεροι πέρα από τον πόνο, την αδικία τη φτώχεια, δεν έπαυε να αποκαλύπτει τις θηριωδίες της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, να ιστορεί μέσα από ένα κουβάρι εικόνων, αναμνήσεων, στιγμών, αιώνων, όσα θεωρούσε χρήσιμο να εκφράσει με την ελπίδα πως μπορεί κάποτε να εισακουστεί. Άλλωστε εδώ εδράζεται κατά κάποιον τρόπο και το σκεπτικό της απόφασης για το βραβείο Νόμπελ: «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».

Ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα της Κολομβίας. Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, ενώ από το 1954 εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Κολομβίας κι αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά αναμετρούμενος τόσο με τη λογοκρισία όσο και με την πάγια αγωνία του συγγραφέα στην αναζήτηση του κατάλληλου θέματος, όπως σχολιάζει χιουμοριστικά στο άρθρο «Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης»: Κατ’ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η δουλειά, να γράφεις δεκατέσσερα εκατοστά ανοησίας κάθε μέρα, δεν είναι εύκολη, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας. Έπειτα, υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού.
Πρώτα βιβλία του «Τα νεκρά φύλλα» (La hojarasca) το 1955, και «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» (El coronel no tiene quien le escriba) που δημοσιεύθηκε το 1958 –χρονιά του γάμου του με τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο με την οποία απέκτησε δύο γιους– στο περιοδικό Mito και κυκλοφόρησε το 1961. Με την κήρυξη της κουβανικής επανάστασης εγκαταστάθηκε στην Αβάνα όπου δούλεψε μέχρι το 1961 οπότε κι επέστρεψε στην Κολομβία κι από κει οικογενειακώς στο Μεξικό όπου έζησε μέχρι το θάνατό του στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε από το 1999 προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων.

Το έργο του Μάρκες ίσως αποτελεί το ιδανικό για κάθε συγγραφέα: εδράζεται σε όσα έζησε, πόνεσε, αφουγκράστηκε, ονειρεύτηκε, βασισμένο αποκλειστικά στην ιστορία της πολύπαθης Λατινικής Αμερικής διαχύθηκε και εισπράχθηκε από την Ευρώπη –ίσως ο μόνος ισπανόφωνος συγγραφέας που «προσφέρει και δεν παίρνει τίποτα από την Ευρώπη» (Φ. Δ. Δρακονταειδής)–, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να μιλήσει για όσα τον έπνιγαν δίχως ευφυολογήματα και τερτίπια καλλιτεχνικο-αισθητικά: με λιτή γραφή, ποιητικότητα, ρεαλισμό, μετατρέποντας το εθνικό σε παγκόσμιο, αποδεικνύοντας πως η τέχνη, η μουσική, το μοντάζ, η «ξυλουργική της λογοτεχνίας» μπορεί κάποτε να μοντάρει μια ντουλάπα χρήσιμη και ασφαλή για την πραμάτεια μας και ν’ ανοίξει μια πόρτα στον κόσμο. Από κει και πέρα όλα επαφίενται σε μας, στην κρίση και τις δυνατότητές μας. Γιατί…, όπως καταλήγει και στο περίφημο μυθιστόρημά του, …ράτσες καταδικασμένες σ’ εκατό χρόνια μοναξιάς δεν θα χουν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη.


Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Ο Ισίδωρος Ζουργός στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας


Πολλοί ήταν οι φίλοι που παρευρέθηκαν στην όμορφη βραδιά που πραγματοποιήθηκε στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας και κατά την οποία είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τον θεσσαλονικιό συγγραφέα, να μας διαβάζει αποσπάσματα από το νέο του βιβλίο που φέρει τον τίτλο: «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο».
Ο Ισίδωρος Ζουργός ανέγνωσε τρία αποσπάσματα, τα οποία, όπως μας φανέρωσε ο ίδιος, συσχέτισε με την Αγιορειτική Εστία, την Έκθεση για την Κωνσταντινούπολη που συνεχίζει να εκθέτετε στον εκθεσιακό χώρο του κτιρίου Νεδέλκου, καθώς και με τον πρώτο ιδιοκτήτη του κτιρίου της Αγιορειτικής Εστίας, τον γιατρό Κωνσταντίνο Νεδέλκο.

Έτσι λοιπόν, το πρώτο απόσπασμα αφορούσε την συνάντηση του περιηγητή Βασίλη Γρηγόροβιτς Μπάρσκι με τον Μοναχό Ιωαννίκιο στην Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους και η σύνδεση αφορούσε στο γεγονός ότι η Αγιορειτική Εστία έχει εκδώσει τα δύο μεγάλα ταξίδια του Μπάρκσι στο Άγιον Όρος το 1725-1726 και 1744-1745 στο έργο με τίτλο «ΜΠΑΡΣΚΙ: Τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος 1725-1726, 1744-1745 με την φροντίδα και τα σχόλια του ακαδημαϊκού Παύλου Μυλωνά» και στο οποίο επίσης περιέχεται πλούσιο βιογραφικό υλικό για το έργο του Μπάρσκι.
Το δεύτερο απόσπασμα αφορούσε σκηνές από την ζωή του Ματίας Αλμοσίνο στην Κωνσταντινούπολη, για την οποία υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα φωτογραφική Έκθεση στον α΄ όροφο της Αγιορειτικής Εστίας με τίτλο «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ: Η Πόλη μέσα από το φωτογραφικό φακό του Αχιλλέα Σαμαντζή και του Ευγένιου Δαλέζιου». Η εν λόγω έκθεση παρουσιάζετε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, και φανερώνει ένα μοναδικό αρχειακό υλικό της περιόδου της Πόλης από το 1880 έως το 1930.

Τέλος, το τρίτο απόσπασμα ήταν αφιερωμένο στην γνωριμία του Ματίας Αλμοσίνο με τον μεγάλο άγγλο γιατρό Τομ Σύντενχαμ, και ο Ισίδωρος Ζουργός το συνέδεσε με τον Κωνσταντίνο Νεδέλκο, γιατρό της πόλης μας, ο οποίος έχτισε και αργότερα δώρισε το Μέγαρο Νεδέλκου στον Δήμο Θεσσαλονίκης.

Να σημειωθεί ότι η εκδήλωση ήταν ενταγμένη στο πρόγραμμα της Parallaxis με τίτλο «Το βιβλίο αλλιώς» και ακολούθησε αντίστοιχη εκδήλωση στην αυλή του Κρατικού Ωδείου, κατά την οποία ο Θωμάς Κοροβίνης ανάγνωσε αποσπάσματα από το πλούσιο έργο του. 

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927-2014): 6 ιστορίες για τον Γκαμπίτο

Κείμενο: ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ


Τα παιδικά χρόνια στην Αρακατάκα

«Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο». Αυτή είναι η περίφημη εναρκτήρια πρόταση του μυθιστορήματος «Εκατό χρόνια μοναξιά», με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες να έχει εξηγήσει ότι «ήταν επιβεβλημένο να χρησιμοποιήσω πάγο για την πρώτη πρόταση, επειδή στην πιο καυτή πόλη του κόσμου ο πάγος είναι κάτι μαγικό».

Ο πάγος παραπέμπει σε μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, στη μικρή πόλη της Κολομβίας Αρακατάκα, όταν ο παππούς του, ο φιλελεύθερος συνταγματάρχης Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε σε ένα μαγαζί να δει ένα κατεψυγμένο ψάρι. «Το άγγιξα και ένιωσα ένα κάψιμο», είπε κάποτε ο συγγραφέας. Οι καθημερινές βόλτες παππού και εγγονού, οι επισκέψεις στο τσίρκο και στον κινηματογράφο, οι ιστορίες από τον πόλεμο των Χιλίων Ημερών (τον εμφύλιο του 1899) ήταν σπουδαία μαθήματα για τον μικρό Μάρκες. «Η σχέση μου με τον παππού μου ήταν ο ομφάλιος λώρος που με κράτησε σε επαφή με την πραγματικότητα». Τα βράδια άκουγε τις ιστορίες της γιαγιάς του, με φαντάσματα και νεκρούς, γεμάτες με τις δεισιδαιμονίες της μυθολογίας της Λατινικής Αμερικής. Το υπερφυσικό στοιχείο εισχώρησε στη συνείδησή του· η βάση του «μαγικού ρεαλισμού» που αργότερα θα χαρακτήριζε το έργο του είχε ως αφετηρία τα παιδικά του βιώματα. Αλλωστε η Αρακατάκα είναι το θρυλικό Μακόντο, η φανταστική πόλη από το «Εκατό χρόνια μοναξιά». Οι γονείς του απουσιάζουν. Ζουν σε άλλες πόλεις, με τον πατέρα του, έναν τυχοδιώκτη αυτοδίδακτο ομοιοπαθητικό γιατρό, να προσπαθεί να πετύχει ως φαρμακοποιός. Ο Γκαμπριέλ, το πρώτο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας, μεγαλώνει με τους παππούδες του και την αδερφή του. Με τους γονείς του θα βρεθεί πολύ αργότερα, σε ηλικία έντεκα ετών, αλλά η σχέση του μαζί τους δεν θα είναι ποτέ ιδιαίτερα στενή.

Δημοσιογράφος αντί δικηγόρος 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 βρέθηκε στην πόλη Μπαρανκίγια και, καθώς δεν είχε χρήματα να νοικιάσει ένα κανονικό σπίτι, αναγκάστηκε να ζήσει ένα χρόνο στο δωμάτιο ενός οίκου ανοχής - όταν τα χρήματά του δεν έφταναν ούτε γι’ αυτό, έδινε αντί ενοικίου στον θυρωρό  ένα αντίγραφο από το τελευταίο του χειρόγραφο. Πλέον εργαζόταν ως αρθρογράφος στην εφημερίδα El Heraldo, καθώς μια καριέρα στη δημοσιογραφία τού φαινόταν πιο συναρπαστική από τα νομικά που είχε σπουδάσει στην Μπογκοτά και την Καρταχένα, χωρίς πάντως να έχει πάρει το πτυχίο του. Οταν ο πατέρας του πληροφορήθηκε ότι δεν σκόπευε να αποφοιτήσει και ότι είχε προτιμήσει το γράψιμο από τη δικηγορία, του είπε εκνευρισμένος: «Θα καταλήξεις να τρως χαρτί!».

Φυσικά δεν ήταν μόνο η δημοσιογραφία που είχε γοητεύσει τον νεαρό Μάρκες, αλλά κυρίως η λογοτεχνία. Είχε ήδη δημοσιεύσει τα πρώτα του διηγήματα, λαμβάνοντας μάλιστα θετικές κριτικές. Παράλληλα συνέχιζε να μελετά τους μεγάλους συγγραφείς της Δύσης, θαυμάζοντας τον Κάφκα (για τη «Μεταμόρφωση» είπε ότι του θύμιζε τον τρόπο που μιλούσε η γιαγιά του), τον Τζόις, τον Χέμινγουεϊ, τη Βιρτζίνια Γουλφ και περισσότερο από όλους τον Ουίλιαμ Φόκνερ. Αργότερα, η περίοδος που εργάζεται για την εφημερίδα El Espectador στην Μπογκοτά συμπίπτει με την κορύφωση της εμφύλιας διαμάχης που έμεινε γνωστή ως «La Violencia» και ο Μάρκες στοχοποιείται από το καθεστώς λόγω της τολμηρής και φιλελεύθερης αρθρογραφίας του. Τελικά φεύγει για την Ευρώπη, όπου εργάζεται ως ανταποκριτής για την El Espectador, προσπαθώντας παράλληλα να γνωρίσει την κουλτούρα της Γηραιάς Ηπείρου. Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν το εξής: «Οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί ανακαλύπτουν τον πολιτισμό όταν έρχονται στην Ευρώπη, για μένα όμως δεν ίσχυε το ίδιο». Δεν άργησε να επιστρέψει στον τόπο του.

Η γυναίκα της ζωής του


Μια μέρα, ενώ καθόταν ήρεμος στο «Γκραν Καφέ» του Καράκας (όπου ζούσε γράφοντας για την εφημερίδα El Momento), ο Μάρκες κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε βιαστικά και είπε ότι πρέπει να προλάβει μια πτήση. Τον ρώτησαν πού πηγαίνει έτσι ξαφνικά και αυτός απάντησε: «Να παντρευτώ». Ολοι οι παρευρισκόμενοι σάστισαν, καθώς κανείς τους δεν γνώριζε ότι ο Μάρκες είχε κάποιο δεσμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, την πρώτη φορά που είδε τη Μερσέδες Μπάρτσα, αυτός ήταν δεκαέξι ετών κι εκείνη εννέα. Ακολούθησε ένα πολυετές αλλά διακριτικό φλερτ - τα περισσότερα χρόνια η Μερσέδες αγνοούσε την ύπαρξή του. «Ο Γκαμπίτο με περίμενε να μεγαλώσω», είπε πολύ αργότερα.

Οταν η οικογένειά της μετακόμισε στην Μπαρανγκίγια, ο Μάρκες πήγαινε στο φαρμακείο του πατέρα της μήπως και τη συναντήσει, ενώ το 1950 εγκαινίασε στην εφημερίδα El Heraldo μια καθημερινή στήλη με τίτλο «Καμηλοπάρδαλη» - ήταν αφιερωμένη στη Μερσέδες, η οποία είχε μακρύ και λεπτό λαιμό. Τη στήλη υπέγραφε με το ψευδώνυμο Σέπτιμους, εμπνευσμένος από τον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, χαρακτήρα από το «Η κυρία Ντάλογουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ. Τελικά, βρήκε το θάρρος να της ζητήσει να τον συνοδεύσει σε ένα χορό και αργότερα συμφώνησαν να παντρευτούν, αφού πρώτα η Μερσέδες θα ενηλικιωνόταν και θα τελείωνε το σχολείο. Μεσολάβησαν τα ταξίδια του Μάρκες στην Ευρώπη και τη Βενεζουέλα, αλλά τήρησε την υπόσχεσή του και επέστρεψε για να την παντρευτεί. Εμειναν μαζί όλη τους τη ζωή. Εκαναν δύο γιους, τον Ροδρίγο και τον Γκονσάλο. Το 1981, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό The Paris Review, ο Μάρκες δήλωσε ότι το μοναδικό πράγμα για το οποίο μετανιώνει στη ζωή του είναι ότι δεν έκανε και μια κόρη.

Ο Μάρκες οδηγούσε το λευκό του Οπελ κάπου ανάμεσα στην Πόλη του Μεξικού και το Ακαπούλκο, εκεί όπου σκόπευε να περάσει λίγες ημέρες διακοπών μαζί με τη Μερσέδες και τα δυο τους παιδιά. Ξαφνικά έκανε αναστροφή και ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι οι διακοπές ακυρώνονται. Τι είχε συμβεί; Αυτό που περίμενε σε όλη του τη ζωή. Είχε σκεφτεί τι ήθελε να γράψει: ένα βιβλίο για τις ρίζες του, το μεγάλο μυθιστόρημα της Λατινικής Αμερικής.

Μια ιδέα που άλλαξε τα πάντα

Η ιστορία αγγίζει τα όρια του μύθου και δεν ξέρουμε αν η «επιφοίτηση» αφορούσε μια γενική ιδέα, ένα ευρύ σκεπτικό ή, απλώς, την πρώτη πρόταση. Οπως και αν έχει, ο Μάρκες πέρασε ενάμιση χρόνο γράφοντας. Ζούσε ήδη από το 1961 στο Μεξικό, δίνοντας σενάρια για τον κινηματογράφο, κάτι που του απέφερε για πρώτη φορά αρκετά χρήματα. Το μικρό διαμέρισμα όπου έμενε αρχικά (είχε μόνο ένα στρώμα στο πάτωμα, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες) αντικαταστάθηκε από ένα πολυτελές σπίτι με κήπο, γραφείο και ξενώνα, ενώ αγόρασε αυτοκίνητο και έστειλε τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο. Ηταν η εποχή της άνθησης της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και είχαν αρχίσει να ανατέλλουν συγγραφείς όπως ο Φουέντες, ο Κορτάσαρ και ο Λιόσα. Ο Μάρκες είχε μείνει πίσω, το ήξερε και βασανιζόταν. Επί ενάμιση χρόνο, λοιπόν, μόνο έγραφε και για να συντηρηθεί η οικογένειά του πούλησε το αυτοκίνητο και ό,τι άλλο μπορούσε. Ηταν μια περίοδος μεγάλων στερήσεων, στην οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε καπνίσει 30.000 τσιγάρα και χρωστούσε 120.000 πέσος! Οταν τελικά ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του, πήγαν μαζί με τη Μερσέδες να το ταχυδρομήσουν. Το δέμα θα κόστιζε 82 πέσος. Δεν είχαν τόσα κι έτσι έστειλαν μόνο τα μισά φύλλα. Μετά έβαλαν ενέχυρο μία θερμάστρα και ένα μίξερ και έστειλαν και το υπόλοιπο. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια». Αλλά το βιβλίο ήταν το «Εκατό χρόνια μοναξιά».

Ο Κάστρο και ο Κλίντον

«Οταν πήγα σε ένα πανεπιστήμιο στη Βόρεια Αμερική, με ρώτησαν πώς συμβάδιζαν οι πολιτικές ιδέες του πατέρα μου με τα χρήματά του και τον τρόπο ζωής του. Απάντησα όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά δεν υπάρχει ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα». Αυτόν τον προβληματισμό του, ο Ροδρίγο, ο μεγάλος γιος του Μάρκες, τον έθεσε στους γονείς του και στον Φιντέλ Κάστρο τον Αύγουστο του 1979, όταν η οικογένεια επισκέφτηκε την Κούβα. Ο Κάστρο πρότεινε αστειευόμενος στον νεαρό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να λέει ότι όλα τα χρήματα τα ξοδεύει η μητέρα του.

Η φιλία του Κουβανού ηγέτη με τον Μάρκες άρχισε το 1959, στην πρώτη επίσκεψη του συγγραφέα στην Αβάνα, μετά την άνοδο του Κάστρο στην εξουσία. Πολλά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του ’90, ο Μάρκες θα προσπαθούσε να μεσολαβήσει ανάμεσα στον Κάστρο και τον Μπιλ Κλίντον, σε μια απόπειρα επικοινωνίας των δύο χωρών. Ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος τον θαύμαζε και ήταν αυτός που ήρε την απαγόρευση της εισόδου του συγγραφέα στις ΗΠΑ (η οποία ίσχυε από το 1961 εξαιτίας της φιλοκουβανικής στάσης του), προσκαλώντας τον μάλιστα αρκετές φορές στον Λευκό Οίκο. Ο Μάρκες συνδέθηκε φιλικά και με τους γνωστότερους εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών της Λατινικής Αμερικής, αλλά και με αρκετούς πολιτικούς της Αριστεράς. Η πιο γνωστή ιστορία, πάντως, αφορά τον πολύ καλό του φίλο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Η σχέση τους έληξε άδοξα το 1976, όταν σε μια κινηματογραφική πρεμιέρα ο Περουβιανός συγγραφέας υποδέχτηκε τον Μάρκες με μια γροθιά στο μάτι. «Γι’ αυτό που είπες στην Πατρίσια», του είπε. Εικάζεται πως ο Μάρκες είχε συμβουλεύσει τη σύζυγο του Λιόσα, έπειτα από μια κρίση στο γάμο τους, να ζητήσει διαζύγιο. Οι δύο άντρες δεν ξαναμίλησαν ποτέ.

Η φήμη και τα χρήματα

«Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έχει κοιμηθεί σε αυτό το κρεβάτι, όπως και ο Τόμας Μαν, ο Νερούδα, ο Αστούριας, ο Φόκνερ», σκέφτηκε και, αναστατωμένος, προτίμησε να κοιμηθεί στον καναπέ - είθισται η Σουηδική Ακαδημία να δίνει το ίδιο δωμάτιο του Grand Hotelhttp://cdncache-a.akamaihd.net/items/it/img/arrow-10x10.png στους νομπελίστες συγγραφείς, όταν αυτοί επισκέπτονται τη Στοκχόλμη για να παραλάβουν το βραβείο. Ο Μάρκες τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982, εκφωνώντας τον περίφημο λόγο «Η μοναξιά της Λατινικής Αμερικής». Ηταν ήδη αρκετά διάσημος, αν και είχε γράψει μόνο τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και κάποια διηγήματα. Τα χρήματα του βραβείου είπε ότι θα τα χρησιμοποιούσε για να ιδρύσει μια εφημερίδα στην Μπογκοτά και να χτίσει το σπίτι των ονείρων του στην Καρταχένα. Στη συνέχεια, βέβαια, δήλωσε ότι «ξέχασε» αυτά τα χρήματα σε λογαριασμό σε μια ελβετική τράπεζα και τα χρησιμοποίησε 16 χρόνια αργότερα για να αγοράσει το περιοδικό Cambio της Μπογκοτά.

Αν και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του πολύ φτωχικά, από ένα σημείο και μετά έλυσε το οικονομικό του πρόβλημα για πάντα. Πλέον είχε την άνεση να ζητάει 50.000 δολάρια για μια ημίωρη συνέντευξη, ενώ διέθετε επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ταξίδευε πολύ, ζούσε πολυτελώς, ντυνόταν καλά και ξόδευε όσα χρήματα ήθελε. Το 2005 τον επισκέφτηκε στην Πόλη του Μεξικού ο επίσημος βιογράφος του, ο Τζέραλντ Μάρτιν. Την ώρα που κουβέντιαζαν, ο Μάρκες κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Ξέρεις, μερικές φορές με πιάνει κατάθλιψη», είπε. Ο Μάρτιν τον ρώτησε γιατί. «Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τελειώνουν», απάντησε εκείνος. Από το 1999 του είχε διαγνωσθεί καρκίνος στους λεμφαδένες, τον οποίο ξεπέρασε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά εν τω μεταξύ εμφάνισε συμπτώματα άνοιας. Πέθανε από πνευμονία την Πέμπτη
http://cdncache-a.akamaihd.net/items/it/img/arrow-10x10.png στις 17 Απριλίου στο σπίτι του στην Πόλη του Μεξικού.

5+1 Βιβλία για να γνωρίσετε τον Μάρκες

Εκατό χρόνια μοναξιά (1967)
Η δαιδαλώδης ιστορία τεσσάρων γενεών στη φανταστική πόλη Μακάντο, χαρακτηριστικό δείγμα του ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού. Πούλησε περισσότερα από 30 εκατ. αντίτυπα παγκοσμίως.
Το φθινόπωρο του πατριάρχη (1975)
Η ζωή ενός Λατινοαμερικανού δικτάτορα, μιας μυθικής μορφής ακαθόριστης ηλικίας, που κυβερνά μια ανώνυμη χώρα. Σατιρική ματιά για τα καθεστώτα της εποχής.

Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981)
Ο Μάρκες το χαρακτήρισε κάτι ανάμεσα σε νουβέλα και ψευδο-ρεπορτάζ, καθώς αναπλάθει την ιστορία μιας αληθινής δολοφονίας. Κυκλοφόρησε λίγο πριν από το Νομπέλ και έγινε αμέσως κλασικό.

Ερωτας στα χρόνια της χολέρας (1985)
Η μελαγχολική ερωτική ιστορία δύο νέων και ο παραλληλισμός της ανεκπλήρωτης αγάπης με τη θανατηφόρο ασθένεια. Θεωρείται ότι η βασική ιδέα προήλθε από την ερωτική ιστορία των γονιών του.

Ζω για να τη διηγούμαι (2002) 
Ογκώδης αυτοβιογραφική αποτίμηση της ζωής του Μάρκες, όπου διαφαίνεται η εμπλοκή του προσωπικού του βιώματος στο συγγραφικό του έργο.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: η βιογραφία του (2008)
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζέραλντ Μάρτιν παρουσιάζει κάθε πτυχή της ζωής του Μάρκες, δουλεύοντας τη συγκεκριμένη βιογραφία επί 17 χρόνια.


Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Φέτος διαβάζουμε νομπελίστες #4


Την Τρίτη 29 Απριλίου στην αίθουσα της βιβλιοθήκης του Μεγάρου Νεδέλκου, υλοποιήθηκε η συνάντηση για τον μήνα Απρίλιο της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας. Για ακόμη μία φορά η συνάντηση έλαβε χώρα υπό τον ήχο της βροχής, η οποία μας συντρόφευε καθ’ όλη την διάρκεια της.

Στο πρώτο μέρος της συνάντησης, ως είθισται, συζητήσαμε για το βιβλίο που είχαμε επιλέξει να διαβάσουμε, το οποίο ήταν το έργο της Ντόρις Λέσινγκ με τίτλο «Το πέμπτο παιδί».


Το βιβλίο αναλύθηκε διεξοδικά απ’ όλους τους συμμετέχοντες, με τις συμφωνίες και τις διαφωνίες που γεννά μία ομαδική συζήτηση. Ωστόσο εστιάσαμε λίγο περισσότερο στο βασικό θέμα του βιβλίο, το οποίο αφορούσε το ζήτημα της «διαφορετικότητας» και πως αυτό αντιμετωπίζεται από τα μέλη μιας οικογένειας, τα μέλη μιας μικρής ομάδας και εν τέλει από τα μέλη της κοινωνίας ολόκληρης. Στο δύσκολο αυτό έργο, είχαμε σύμμαχο μεγάλο, το εκλεκτό μέλος της λέσχης μας Γιώργο Μπασδάρη, ο οποίος ως κοινωνικός λειτουργός και υπεύθυνος των προγραμμάτων των Παιδικών Χωριών SOS  στη Βόρεια Ελλάδα, φώτισε με ιδιαίτερο τρόπο όλες τις σκοτεινές πτυχές που κρύβει το ζήτημα της «διαφορετικότητας» στη σύγχρονη Ελλάδα.



Ακολούθως τέθηκε το θέμα της επιλογής του νέου προς ανάγνωση βιβλίου. Όλα τα παρόντα μέλη (και ελπίζουμε και τα απόντα από τη συνάντηση) συμφώνησαν στην επιλογή του Νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως ο επόμενος συγγραφέας, έργο του οποίου θα διαβαστεί, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να τιμήσουμε την μνήμη του. Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, έφυγε από την ζωή μόλις πριν από λίγες ημέρες, στις 17 Απριλίου 2014.




«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» είναι τελικά το έργο που επιλέχθηκε μετά από ψηφοφορία από τα μέλη της Λέσχης.

Λόγω του μεγάλου όγκου του βιβλίου, η επόμενη συνάντηση της Λέσχης, ορίστηκε για την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014, και τη φορά ετούτη, ελπίζουμε ότι θα χαρούμε την αυλή της Αγιορειτικής Εστίας.



Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν' ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό. 

Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ' ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ' ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν' αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. [...] (Από την έκδοση).


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ισπ. Gabriel José García Márquez, 6 Μαρτίου 1927  17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού» και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα (βρίσκεται στο Διαμέρισμα Μαγδαλένα) της Κολομβίας. Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη της Ινδίας των Δυτικών Ινδιών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 και το 1967 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», το οποίο τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, καθώς αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και του χάρισε μεγάλη φήμη.

Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου»

Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.