Σελίδες

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Albert Camus: από την Πτώση στον Ξένο του Βισκόντι

του Λευτέρη Ξανθόπουλου 

  

Ο μείζων γερμανόφωνος ποιητής Πάουλ Τσέλαν, σε επιστολή του προς την φίλη του  συγγραφέα Ινγκεμπορντ Μπάχμαν, στις αρχές Ιανουαρίου του 1960 γράφει: “Μπήκε άσχημα ο χρόνος και πρώτη κακή είδηση, είναι ο θάνατος του Καμύ”. Την ίδια εποχή, σε άλλη επιστολή προς τη σύζυγό του Ζιζέλ, με την οποία ζούσαν ήδη χωριστά, χαρακτηρίζει τον θάνατο του Καμύ ως “Την πιο οδυνηρή είδηση που συνοδεύει το νέο έτος”.
Στα ημερολόγια που κρατούσε ο Τσέλαν, σημείωνε σχολαστικά τα βιβλία που διάβαζε, πολλές φορές για δεύτερη και για τρίτη φορά. Τα βιβλία του Αλμπέρ Καμύ κρατούσαν σταθερά τις πρώτες θέσεις στις προτιμήσεις του.
Ο Καμύ, με κάποια από τα χρήματα του βραβείου Νόμπελ, που του είχε απονεμηθεί το 1957, αγοράζει ένα μικρό σπιτάκι στο χωριό της Νότιας Γαλλίας Λουρμαρέν (Lourmarin), στην Προβάνς (Provence). Τους τελευταίους μήνες του 1959, δουλεύει απομονωμένος το τελευταίο του έργο, που έμελε να μείνει ημιτελές, με τίτλο Ο Πρώτος Άνθρωπος.
Ο Μισέλ Γκαλιμάρ, φίλος του Καμύ από την οικογένεια του εκδότη του, έχει περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων με τους δικούς του στις Κάννες και κατά την επιστροφή του στο Παρίσι, στις 3 Ιανουαρίου 1960, σταματάει στη Λουρμαρέν για να πάρει μαζί του τον Καμύ, μετά από συνεννόηση της τελευταίας στιγμής.
Στις 4 Ιανουαρίου, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Γκαλιμάρ, με τον Καμύ στη θέση του συνοδηγού, και λίγο πριν φτάσει στον τελικό του προορισμό, από αδέξιο ενδεχομένως χειρισμό του οδηγού του, χτυπάει με μεγάλη ταχύτητα σε δέντρο, στη μικρή πόλη Βιλμπλεβίν (Villeblevin) της Βουργουνδίας, εκατό περίπου χιλιόμετρα νότια από το Παρίσι και διαλύεται. Η σωρός του Καμύ επιστρέφει στον Νότο της  Γαλλίας και ενταφιάζεται στο Λουρμαρέν της Βωκλύζ (Vaucluse), όπου και μέχρι σήμερα.
Θα μου επιτρέψετε παρακαλώ, σε αυτό ακριβώς το σημείο, να γίνω πιο προσωπικός. Στα μέσα περίπου του 1990 συνεργαζόμουν με έναν Νεοζηλανδό, πολύ γνωστό σεναριογράφο και δάσκαλο του κινηματογράφου τον Ντικ Ροςς, που ζούσε τότε και δίδασκε στην Ευρώπη. Ο Ροςς είχε ένα μικρό εξοχικό, ένα παλιό υποστατικό πολύ κοντά στο παραδοσιακό γαλλικό χωριό της Προβάνς, τον Άγιο Σατουρνίνο της Απτ (St Saturnin d’ Apt), όπου συναντιόμασταν καθημερινά στον κήπο του και δουλεύαμε.
Η πτήση από Αθήνα με την Air-France με έφερνε στη Μασσαλία. Από το αεροδρόμιο με έπαιρνε ο Ντικ, που οδηγούσε ένα παλιό κόκκινο ντεσεβώ και μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού διασχίζαμε τα ενενήντα περίπου χιλιόμετρα προ το βορά, σε ένα εντελώς μεσογειακό φως και τοπίο από σκληρά βράχια, χωράφια, οπωροφόρα και πλούσια βλάστηση, που μου θύμιζε πολύ έντονα την Ελλάδα. Την πρώτη φορά, και πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, ο Ντικ σκύβει, μου δείχνει ένα κοντινό χωριό που μόλις προσπερνούσαμε και μου λέει, “Εδώ είναι θαμμένος ο Καμύ”.
Τον παρακάλεσα να παρεκκλίνουμε για λίγο, να περάσουμε μέσα από το χωριό για να επισκεφτώ το μνήμα, όπως και έγινε. Οι ντόπιοι, μας έδειξαν το δρόμο για το κοιμητήριο και μπροστά σε ένα ορθογώνιο κομμάτι πέτρας της περιοχής, που είχε σκαλισμένο επάνω του το όνομα και τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου και τίποτε άλλο απόθεσα ένα μικρό ματσάκι από υπέροχα άγρια μυριστικά που μάζεψα στη διαδρομή· θρούμπη, θυμάρι, ρίγανη, λεβάντα, φασκόμηλο, δεντρολίβανο…


Γέννηση
Ο Καμύ γεννήθηκε το 1913, στο μικρό χωριό Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας και μεγάλωσε στο Αλγέρι. Στη Γαλλία εγκαταστάθηκε οριστικά σε ηλικία 27 χρονών, τον Μάρτιο του 1940. Η Μεσόγειος που αφήνει πίσω του, όπως ακριβώς χωρίζει τις δύο ηπείρους, την Ευρώπη από την Αφρική, έτσι κόβει και τον Καμύ στη μέση, τον διχοτομεί. Ο Καμύ της ζωής, των αισθήσεων, του έρωτα και του θανάτου, ο Καμύ της δράσης και του πράττειν παραμένει σταθερά και αμετάθετα προσκολλημένος στον ήλιο και στη θάλασσα της Αλγερίας ενώ ο Καμύ της σκέψης, της διανόησης και της καθημερινής διαλεκτικής, βρίσκεται στο μητροπολιτικό Παρίσι.
Αυτός ο διχασμός, αυτό το δίπολο στην ψυχή τού Καμύ, ανάμεσα στον ήλιο τού νότου και στο σκοτάδι τού βορά, ανάμεσα στο κάτω μέρος του σώματος δηλαδή της ζωής, των αισθήσεων, της ερωτικής πράξης και στο επάνω μέρος, δηλαδή της νόησης και των αποφάσεων, αυτές οι δύο ισχυρές και αντίρροπες δυνάμεις, που λειτουργούν μέσα του σύμφωνα με την κίνηση του εκκρεμούς, θα τον σημαδέψουν και θα καθορίζουν έκτοτε τις πράξεις ή παραλείψεις του, άλλοτε δημιουργικά και άλλοτε αυτοκαταστροφικά, για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του. Στον Μύθο του Σίσυφου θα ομολογήσει: “Έρχεται πάντα η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στη σκέψη και τη δράση”.
Τι παίρνει μαζί του από τον τόπο που γεννήθηκε, από την αποικία της Βόρειας Αφρικής, αυτός ο εξαιρετικά ευαίσθητος, ανήσυχος, μελαγχολικός και επιβαρυμένος με σοβαρά προβλήματα υγείας από καλπάζουσα φυματίωση, εσωτερικός μετανάστης (ας του δώσουμε αυτή την ιδιότητα, έτσι συμβατικά), για να το μεταφέρει στην αυτοεξορία του στο Παρίσι;
Το Αλγέρι, η πόλη που μεγάλωσε, έχει δύο ξεχωριστές μεταξύ τους όψεις, δύο πρόσωπα, σαν τον θεό Ιανό των Ετρούσκων και των Ρωμαίων, τη φωτεινή και τη σκοτεινή. Από τη μία είναι το Αλγέρι των αισθήσεων, της ηδονής, του πάθους, του ήλιου που κατακαίει ανθρώπους και πέτρες και από την άλλη είναι η Κάσμπα, η μεγάλη βρόμικη συνοικία, των παράνομων και των κατατρεγμένων, που εκτείνεται από το κέντρο της πόλης και καταλήγει στο λιμάνι, ο χώρος τού πληρωμένου έρωτα και των πορνείων, η ίδια ακριβώς Κάσμπα που επισκεπτόταν και ο δικός μας, ο “αμαρτωλός της σάρκας” μείζων ποιητής Νίκος Καββαδίας, που μάλιστα την έκανε και ποίημα, όταν το πλοίο του έπιανε Αλγέρι.

Ο Ξένος
Ο Ξένος, η εμβληματική νουβέλα του Καμύ, που η συγγραφή της ολοκληρώθηκε το 1940, κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών του Παρισιού από τους Γερμανούς και η δράση της τοποθετείται χρονικά στο πριν από τον Β’ πόλεμο Αλγέρι, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1967 από τον σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, σε συμπαραγωγή Ιταλίας, Γαλλίας και Αλγερίας. Πρωταγωνιστούν οι Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Μπερνάρ Μπλιέ, Ζωρζ Ουϊλσόν και η Σουηδή Άννα Καρίνα, πολιτογραφημένη Γαλλίδα, σύζυγος του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ αργότερα και μούσα της νουβέλ βάγκ στη δεκαετία του εξήντα.
Ο Βισκόντι σεβάστηκε απολύτως το έργο. Οι σεναριακές επεμβάσεις του είναι ελάχιστες και απολύτως αναγκαίες για την μεταγραφή τού γραπτού λόγου στο κινηματογραφικό ιδιόλεκτο. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο ήρωας του Ξένου Μερσώ, που έχει θάψει την προηγούμενη ημέρα την μητέρα του, κατακαλόκαιρο, αποφασίζει να πάει στη θάλασσα για μπάνιο. Εκεί, στη φωτεινή, στη ζωική πλευρά του Αλγερίου, ανάμεσα στους απλούς, καθημερινούς  ανθρώπους, θα συναντήσει την Μαρία…
Σηκώθηκα με δυσκολία γιατί ήμουν κουρασμένος από τη χτεσινή μέρα. Πήρα το τραμ για την πλαζ, στο λιμάνι. Εκεί βούτηξα στ’ ανοιχτά. Υπήρχαν πολλοί νέοι. Συνάντησα και την Μαρία Καρντονά, μια πρώην δακτυλογράφο του γραφείου μου που παλιά μου άρεσε. Την βοήθησα ν’ ανέβει σε μια σημαδούρα και μ’ αυτή την κίνηση άγγιξα το στήθος της. Ήμουν ακόμα στο νερό όταν εκείνη ήταν ήδη μπρούμυτα. Γύρισε ανάσκελα προς το μέρος μου. Τα μαλλιά πέφτανε στα μάτια της και γελούσε. Ανέβηκα στη σημαδούρα δίπλα της. Ήταν όμορφα και παίζοντας, έβαλα το κεφάλι μου πάνω στην κοιλιά της. Δεν είπε τίποτα κι έμεινα έτσι. Κάτω από το σβέρκο μου ένοιωθα την κοιλιά της Μαρίας να χτυπά απαλά. Μείναμε έτσι πολλή ώρα πάνω στη σημαδούρα, μισοκοιμισμένοι. Όταν ο ήλιος άρχισε να καίει, βούτηξε και την ακολούθησα. Την πρόλαβα, την αγκάλιασα από τη μέση και κολυμπήσαμε μαζί. Γελούσε συνέχεια. Τη ρώτησα αν ήθελε να πάμε σινεμά το βράδυ. Γέλασε πάλι και μου απάντησε ότι ήθελε να δει μια ταινία με τον Φερναντέλ. Όταν ντυθήκαμε, παραξενεύτηκε για τη μαύρη μου γραβάτα και με ρώτησε αν είχα πένθος. Της είπα πως πέθανε η μαμά. Καθώς ήθελε να μάθει πότε, αποκρίθηκα: “Χθες”. Ταράχτηκε κάπως αλλά δεν το σχολίασε. Μου ήρθε να της πω ότι δεν έφταιγα εγώ, σταμάτησα όμως γιατί σκέφτηκα πως το είχα ήδη πει στο αφεντικό μου. Αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Άλλωστε πάντα φταίμε λιγάκι κι εμείς για το κάθε τι.” 

Η Πτώση
Η μυθιστορηματική πλοκή στην Πτώση τού 1956, της ώριμης περιόδου τού Καμύ, διαρκεί πέντε ημέρες και ο τόπος που εξελίσσεται η υποτυπώδης δράση (ο εσωτερικός μονόλογος θα έλεγα καλύτερα, με τις ερωταποκρίσεις) είναι η πόλη τού Άμστερνταμ, στην Ολλανδία.
Όμως τι ακριβώς είναι η Πτώση και ποιό είναι αυτό το Άμστερνταμ, δηλαδή πόσο κατασκευασμένο και πόσο ρεαλιστικό είναι το λογοτεχνικό αυτό εύρημα; Πώς μπορεί να προσδιορίσει κανείς το έργο; Γιατί αυτή η θεατρινίστικη πόζα και η αυταρέσκεια του αφηγητή; Είναι ο Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς ετερώνυμο του Καμύ; Μήπως ετερώνυμο είναι και ο Μαρσώ του Ξένου; Πόσες όψεις μπορεί να έχει εν τέλει ο Καμύ; Που τελειώνει ο συγγραφέας, φιλόσοφος και μείζων διανοητής και που αρχίζουν τα ετερώνυμά του;
Σε κάποιο σημείο, διαβάζουμε: “Η αλήθεια όπως και το φως τυφλώνει” και κάπου αλλού: “Η αλήθεια είναι φοβερά βαρετή”. Εδώ, ο απόλυτα ηθικός και συνάμα απόλυτα ανηθικολόγος, ο διχασμένος Καμύ, τόσο στην δημόσια όσο και στην ιδιωτική του ζωή, αναπτύσσει έναν εντελώς προσωπικό και ιδιαίτερο κώδικα άναρχης αντίληψης και συμπεριφοράς, ενώ συγχρόνως υιοθετεί το εργαλείο της κυνικής αντιμετώπισης της ζωής και το προβάλει σαν ένα ακόμη κλειδί για την έρευνα και ερμηνεία του κόσμου. Η υπερβολή, στην περιγραφή του “υψηλού”, αγγίζει τα όρια της φάρσας.
Στην αγγλική έκδοση της Πτώσης, (δεν το βρήκα ούτε στην γαλλική αλλά ούτε και στην ελληνική) προτάσσεται ως μότο το παρακάτω απόσπασμα από τον Ρώσο συγγραφέα Μιχαήλ Λέρμοντωφ (1814-1841), ιδιαίτερα ταιριαστό για την περίπτωσή μας. Λέει λοιπόν στον πρόλογο του βιβλίου του ο Λέρμοντωφ: “Κάποιοι παρατήρησαν, με αρκετή λεπτότητα και οξυδέρκεια, ότι ο συγγραφέας σκιαγράφησε το πορτρέτο του εαυτού του και των γνωστών του. Το έργο μου Ένας ήρωας του καιρού μας, αξιότιμοι κύριοι, είναι πράγματι ένα πορτρέτο αλλά όχι το πορτρέτο ενός ατόμου. Είναι το σύνολο των ελαττωμάτων ολόκληρης της γενιάς μας, στην πληρέστερη  έκφρασή τους”.
Το Άμστερνταμ της Πτώσης είναι το εντελώς αντίθετο από το Αλγέρι τού Καμύ. Εδώ, “η θάλασσα είναι μαύρη, η πόλη είναι σκοτεινή, τα βρόμικα ομόκεντρα κανάλια μοιάζουν με τους κύκλους της κόλασης, της αστικής κόλασης φυσικά, που την κατοικούν τα κακά όνειρα. Το Άμστερνταμ του Καμύ είναι ο διαρκής τόπος τού ξένου, η εσωτερική εξορία, η κόλαση του ξένου, αυτού που εκδιώχθηκε διά παντός από τον ιδανικό και απόλυτο τόπο, από τον πραγματικό Παράδεισο, δηλαδή από τηνάμεση επαφή με τη ζωή.
Είναι η Πτώση εκείνο το βιβλίο τού Καμύ που θέτει ερωτήματα αποκλειστικά θεολογικής φύσεως; Μήπως ο συγγραφέας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να περιγράφει εξαντλητικά το άλυτο μυστήριο της υπαρξιακής ενοχής καθώς και το μυστήριο της καθημερινής εξομολόγησης, προκειμένου να υπαινιχθεί ένα νέο δόγμα, έναν καινοφανή θρησκευτικό κανόνα ή να προτείνει, πολύ απλά, κάποιες συμβουλές και οδηγίες υγιεινής διαβίωσης;
Και εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η ιδέα της συγκεκριμένης εξομολόγησης υποκρύπτει εντέχνως τον ίδιο τον δημιουργό καθώς και το μυστήριο της γραφής στο οποίο υπόκειται, τόσο ως πράξη που περιέχει τον δημόσιο λόγο σαν αποκάλυψη όσο και το ακριβώς αντίθετό του, τη μυστική λειτουργία της συγκάλυψης και απόκρυψης.
Μήπως βρίσκεται ο Καμύ στην ουτοπική περιοχή τής αναζήτησης του υπεράνθρωπου; Ή μήπως πρόκειται για μια συναγωγή συμπτωμάτων και συμπεριφορών, ένας κατάλογος τής αστικής υποκρισίας και ηθικής; Μήπως εν τέλει η Πτώση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το εγκόλπιο του Ξένουκαι η επιτομή τής μοναξιάς τού δυτικού ανθρώπου ή ακόμα και ο βασικός οδηγός για πράξεις, συμπεριφορές και παραλείψεις τού ανθρώπινου πρωτεύοντος;
Πολλά και καταιγιστικά τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο, όμως ας αφήσουμε τον ίδιο τον δημιουργό να μιλήσει. Στον Μύθο του Σίσυφου μας λέει ο Καμύ: “Οπωσδήποτε έχω κάτι να πω για τον άνθρωπο. Οφείλω να μιλήσω με σκληρότητα γι’ αυτόν και, αν χρειαστεί, με την περιφρόνηση που του πρέπει. [...] Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε και μπορεί να κάνει τα πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί τον εξυμνώ και γιατί τον συντρίβω συγχρόνως. Ο κόσμος τον αφανίζει κι εγώ τον ελευθερώνω. Του δίνω όλα του τα δικαιώματα.”


Ο Τσέλαν και η γέφυρα του Σηκουάνα
Δέκα χρόνια μετά τον απροσδόκητο και παράλογο θάνατο του Αλμπέρ Καμύ, ο γερμανόφωνος Εβραίος ποιητής Πάουλ Τσέλαν, μεταξύ της 19ης και 20ής Απριλίου 1970, αυτοκτονεί πέφτοντας στα νερά του Σηκουάνα, πιθανόν από την γέφυρα Mirabeau ή την Γέφυρα των Τεχνών. Την Πρωτομαγιά ανακαλύπτεται τυχαία το πτώμα του στην όχθη του ποταμού. Ενταφιάζεται χωρίς θρησκευτική τελετή.
Σε πολύ γνωστό ποίημα του Τσέλαν για τον Ρώσο ποιητή Όσιπ Μάντελσταμ, θύμα των σταλινικών διώξεων, υπάρχει ο στίχος: “Αυτό το δέντρο στέκεται ενάντια στη ναζιστική πανούκλα”, στίχος που αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές τού Τσέλαν, σαφή αναφορά στο συγκεκριμένο έργο του Καμύ, το οποίο, να σημειώσουμε εδώ, δίδασκε ο Τσέλαν στο Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ.
Ο δικαστής – μετανοητής Κλαμάνς ομολογεί στην Πτώση: “Όταν βρέθηκα στη Γέφυρα των Τεχνών, προσπέρασα μια σιλουέτα σκυμμένη στο παραπέτο που φαινόταν να κοιτάζει το ποτάμι. Πλησιάζοντας, ξεχώρισα μια λεπτή νεαρή γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα. Κοντοστάθηκα λίγο, μετά όμως συνέχισα το δρόμο μου. Όταν έφτασα στην άκρη της γέφυρας, ακολούθησα τις προκυμαίες με κατεύθυνση το Σεν-Μισέλ. Είχα κάνει κιόλας καμιά πενηνταριά μέτρα, όταν άκουσα το θόρυβο που, παρ’ όλη την απόσταση, μου φάνηκε τρομαχτικός μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, τον παφλασμό από ένα σώμα που πέφτει στο νερό. Σταμάτησα απότομα, μα δεν γύρισα να κοιτάξω. Σχεδόν αμέσως, άκουσα μια κραυγή που επαναλήφθηκε πολλές φορές, καθώς κυλούσε κι αυτή με τα νερά τού ποταμού, κι έπειτα έσβησε μεμιάς. Η σιωπή που ακολούθησε μέσα στη νύχτα, μού φάνηκε ατέλειωτη. Θέλησα να τρέξω και δεν σάλεψα. Έλεγα μέσα μου ότι έπρεπε να βιαστώ κι ένιωθα μια ακατανίκητη αδυναμία να πλημμυρίζει το κορμί μου. Ύστερα απομακρύνθηκα με μικρά βήματα μέσα στη βροχή. Δεν ειδοποίησα κανέναν.”   
Τι ακριβώς συμβαίνει με τον αυτοεξόριστο Κλαμάνς; Γιατί δεν επενέβη να σώσει από πνιγμό την άγνωστη αυτόχειρα στον Σηκουάνα; Όπως λέει αλλού: “Δεν περνώ ποτέ γέφυρα τη νύχτα. Έχω κάνει τάμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος πέφτει στο νερό. Δυο πράγματα μπορείτε να κάνετε, ή βουτάτε  κι εσείς για να τον ανασύρετε, και με τέτοιο κρύο κινδυνεύετε να την πάθετε άσχημα ή τον εγκαταλείπετε στην τύχη του και τότε η βουτιά που δεν κάνατε σας προκαλεί πότε – πότε ανεξήγητους πόνους.”
             Το θέμα της ατομικής ευθύνης, που αναδύεται διαρκώς και επανέρχεται σαν ατέρμων κοχλίας στο σύνολο του έργου του Καμύ ή σαν ελικοειδής σπείρα, καθώς και το ζήτημα της αυτοχειρίας όπως και της βίαιης αφαίρεσης της ζωής του άλλου, που έχει διεξέλθει εξαντλητικά ο δημιουργός από την αρχή της συγγραφικής του διαδρομής, μια έμμονη θεματική την οποία επαναφέρει σταθερά και ανακυκλώνει, έχουν στοιχειώσει κυριολεκτικά τόσο την μεταπολεμική κεντροευρωπαϊκή σκέψη όσο και την λογοτεχνία.
Ποιός λοιπόν κυνηγάει διαρκώς τον πρωταγωνιστή – αφηγητή Κλαμάνς από εκείνο το περιστατικό και από ποιόν τρέχει να ξεφύγει; Μήπως από τον ίδιο του τον εαυτό; Οι ενοχές που τον βασανίζουν και τον παγιδεύουν μεταμορφώνονται τώρα σε εκδικητικές Ερινύες και τον καταδιώκουν;
Ο Αλμπέρ Καμύ δεν γνώρισε πατέρα. Όταν αυτό, το πρώιμης ευφυΐας παιδί ήταν ενός έτους, ο πατέρας του Λυσιέν Ωγκύστ Καμύ τραυματίζεται θανάσιμα και πεθαίνει στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στη μάχη του Μάρνη το 1914, υπηρετώντας την μητροπολιτική αποικιοκρατική Πατρίδα! Το παιδί αυτό αργότερα, μεγαλώνοντας και ψάχνοντας εναγωνίως τόσο για τον πατέρα όσο και για την ιδέα του πατέρα, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδεχτεί, να δει και να κατανοήσει την τυφλή βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, καθώς και τον παράλογο θάνατο.


Επίμετρο
Στον Ξένο, το βιβλίο των ενοχών, ο άθεος Καμύ συνομιλεί πρωτίστως με τον Κάφκα. Αναρωτιέται αν στη θέση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, με την αστική υποκρισία και χριστιανική ηθική, που έχουν διαποτίσει και διαστρέψει το άτομο, μπορεί να τοποθετήσει το γυμνό σώμα απέναντι σε ένα παραδεισένιο φως. Γνωρίζει ότι δεν περιμένει απάντηση, ούτε από τον εαυτό του, ούτε από κάπου αλλού· μπροστά του απλώνεται το ανελέητο κενό.
Με την Πτώση, ή πρόσληψη του ανθρώπου και του σύμπαντος κόσμου, μαζί με την μοναξιά και την κόλαση του Ξένου, έχει φτάσει στα όριά της. Ο Καμύ δεν έχει άλλη διαδρομή να διασχίσει. Μπροστά του βρίσκεται η απελπισία και η απόγνωση, βρίσκεται το χάος. Η Πτώση είναι η ελεγεία του τέλους.
Απόλυτα μόνος και πολιορκημένος από όλες τις μεριές, σαν θηρίο σε κλουβί, ο Αλμπέρ χαράσσει πολύ προσεχτικά την αυτοσυντριβή και την ταπείνωσή του και ζητάει τη συγγνώμη μας, όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για να σταθούμε εμείς με την πράξη τής συγχώρεσης πιο ψηλά από εκείνον· μετά πανηγυρίζει θριαμβικά, καθώς στροβιλίζεται στην απύθμενη και σκοτεινή δίνη, που οδηγεί κατευθείαν στην άλλη μεριά. Για τον Καμύ, για τον οποίο έχουν ειπωθεί τα πάντα και δεν έχει ειπωθεί τίποτα, η Πτώση είναι ο τελικός προορισμός, η αυστηρά ιδιωτική του έξοδος.-

Λευτέρης Ξανθόπουλος , Αθήνα, 12.12.2013


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Αλμπέρ Καμύ: Ο άνθρωπος στο μάρμαρο

του Νίκου Μπακουνάκη

 

Η αξεδιάλυτη σχέση του συγγραφέα του «Ξένου» και του «Επαναστατημένου ανθρώπου» με τη δημοσιογραφία

Δημοσιογραφία και φιλοσοφία συμπληρώνουν ισότιμα τον συγγραφέα Καμύ. Γράφει ο βιογράφος του, Ολιβιέ Τοντ: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ' αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα». «Κάποτε ήταν δημοσιογράφος. Τώρα τι είναι; Συγγραφέας! Δηλαδή, κερδίζει τη ζωή του με τα βιβλία;» είχε δηλώσει δυσαρεστημένη η μητέρα της Φρανσίν Φορ, της γυναίκας που παντρεύτηκε ο Καμύ και με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. 

Ο Καμύ σκοτώθηκε το 1960 σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ηταν 47 ετών. Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στη γενέθλια Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Η Αλγερία ήταν σίγουρα η μήτρα του συγγραφέα Καμύ. «Οπουδήποτε αλλού θα νιώθω πάντα εξόριστος» έγραφε. Η «συνετή σιωπή» του για τον πόλεμο της Αλγερίας σίγουρα στηρίζεται σε αυτή τη σχέση. Γάλλος της Αλγερίας, όπου είχε γεννηθεί στις 7 Νοεμβρίου 1913, και ταυτόχρονα Μεσογειακός ή καλύτερα συγγραφέας της Μεσογείου. Και η Μεσόγειος στον Καμύ δεν έχει τίποτε από το φολκλόρ της. Είναι νιτσεϊκή. Και καρδιά και κορμί και αγάπη και εξέγερση και ελευθερία και συνείδηση και θάνατος και αυτοκτονία, όλα τα συστατικά του έργου του Αλμπέρ Καμύ. 

Για τον Καμύ η Αλγερία είναι τα πάντα: το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η κομμουνιστική αφύπνιση αλλά και η απογοήτευση από το κόμμα, το θέατρο, το ποδόσφαιρο, η δημοσιογραφία, η κριτική, το ρεπορτάζ. Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Είναι ακόμη ο πρώτος γάμος αλλά και η φυματίωση στα τέλη του 1930, όταν είναι 17 ετών. Από αυτή την ηλικία συνειδητοποιεί τη θνητότητά του και στο νοσοκομείο διαβάζει Επίκτητο. «Η αρρώστια», λέει ο στωικός φιλόσοφος, «είναι εμπόδιο για το σώμα αλλά όχι κατ' ανάγκη και για τη βούληση». Αν και βρισκόταν πιο κοντά στις αρχαίες αξίες παρά στις χριστιανικές επαγγελίες, το θέμα της διπλωματικής του εργασίας ήταν «Χριστιανική μεταφυσική και νεοπλατωνισμός - Πλωτίνος και Αγιος Αυγουστίνος». Ο δοκιμιογράφος Καμύ και ο φιλόσοφος Καμύ εκδηλώνονται πολύ νωρίς. Αυτή η εργασία θα είναι και το πρώτο του ολοκληρωμένο βιβλίο. Προτού καν κλείσει τα είκοσι. Είναι τότε που διαμορφώνει και την ατομική ηθική του, βασισμένη στο τρίπτυχο: ζωή, δράση, γράψιμο. Αν και βαθιά πολιτικός σε όλο του το έργο και σε όλη τη στάση ζωής του, ο Καμύ απογοητεύτηκε γρήγορα από την πολιτική δράση. Την εποχή που διαγράφεται-παραιτείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλγερίας και ενώ στη Γαλλία καταρρέουν οι προσδοκίες του Λαϊκού Μετώπου, γράφει στα σημειωματάριά του: «Οσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική».

Στις 14 Μαρτίου 1940 ο Καμύ έφευγε από το Αλγέρι για το Παρίσι. Θα άρχιζε η ζωή του ξένου, του εξόριστου. Στον Πόλεμο δεν στρατεύτηκε, ως οριστικά απαλλαγείς λόγω φυματίωσης, παρ' ότι είχε εμφανιστεί στην επιτροπή στρατολογίας κατόπιν αιτήσεώς του. Κατέκτησε γρήγορα τη λογοτεχνική σκηνή και γνώρισε αμέσως μεγάλη απήχηση. Το 1957 μιλούσε κιόλας για το τέλος της εποχής των ιδεολογιών. Δεν αγνοούσε τα δράματα του καιρού του και έπαιρνε θέση όποτε μπορούσε και όποτε γνώριζε. Αρνήθηκε τον φανατισμό αλλά όχι τη μαχητικότητα και διακήρυττε ότι δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική χωρίς ηθική. Ισως αυτό το τελευταίο να είναι το κλειδί της ερμηνείας της αμφισβήτησής του τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Αλλά ακόμη και σε αυτό ο Καμύ αποδεικνύεται εξαιρετικά σύγχρονος.

Η κριτική πληροφόρηση
Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. Ξαναδιαβάζοντάς τον μπορούμε να επεξεργαστούμε έναν ηθικό κώδικα για τη δημοσιογραφία, ιδιαίτερα σήμερα που οι νέες τεχνολογίες και η δική τους γλώσσα φέρνουν μια νέα ηθική, μια άλλη δεοντολογία. Ο Καμύ πίστευε στην «κριτική πληροφόρηση», l' information critique. Μέσα απ' αυτή την οπτική έδωσε τις μάχες εναντίον της αποικιοκρατίας, των ολοκληρωτισμών, της τρομοκρατίας, της βίας. Εδωσε τις μάχες εναντίον του μαξιμαλισμού των pieds-noirs και του μανιχαϊσμού των διανοουμένων του Παρισιού. Οι θέσεις του για τη βία στη σειρά των δημοσιογραφικών άρθρων του «Ούτε θύματα ούτε δήμιοι» («Ni victimes, ni bourreaux») είναι ίσης αξίας με τον στοχασμό που βρίσκουμε, για παράδειγμα, στο μεγάλο δοκίμιο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (L' Homme Revolté).


Η αρχή του για την κριτική πληροφόρηση συνδέεται με τον ορισμό που δίνει για τον διανοούμενο: Διανοούμενος είναι πριν απ' όλα αυτός που αντιστέκεται στον καιρό του, c' est avant tout UN HOMME QUI SAIT RÉSISTER 'A L' AIR DU TEMPS. Και το δυσκολομετάφραστο air du temps δεν είναι μια κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και ένα περιβάλλον (από φίλους, εχθρούς), κάτι που επιβάλλεται σχεδόν αυτόματα, κατηγορηματικά, χωρίς καμία δικαιολογία ή τεκμηρίωση και παρασύρει. (Σκέφτομαι πόσο χρήσιμη είναι αυτή η σκέψη σήμερα.) Για την Αλγερία, ο Καμύ αντιστάθηκε στο air du temps των διανοουμένων του Παρισιού. Τα άρθρα του αυτής της εποχής, στην επιθεώρηση L' Εxpress, έχουν μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ της καταγγελίας της τρομοκρατίας και της βίας και της καταγγελίας της καταστολής. Και κατηγορήθηκε. Ακόμη και ως απολογητής της αποικιοκρατίας. Ευτυχώς που έχουμε τα ρεπορτάζ του για την Καμπυλία, τα Αλγερινά Χρονικά, Les Chroniques algériennes, που συναντούν τις αυτοβιογραφικές σελίδες στον Πρώτο Ανθρωπο. Ξέρουμε τι ακολούθησε. Και ξέρουμε αν δικαιώθηκε ή όχι ο Καμύ.

Το ωραιότερο επάγγελμα
Ο δημοσιογράφος Ζαν Ντανιέλ που γνώρισε πολύ καλά τον Καμύ - συνεργάστηκε μαζί του στην επιθεώρηση Caliban (που διηύθυνε ο Ζαν Ντανιέλ) - έχει πει ότι για τον Καμύ «η δημοσιογραφία δεν ήταν η εξορία, αλλά το βασίλειο». Στο Caliban o Καμύ είχε γράψει ότι η δημοσιογραφία είναι το ωραιότερο επάγγελμα του κόσμου - Le plus beau métier du monde. Ηταν ο άνθρωπος στο μάρμαρο, γιατί του άρεσε να βρίσκεται πάνω στο μάρμαρα όπου στοιχειοθετούνταν οι σελίδες, μαζί με τους μαρμαράδες, τους τυπογράφους, τους λινοτύπες. Στη δημοσιογραφία βρήκε μια κοινότητα. Βρήκε τη συνενοχή.  Είναι πολύ συγκινητικές οι μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων. Δείχνουν από μια άλλη πλευρά ότι ο Καμύ δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον τεχνίτη, είχε επίσης πίστη στην ισοτιμία των ειδών. Φιλόσοφος, συγγραφέας, δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα.

Ο Τύπος, τα είδη, η δεοντολογία
Ξεκίνησε από την εφημερίδα L' Alger Républicain, το 1935. Ανεπιθύμητος για τη Γενική Κυβέρνηση της Αλγερίας, ο πρώτος ανεπιθύμητος γάλλος δημοσιογράφος. Πέρασε στηνParis-Soir, το 1942, μέσα στην Κατοχή, και φυσικά ήταν πίσω από την παράνομη Combat. Συνέχισε με την Combat, μετά την απελευθέρωση, συνεργάστηκε με την επιθεώρησηCaliban, όπως είδαμε, και για περίπου έναν χρόνο, το 1956, συνεργάστηκε με το περιοδικόL'Express, του Σρεβάν-Σρεμπέρ. Ταυτίστηκε όμως με την Combat. Ηταν η Combat του Καμύ όπως ήταν ο Monde του Μπεβ-Μερύ. Ηταν εφημερίδες γνώμης, που ταυτίζονταν με μια προσωπικότητα.

Η άσκηση της γραφής υπό την πίεση του εφήμερου τον ενέπνεε. Από τα πρώτα άρθρα του στην ελεύθερη Combat είχε θέμα τον Τύπο και τη δημοσιογραφία. Εκεί βρίσκουμε τη φράση ότι «μια χώρα αξίζει συχνά ό,τι αξίζει ο Τύπος της» («un pays vaut souvent ce que vaut sa presse»). Εκεί δίνει σχήμα στην έννοια της δημοσιογραφίας ως κριτικής πληροφόρησης. Πάει ακόμη πιο μακριά. Ορίζει τα δημοσιογραφικά είδη: editorial=une idée, deux exemples, trois feuillets, το ρεπορτάζ=Des faits, de la couleur, des rapprochements.

Στο Caliban έχει γράψει ότι «εκλαΐκευση δεν σημαίνει χυδαιότητα». Εχει γράψει ακόμη ότι «δεν πρέπει να αποπληροφορούμε ούτε να υποπληροφορούμε. Ο κόσμος δεν είναι ούτε ρόδινος ούτε μαύρος. Είναι απλώς περίπλοκος». Εχει γράψει επίσης ότι ο έντιμος Τύπος δεν πρέπει να ρέπει  ποτέ προς τον κιτρινισμό, τη συγκαταβατική παρουσίαση της ζωής των προνομιούχων, την καταστροφολογία.

Πόσο διαφορετική στάση απ' αυτήν του Ζαν-Πολ Σαρτρ, που περιφρονούσε τον Τύπο και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να εξυπηρετηθεί απ' αυτόν. Μάλιστα είχε πει, κατά μαρτυρία του Ζαν Ντανιέλ, όταν έβγαινε το περιοδικό Le Nouvel Observateur, «μη διστάσετε να καταφύγετε στο αίμα και στο σπέρμα. Σε ό,τι αρέσει στον αστό και ενοχοποιεί την επιθυμία του» («N'hésitez pas à faire dans le sang et dans le sexe.
C'est ce qui plaît au bourgeois et culpabilise son plaisir»).

Μερικοί είδαν τις θέσεις του σαν ένα ρέκβιεμ για τη δημοσιογραφία. Είναι όμως μια αξεπέραστη στάση. Η κριτική πληροφόρηση είναι κρίσιμο ζήτημα στις μέρες μας. Οσο και η αντίσταση στο πνεύμα των καιρών.
·           Το κείμενο αυτό στηρίζεται στη διάλεξη του συγγραφέα του στην εκδήλωση που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Καστανιώτη στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στις 12 Δεκεμβρίου 2013, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμύ.


Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Το κίνημα των Ζηλωτών και ο Γρηγόριος Παλαμάς στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη


Κείμενο: Χρυσόστομος Α. Σταμούλης


 Υπάρχουν πολλές ματιές με τις οποίες βλέπουμε τα πράγματα. Απόψεις λέγονται αλλιώς. Καθιερωμένες και ακαθιέρωτες. Νόμιμες και μη νόμιμες. Επιστημονικές και μη επιστημονικές. «Ο νέος που προχωρούσε στο δρόμο μετρούσε τον εαυτό του προς τα καθαρά συναισθήματα και ένιωθε ηττημένος…Το παιδί συνομιλεί με τον κόσμο των πραγμάτων που το αγκαλιάζει. Εκείνος έβλεπε από απόσταση»[1].
          Έχω την αίσθηση πως ο Πεντζίκης ως παιζω-γράφος, και προσέξτε τούτο το άλφα γιώτα, δεν έχει καμιά ιδέα για τον εαυτό του, ούτε για τα πράγματα. Δεν στήνει πρόσωπο μυθικό μέσα του για να τρέφει κάποια ιδέα γι’ αυτό, αλλά βγαίνει γυμνός και εναγκαλίζεται αδελφωτικά με τους πάντες και τα πάντα.
«Ο Ζοζέφ Βερνέ», σημειώνει ο θεσσαλονικιός στο κείμενό του «Θεσσαλονίκη και ζωή», στο βιβλίο του Μητέρα Θεσσαλονίκη, «που πίνακές του σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου, είναι ο Γάλλος ζωγράφος που στα 1753, πήρε από τον Λουδοβίκο ΧV παραγγελία για μια σειρά απόψεων 24 διαφόρων λιμένων. Είναι γνωστό ότι την παραγγελία του αυτή δεν μπόρεσε να την ολοκληρώσει, παρ’ όλο που εργάστηκε αφοσιωμένα επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Όσο κι αν είναι ωραίο να ζωγραφίζει κανείς πόλεις, το έργο δεν είναι απλό, παρουσιάζει συχνά δυσκολίες ανυπέρβλητες.
Ξέροντας τις δυσκολίες αυτές και αντιμετωπίζοντάς τες, ο0 μεγάλος Θεοτοκόπουλος, μονάχα στα τελευταία του επιχειρεί ν’ αναπαραστήσει, την αγαπημένη δεύτερη πατρίδα του, το Τολέδο.
Είναι πολύ γνωστός ο πίνακάς του: “Tο Τολέδο με καταιγίδα”.
Λιγότερο γνωστή είναι η γενική άποψη του Τολέδου, όπου μπροστά στην άκρη του πίνακα, στέκει ο γιος του ζωγράφου ο Γιωργής, ξετυλίγοντας το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της πόλεως.
Η σημείωση του ίδιου του καλλιτέχνη στον δεύτερο αυτόν πίνακα, όπου εξηγεί για ποιους αισθητικούς λόγους, αναγκάστηκε ν’ αλλάξει τη θέση ενός επιβλητικού οικήματος, μεταθέτοντάς το αλλού απ’ όπου βρίσκονταν, δήλωση που συχνά σήμερα στάθηκε, σα μια επίσημη δικαιολογία σε πάρα πολλές από τις μοντέρνες αισθητικές ελευθερίες άντικρυ στο αντικείμενο, πρώτιστα μας επιτρέπει να δούμε, όλη την πάλη του καλλιτέχνη, που καταλήγει να πάρει την ελευθερία αυτή, ύστερα από σκληρή σύγκρουση με τα πράγματα.
Κανενός είδους μάθηση, γεωγραφία, ιστορία ή όποια άλλη επιστήμη και τεχνολογία, δεν είναι ποτέ δυνατό να πείσουν τον καλλιτέχνη, να δει σαν ένα αδιάφορο φαινόμενο, που το πολύ-πολύ και μόνο μας αγγίζει στις εξωτερικές μας ανάγκες, το αντικείμενό του. Πρώτα-πρώτα ούτε κάν παραδέχεται ότι το αντικείμενό του, μπορεί να είναι άσχετο εντελώς προς το υποκείμενο. Εκφράζεται πάντα εν ονόματι μιας βαθύτερης ψυχικής σχέσης του υποκειμένου με το αντικείμενο, εν ονόματι ενός γάμου των δυο»[2].
Είναι αλήθεια, ότι πολλοί σήμερα θεωρούν τη Θεσσαλονίκη -και έχω την αίσθηση ότι κάποιες φορές αυτό δεν συμβαίνει αδίκως- μια πόλη κλειστή, εσωστρεφή, πολιτικά συντηρητική, με αναλαμπές πολιτιστικής και πολιτισμικής πρωτοπορίας (τραγούδι, λογοτεχνική γενιά του ’30). Και τούτο οφείλεται, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν, στην, ή κυρίως στην, σκοτεινότητα της παλαμικής σκέψης, που επηρέασε τέχνη και ζωή και ανέκοψε την πρόοδο που ευαγγελίζονταν το κίνημα των ζηλωτών και οι αντιησυχαστές. Ανέκοψε με άλλα λόγια τον εκδιτυκισμό της πόλης και τη χάρισε οριστικά στη χώρα του ανατολικού και κατά πάντα ύποπτου  μυστικισμού της υποτέλειας και της εκχώρησης των ουσιωδών της ατομικής συνείδησης.
Σ’ αυτήν την τάση του κλειστού και αυτοερωτικού εαυτού, τοποθετείται από μια ομάδα ερμηνευτών του έργου του και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Δικαίως ή αδίκως δεν μπορώ απροϋπόθετα να πω. Διότι πρέπει και πάλι να υπογραμμίσω τη σημασία της άποψης. Τη σημασία της πλευράς από την οποία κοιτάει κανείς τα πράγματα. Μια πραγματικότητα που ξαναφέρνει στο προσκήνιο την πολυσυζητημένη σχέση του υποκειμένου με το αντικείμενο.
«Από τη θάλασσα καθώς ερχόμαστε με πλοίο», σημειώνει και πάλι ο Πεντζίκης, «απ’ ανατολάς ή από βορά και βορειοδυτικά, απ’ όποια μεριά κι αν δείτε τη Θεσσαλονίκη, για να εκτιμήσετε τη γραφικότητα της άποψης της, πρέπει πάντα ν’ αφήνετε, δίχως διόλου να σας φανεί αφελής η πρόταση, να συνάψει η όρασή σας  με τον χαρακτήρα της πόλης ένα γάμο.
Όταν αφήνουμε σε μια τέτοια σχέση την όρασή μας, δεχόμαστε το αντικείμενο όχι απλώς όπως φαίνεται, αλλά φορτωμένο ταυτόχρονα μ’ όλες της πάσης φύσεως μνήμες, που η αίσθησή του μπορεί να ξεσηκώσει μέσα μας.
Ότι όντως έτσι φορτωμένο και εξ αιτίας του φόρτου παραλλαγμένο, εισχωρεί και υπάρχει μέσα στο υποκείμενο, το αντικείμενο που θα δούμε απ’ έξω, είναι γνωστό από τα όνειρα, από τον τρόπο δηλαδή που όταν καθεύδουμε, το βλέπουμε να εξέρχεται γυρεύοντας, υπό την πίεση ενός κυρίου συναισθήματος να ξαναξεχωρίσει.
Άντικρυ σε μια τέτοια παράσταση, όσο κι αν συνήθως την αφήνουμε να κοιμάται, δεν είναι δυνατό να σταθούμε αδιάφοροι, ούτε χωράν ερωτήματα αμφιβολίας, δίχως ποτέ ν’ αντιμετωπίζουμε το τυχαίο.
Ακριβώς λοιπόν για ν’ αποβάλλει, κάτι που του φαινόταν τυχαίο, ώστε να μην πείθεται και για να πεισθεί και να πείσει, έκανε την μεταβολή που αναφέραμε, ο μεγάλος ζωγράφος, υπακούοντας στον αισθητικό νόμο που στέκει τόσο πιο πάνω από τον φυσικό της αμεσότητας, όσο υπέρκειται η ψυχή του σώματος. Ξέρουμε ότι ο αισθητικός νόμος που του υπαγόρευσε μιαν εσωτερική αλλαγή του άμεσου, ξάφνιασε κάπως τον τόπο όπου ζούσε εκείνον τον καιρό, όμως οι αιώνες τον δικαίωσαν και αν σήμερα γνωρίζουμε και κατέχει κάποια θέση στο ενδιαφέρον μας το Τολέδο, που ο τελευταίος εκεί εμφύλιος σπαραγμός το αλλοίωσε καίρια, τούτο οφείλεται πρώτιστα στον Θεοτοκόπουλο.
Ο τρόπος λοιπόν που θα μας επιτρέψει να δούμε τη Θεσσαλονίκη, απαιτεί κατ’ αρχήν μια αισθητική πειθαρχία, δηλαδή την αντίληψη κάποιας κοινής συνισταμένης των εσωτερικών παραστάσεων, που δημιουργούνται στον καθένα μας, με την εξέλιξη της ζωής του μέσα στα πλαίσια του χώρου της πόλης.
Η δυσκολία επί του προκειμένου δεν έγκειται μόνο, στ’ ότι δεν υπάρχει σχηματισμένη ακόμα μια τέτοια αντίληψη για τη Θεσσαλονίκη, αλλά πολύ περισσότερο γιατί, καταπώς νομίζω, δεν έχει γίνει καμιά τέτοια προσπάθεια θεώρησης για καμιά πόλη της Ελληνικής Επικράτειας»[3].
Έχω την αίσθηση ότι με όλα τα παραπάνω, απολογητικά προλεγόμενα θα μπορούσα να τα ονομάσω, έχω εξηγηθεί τόσο για την πεντζικική, όσο και για την εκ μέρους μου  μεθοδολογική προσέγγιση του θέματός μας. Και το λέγω αυτό διότι προκειμένου να κατανοήσουμε την περί κινήματος των ζηλωτών, αντιησυχαστών και Γρηγορίου του Παλαμά στάση του Πεντζίκη, όφειλα -και έχω την αίσθηση πως τούτο έγινε-, να δείξω τη μήτρα εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε η κύηση και η γέννηση μιας τέτοιας πεντζικικήςπραγματογνωσίας και πραγματοαποκάλυψης.
O Πεντζίκης συζητά το θέμα κυρίως και κατεξοχήν στο βιβλίο του Προς εκκλησιασμόν. Εντούτοις, -και τούτο αποδεικνύει την βαθιά επίδραση της θεολογίας και του προσώπου του Γρηγορίου του Παλαμά, που γνώριζε καλά, στο έργο του-, σε κάθε του σχεδόν βιβλίο. Ξεχωρίζω και αναφέρω ενδεικτικά, τον Πεθαμένο και την ανάσταση,
Και έρχομαι τώρα στην καρδιά του θέματός μας. Είναι σαφές από τα προλεγόμενα και θα γίνει καθαρότερο στην πορεία, ότι ο Πεντζίκης τοποθετεί το όλα θέμα σε μια άλλη βάση. Ουσιαστικά το επανατοποθετεί. Και εξηγούμαι. Έχω την αίσθηση πως στα κείμενα του μεγάλου παιζω-γράφου για πρώτη φορά στην ιστορία της θεολογίας αν δεν κάνω λάθος -και μη σας εκπλήσσει αυτό, θεωρώ πως ο Πεντζίκης είναι μέγας θεολόγος-, το κέντρο βάρους μεταφέρεται από το πεδίο της αυστηρής δογματικής διατύπωσης στον πυρήνα της Ορθόδοξης θεολογίας που είναι το μυστήριο της αγάπης. Θα έλεγα πως ο Πεντζίκης μας αποκαλύπτει τον και μας συστήνει  με τον Παλαμά της αγάπης, η διδασκαλία του οποίου για το άκτιστο φως συνδέεται δυναμικά με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής. Νομίζω δεν θα υπερέβαλα εάν έλεγα ότι στα μάτια του θεσσαλονικιού ο άγιος Γρηγόριος έχει τη θέση του  επαναστάτη της αγάπης και η ησυχία «που είναι τόσο κοντά με τον θάνατο», κατανοείται ως η μόνη ηθική στάση του ατόμου «που σκέπτεται μέσα σ’ ένα σύνολο λαού που οι άρχοντες του αποξενώνονται».[4]
Δεν χωρά αμφιβολία και τούτο ο Πεντζίκης το τονίζει με ένταση, πως «Ο ιδ΄ αιώνας στο Βυζάντιο μοιάζει με μακρύ ψυχορράγημα…Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος», σε αντίθεση με τον Ιωάννη Καντακουζηνό, «με στερεμένη τη βρύση του Χριστού μέσα του, κατατρέχεται από φόβους. “Έτσι που είμαστε αδύναμοι και ανίσχυροι, λέει, αν χαθούμε, χάνεται το παν. Αν σβήσει το κράτος, η εξουσία, σβήνουν όλα”. Και  μεταχειρίζεται την εκκλησία ως μέσο για ν’ αντλήσει δύναμη και να στερεώσει το καθεστώς»[5]. Τούτη, όμως, η στρεβλή συμπόρευση κράτους και Εκκλησίας και η έκρηξη ενός ιδιόμορφου και άκρως επικίνδυνου ελιτισμού, εκφραστής του οποίου εμφανίζεται ο ομοτράπεζος τού Βαρλαάμ, Νικηφόρος Γρηγοράς,  σημειώνει ο Πεντζίκης,  δημιουργεί «παράτες», που με αιχμή του δώρατος την ιεροποιημένη λογική, προβάλλουν «επιτακτική την ανάγκη της ατομικής εξασφαλίσεως». Μια στάση και ένας τρόπος που οδηγούν στην απώλεια της λαϊκότητας, στο σμπαράλιασμα της κοινοτικότητας και  του κράτους, στον εκχυδαϊσμό της εξουσίας, και εν τέλει  στον ολοκληρωτικό εξευτελισμό των αξιών του παρόντος με την έκρηξη ενός δίχως αναστολές πολιτικοθρησκευτικού λαϊκισμού, που «δημιουργεί αμφιβολίες για τα επέκεινα». Ούτε λίγο ούτε πολύ η ζωή ερμηνεύεται αυθυπόστατα, τα είδωλα κυριαρχούν στη δημόσια πλατεία και το κέντρο της  που δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ο ίδιος ο Χριστός μπαίνει στο περιθώριο της αμεσότητας.

Μέσα σε μια τέτοια κοσμοχαλασιά, η Θεσσαλονίκη, καθώς σημειώνει ο Πεντζίκης,  «φθάνει στο έπακρο της δόξης της». Ο  άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, «που ανατράφηκε στο παλάτι, αλλά το εγκατέλειψε, πηγαίνοντας πότε στη σκήτη της Βέρροιας και πότε στον Άθω», αποκαλύπτει τη μεγάλη αξία του χαρίσματος των δακρύων των εραστών του Χριστού και απογυμνώνει από το μυθικό του πλαίσιο τον ατομικό θρήνο. Μέσα σε μια τέτοια πραγματικότητα αναπτύσσει τη θεολογία της πνευματικότητας του σώματος και καταξιώνει το παράλογο της Εκκλησίας, το οποίο αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο στη ναοδομία του ιδ΄ αιώνα, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η προσπάθειά της «να εξαϋλώσει εξωτερικά τους τοίχους», την ίδια στιγμή που αγωνίζεται στο εσωτερικό «να υλοποιήσει τις εικονιζόμενες μορφές». Άλλωστε και πρέπει τούτο να μη μας διαφεύγει, το πεντόσταγμα της ιστορικής διαμάχης ησυχαστών και αντιησυχαστών, είναι η σύγκρουση για την αίσθηση του Θεού, του φωτός, η οποία δεν μπορεί κατά τον Παλαμά και σε ευθεία σύγκρουση με τους αντιησυχαστές να πραγματοποιείται και με τη συμμετοχή του σώματος. Γράφει σχετικά ο Πεντζίκης: «Οι Ησυχαστές αυτοί προσεύχονταν, επιβάλλοντας στο σώμα τους μια γυμναστική κάκωση, χαρακτηριστικό της οποίας  είναι η επί της αναπνοής ανασταλτική επίδραση. Η αντίληψη ότι η αναπνοή κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται μέσον πνευματικής ζωής, πνευματικότητα, άσχετη από κάθε πληροφόρηση συσκοτιστική και μόρφωση, σαν απλή, δυνατή σε κάθε άνθρωπο, μελαγχολική φυσιολογία του σώματος του, με γοήτευσε τόσο, ώστε προκειμένου να κάνω λόγο για την πνευματικότητα του Νεοέλληνα, να προκρίνω τη λέξη αναπνοή. Ήλθε και ξένος από την Ιταλία τότε, ο Βαρλαάμ, για να υποστηρίξει συνωδά με τον Γρηγορά, Κυδώνη, Ακίνδυνο και άλλους λόγιους, ότι είναι απαράδεκτο και ακατανόητο, πως μπορεί με κινήσεις του σώματος να αξιωθεί ο άνθρωπος να γίνει θεόπτης. Και ξεχνούσαν ότι “εν χορώ”, όπως λέγει ο Προφητάναξ, πρέπει να αινήται ο Κύριος. “Χορεύοντας υμνείτε τον Θεόν”, είναι ένα θέμα, πολύ σύνηθες, σε τοιχογραφίες της εποχής της Τουρκοκρατίας.
Θυμούμαι ιδιαίτερα την αρκετά μεγάλη τοιχογραφία, στο μικρό εκκλησάκι του κοιμητηρίου της ιεράς μονής Γρηγορίου στον Άθωνα. Οι λαϊκές ανδρικές και γυναικείες μορφές μοιάζουν να σέρνουν καλαματιανό, πηδηχτές, πιασμένες με μαντήλια χρωματιστά. Ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του φοβούνται τις κινήσεις του σώματος και του αρνιούνται την πνευματικότητα. Ενυπάρχει βέβαια  κίνδυνος, το γνωρίζει ο Ησυχαστής καλά, και σύγχρονα μας παρέχει κάθε δυνατή οδηγία για να προφυλαχτούμε και να μη μας συνεπάρουν οι δαίμονες. Το είναι, καθώς το σώμα μας ασκείται χορευτικά, πρέπει τελείως να ξεχνιέται μέσα σε μια νοσταλγία υψηλή. Το πράγμα καταλήγει σε μιαν άρνηση της νοσταλγίας από μέρους του Βαρλαάμ, γιατί καταλαβαίνει, πως η νοσταλγία συχνά συνεπάγεται την αποτυχία στο παρόν και η λογική μας είναι φάρος προσηλωμένος αυστηρά μόνο σ’ αυτό». Και καταλήγει: «Μόνο το σώμα που γεννιέται και πεθαίνει, μπορεί να νοσταλγεί. Η ερμηνεία που δίδω στις απόψεις αυτές διαιολογεί και την εξαιρετική θέση, που τείνει να πάρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην παγκόσμια διανόηση του καιρού μας. Στη Γαλλία τον τελευταίο καιρό κυκλοφόρησαν δυο βιβλία για την προσωπικότητα και το έργο του. Χαρακτηρίζεται Χριστιανός Εξιστανσιαλιστής».
Κυρίες και κύριοι, θέλω να ελπίζω πως με τα όσα ως τα τώρα σημείωσα δεν απωλέσαμε τον δρόμο. Εάν, όμως, αυτό έχει συμβεί έχω χρέος να συμποσώσω τα μέχρι τώρα λεχθέντα. Τη σημασία τη μεγάλη στη θεολογική σκέψη του δεύτερου πολιούχου της Θεσσαλονίκης παίζει το σώμα. Είτε αυτό είναι το ανθρώπινο σώμα, είτε το σώμα του Χριστού, τουτέστιν η Εκκλησία, είτε το σώμα του λαού. Θα έλεγα πως ο Παλαμάς με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτει μια λαϊκή θεολογία και μια λαϊκή οντολογία, σωματική οντολογία, που ανοίγει νέους ορίζοντες και μας καλεί σε μια συμμετοχή στο ήδη εγκαινιασμένο στο παρόν εσχατολογικό μέλλον. Όταν μάλιστα, τούτο το σώμα είναι το Πάσχον σώμα, τότε τα πράγματα μεγιστοποιούνται, διότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον ενός υπό εξέταση αντικειμένου, αλλά ενώπιον του ίδιου μας του εαυτού, τον οποίο καθώς λέγει ο παις ζωγράφος, «μας βοηθεί να αισθανθούμε ο υποστηρικτής της νοεράς προσευχή Άγιος».
Εντούτοις, καθώς φαίνεται, η αναπνοή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σε πολλές περιπτώσεις δεν άγγιξε την αναπνοή της νεοελληνικής θεολογίας από την απελευθέρωση και μετά. Πολύ εύστοχα, λοιπόν, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο θιασώτης του αγίου, σχολιάζοντας το θέμα στα 1970, είναι η εποχή που γράφονται κατά κανόνα τα έργα στα οποία αναφέρεται στον άγιο (το πρώτο βέβαια το 1939 όταν η θεολογία αγνοούσε την ύπαρξή του), σημειώνει πως οι νεοέλληνες «βγαίνοντας στον ελεύθερο αέρα μετά την αποκατάσταση σ’ ανεξάρτητο κράτος, μας δημιουργήθηκε μια σειρά ψυχολογικών αντιδράσεων», οι οποίες φαίνεται πως οδήγησαν σε αλλαγές της Γραφής μας σε σχέση με την πριν το 21 γραφή. Τούτες οι αλλαγές της γραφής, σημειώνει ο θεσσαλονικιός, αποτελούν: «το καλύτερο τεκμήριο για την αλλαγή της στάσεως μας έναντι στην παράδοση, για την κάποια απομάκρυνση από την πνευματικότητά της».
Το ερώτημα βέβαια που αμέσως τίθεται είναι, «προς τα πού απομακρυνθήκαμε;». Και η απάντηση έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία∙ κινηθήκαμε προς τη «φυσική μας σύγχυση. Φτάσαμε στο σημείο να νομίζουμε ό,τι ήταν ζωή μας, θάνατο».


[1] Ν.Γ.Πεντζίκη, Επιστροφή, Μητέρα Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 48,49.
[2] Ν.Γ.Πεντζίκη, Θεσσαλονίκη και ζωή, Μητέρα Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 55,56.
[3]Ν.Γ.Πεντζίκη, Θεσσαλονίκη και ζωή, Μητέρα Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 56-57.
[4] Ν.Γ.Πεντζίκη, Ο πεθαμένος και η ανάσταση, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 36.
[5] Ν.Γ.Πεντζίκη, Ελπιδοφόρα παραδείγματα, Προς εκκλησιασμόν, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 68 & Άλλοτε και νυν, Προς εκκλησιασμόν, σ. 30-31.

Πηγή: http://antidosis.wordpress.com


Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Αναζήτηση στο Άγιον Όρος

Αναζήτηση στο Άγιον Όρος (*)

του Βαγγέλη Ντελή


Πήρα το Διαμονητήριο από το γραφείο της Ουρανούπολης. Ένα κίτρινο, σκληρό χαρτί με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα. Είναι το διαβατήριό μου. Γράφει το όνομά μου και ότι έχω δικαίωμα να μείνω μόνο τέσσερις μέρες στο Άγιον Όρος. Είναι ένα γλυκό πρωινό. Πλησιάζοντας στην Ουρανούπολη χάραζε η μέρα. Όμορφα χρώματα στην Ανατολή κι η θάλασσα ντυμένη στο βαθύ ροζ ως το βιολετί. Γαλήνη. Τα πεύκα αγγίζουν τη θάλασσα.
Έφυγα στις 3 νύχτα απ’ την Καρδίτσα. Ένα ταξίδι σιωπηλό μες στο σκοτάδι και τις σκέψεις. Την προηγούμενη μέρα έλαβα εκείνο το γράμμα. Όμορφα γράμματα, προσεκτικά σκαλισμένα, «σαν μικρές ζωγραφιές», που έλεγε η δασκάλα μας στο χωριό. Τον θυμόμουν στο σχολείο να λυγίζει το κορμί του δεξιά, να σκύβει λοξά πολύ χαμηλά και με το αριστερό του χέρι να γράφει προσεκτικά, για να μην αγγίξει τα γράμματα και λερώσει με την υγρή ακόμη μελάνη το χαρτί. «Η γραφή αυτή δεν είναι για αριστερόχειρες!», έλεγε συχνά θυμωμένος, όταν τελικά δεν τα κατάφερνε και μια μουτζούρα σαν συννεφιά σκέπαζε τις μικρές του ‘’ζωγραφιές’’.
«Τετάρτη πρωί κατά τις 8 να είσαι στην Ουρανούπολη. Θα βγάλεις διαμονητήριο. Θα πεις ότι είσαι προσκεκλημένος στη Μονή Αγίου Γρηγορίου. Τους έχω ήδη ειδοποιήσει. Θα πάρεις το πρωινό πλοίο. Στις 8. Δεν είναι ταξίδι, αδερφέ μου. Είναι αναζήτηση. Η δική μου αναζήτηση πριν δυόμισι χρόνια. Το δρόμο θα τον βρεις μόνος σου από κει κι ύστερα. Θα μείνεις τέσσερις μέρες. Μην πεις σε κανέναν ακόμη τίποτε. Θα σε περιμένω. Έχουμε τόσα να πούμε!»

Φύγαμε με το μικρό καράβι απ’ την Ουρανούπολη στις 8. Εκείνο που ξενίζει στην αρχή είναι η πλήρης απουσία γυναικών. Το αντρικό φύλο κυριαρχεί. Παντού άντρες. Και πολλοί καλόγεροι. Πολλές γλώσσες. Οι πιο πολλοί με το ίδιο βλέμμα. Κάπως έτσι λέω θα ‘ναι και το δικό μου. Λίγο βαθύ, λίγο σκεφτικό, λίγο απόμακρο. Σαν ν’ ανοίγει σιγά – σιγά η ψυχή τα παραθυρόφυλλά της κι αφήνει τον ήλιο να σκίσει το σκοτάδι σε μικρές λωρίδες στην αρχή κι ύστερα – όσο συνηθίζουν τα μάτια – να διαχέεται το φως και ν’ αποκαλύπτει το καταφύγιο εκείνο στο βάθος του νου, στο βάθος των συναισθημάτων. Το καταφύγιο της πίστης…
Πλέουμε παράλληλα προς τη στεριά. Βράχια που βουτάνε στη θάλασσα, βράχοι κατάφυτοι, πράσινοι, που αγγίζουν το βαθύ μπλε. Φαίνεται πολύ βαθιά εδώ η θάλασσα! Τα πρώτα μοναστήρια στέκουν ψηλά και μας κοιτούν. Μπαλκόνια στη θάλασσα, χέρια απλωμένα στον ήλιο, φτιαγμένα πέτρινα, όχι όμως σαν κάστρα. Σαν να μαλάκωσαν πρώτα την πέτρα, σαν να την έπλασαν κι ύστερα έχτισαν πάνω της το άβατο, το απόμακρο, το συνειδητό. Τρούλοι λευκοί και χρώματα σαν σκέψεις, φευγαλέα, καλούν, προσκαλούν, γνέφουν ένα «Έλα…» ή ένα «Αντίο…», σαν παράξενες Σειρήνες. Κι ακούω τον ήχο τους στην ψυχή μου. Το βλέμμα μου αγκιστρώνεται πάνω τους. Ζηλεύω και φοβάμαι. Αν είναι λάθος; Και τι είναι εν τέλει σωστό; Αν όλα είναι μάταια; Και ποιος σκοπός δεν είναι μάταιος; Ένας γέρος καλόγερος με πλησίασε. Κρατούσε ένα ματσάκι από μαύρα σταυρουδάκια πλεχτά με κόμπους. Του ζήτησα δύο για τα παιδιά μου. Δεν ήθελε χρήματα. Είχε ένα αληθινό χαμόγελο αυτός ο γέρος. Πυκνά άσπρα φρύδια και μάτια μπλε, σαν της θάλασσας. Όμορφα, άδολα μάτια.
Οι επιβάτες μιλούν τώρα πιο σιγανά. Αρκετοί κοιμούνται. Η θάλασσα ήρεμη, ακύμαντη. Γλάροι ακολουθούν το πληγωμένο νερό. Ο φθινοπωρινός ήλιος ώριμος, μεστός, σκαλώνει στα βράχια, γυαλίζει συμπαγής στο νερό, ταΐζει τα δέντρα, μισοκλείνει τα μάτια μου και με γεμίζει οράματα. Αφομοίωσα τον ήχο του πλοίου και μου φαίνεται πως όλα γίνονται στη σιωπή. Το νερό σκίζεται αθόρυβα κι ο αέρας δεν βουίζει πια. Κοιτώ μακριά και χάνομαι σε σκέψεις. Η ζωή μου ως τώρα, το χθες, το παρελθόν, τα όνειρά μου, οι πληγές μου, οι φτηνές μου πληγές, που γκρίνιαζα σαν παιδί ότι πονάω, πιο πολύ για να μου δείξουν οι άλλοι την αγάπη τους, ένας ζητιάνος ήμουν. Οι στόχοι μου φτηνοί κι αυτοί, να γίνω, να φτάσω, να φτιάξω, να πετύχω, να αποκτήσω. Εδώ το μόνο που γυρίζει στο νου μου είναι να νιώσω, να δω, ν’ ακούσω, ν’ αγγίξω, να πιστέψω… Το γαλάζιο ποτίζει την ψυχή μου. Νιώθω πράγματι πιο ανάλαφρος. Με γητεύει αυτή η αργή κίνηση του πλοίου, αυτή η σιωπή της απομόνωσης. Σαν εξαγνισμός πριν τη μεγάλη στιγμή, σαν μια βάφτιση στα αγιασμένα νερά του περιβολιού αυτού που μ’ αγκαλιάζει τρυφερά.

Φτάσαμε στη Δάφνη, το επίνειο του Αγίου Όρους. Περίμενα να δω μια πόλη ή έστω ένα μεγάλο χωριό. Τίποτε. Λίγα κτίσματα, δυο τρία μαγαζιά με εικόνες, σταυρουδάκια, λιβάνι, μέλι απ’ τα μοναστήρια, κρασί. Παραξενεύουν οι δοσοληψίες εδώ. Νιώθεις το χρήμα σαν εχθρό, κίβδηλο είδος πραγματικά. Δεν αγόρασα τίποτε. Εδώ δεν είμαι τουρίστας. Είμαι προσκυνητής. Ό,τι αποκομίσω θα μείνει μες την καρδιά μου. Πήρα το καΐκι για τη Μονή Αγίου Γρηγορίου. Νιώθω λίγο κουρασμένος και νυστάζω. Παραμένω όμως εντυπωσιασμένος από τον κρυφό τούτο κόσμο και δεν θέλω να χάσω καμιά εικόνα, κανένα συναίσθημα.
Μεσημέριασε. Η θάλασσα λαμπυρίζει ακίνητη. Δίπλα μου κάποιοι συζητούν για φιλοσοφία. Εδώ ο νους καρπίζει εύκολα. Ψάχνει να βρει κάτι, μια λύση, ένα δρόμο, το λάθος, το σωστό. Η πνευματικότητα διάχυτη στα πρόσωπά τους. Υπάρχει πραγματική αλήθεια; Κι εγώ σκεφτόμουν αυτά που λέω στους μαθητές μου στο λύκειο για την Αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα και για τους δεσμώτες, για τις σκιές που έλεγε ο Σωκράτης πως όσοι γεννιούνται με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο τις αντιλαμβάνονται σαν αληθινές και για τους ήχους σαν τις φωνές των σκιών κι όμως πλανώνται κι αν δουν την πραγματική αλήθεια θαμπώνονται, τα μάτια τους γεμίζουν δάκρυα, υποφέρουν κι αυτό που βλέπουν δεν είναι καθόλου ωραίο για τις αισθήσεις τους, που τράφηκαν τόσα χρόνια με το ψέμα και νοσταλγούν την προηγούμενη ζωή της πλάνης κι ας ήταν δέσμιοι. Φοβίζει η αλήθεια πράγματι, θαμπώνει, πονάει. Είμαστε έτοιμοι να τη δεχτούμε; Μπορούμε να την καταλάβουμε; Κι εγώ ταξιδεύω για μια τέτοια αλήθεια. Δεν ξέρω τι θα βρω, αλλά ήδη, πριν φτάσω, νιώθω ένα φως να ξεχύνεται σιγά – σιγά από μέσα μου, σαν να πλημμυρίζει η ψυχή μου. Φοβάμαι τον εαυτό μου. Σαν ένα μικρό παιδί που φτάνει στο χείλος ενός γκρεμού. Έχει μάθει για τέτοιους κινδύνους; Είναι έτοιμο να πει το μεγάλο όχι ή θα προτιμήσει να πετάξει;
Σχεδόν όλοι στο καΐκι είναι καλόγεροι. Αρκετοί είναι νέοι με μαύρα άτακτα γένια και μακριά μαλλιά. Καμιά σχέση με την εικόνα των ιερέων της πόλης που ξέρω. Κι ατίθασοι κάποιοι στο βλέμμα. Σαν να βιάζονται να φτάσουν, να περάσουν τα μονοπάτια, να μπουν στο κελί τους κι εκεί να νιώσουν ελεύθεροι. Τα νερά συνεχίζουν να είναι βαθιά. Σκούρο μπλε παντού. Νιώθω τη βουβή του πίεση, τη δροσερή του ανάσα. Σαν να ξημερώνει και στη ζωή μου. Και είναι μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Κανείς πια δεν μιλάει. Ένα μεγάλο χέρι μας γνέφει με ήπια επιβολή: «Σωπάστε!»…
Τα μοναστήρια, που φαίνονται απ’ το καΐκι, εντυπωσιακά. Στο Ρώσικο πράσινοι ψηλοί τρούλοι. Λένε ότι εδώ υπάρχει η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου. Εξαώροφα κτίρια, χτισμένα με σκουρόχρωμη γκρίζα πέτρα. Θαυμάζω, ίσως και να ζηλεύω αυτούς τους μοναχούς, μα δεν τολμώ να το παραδεχτώ. Θαυμάζω το θάρρος του αναχωρητισμού, ζηλεύω τη γαλήνη τους. Δεν το τολμώ. Βιώνω την αγάπη κι εγώ, μ’ έναν άλλο τρόπο, μα αγάπη πλέρια, αστείρευτη. Ένας κήπος κι η δική μου ψυχή και δυο μικρά αγγελούδια παίζουν στον ίσκιο. Όχι, δεν το τολμώ. Μα θέλω να μυρίσω το άρωμά του και να κρατήσω όσο μπορώ τη γεύση του.
Αριστερά τώρα ορθώνεται περήφανος κι ευθυτενής ο Άθως. Σύννεφα πιο χαμηλά απ’ την κορφή του ρίχνουν τον ίσκιο τους στην πλαγιά κι η κορυφή φαίνεται ν’ αγγίζει τον ουρανό. Εδώ δεν έχει πια δέντρα. Μόνο θάμνοι φυτρώνουν στους βράχους. Αφιλόξενες οι παραλίες. Τα σύννεφα πυκνώνουν στην κορυφή του. Ένα παιδάκι ντυμένο καλόγερος. Απ’ την Αθωνιάδα Σχολή. Δεν ταιριάζει η στολή με τις κινήσεις του, με το βλέμμα του, με το γέλιο του. Ούτε το μαύρο χρώμα. Σπηλιές στην άκρη κι ένα κρυφό ακρογιάλι. Συνεχόμενες χαράδρες κόβουν το βουνό και δέντρα κρύβουν τα ποτάμια της βροχής. Ένας βράχος σκίστηκε και γέρνει προς τη θάλασσα, μα δεν πέφτει, μόνο ίσκιο χαρίζει και δέος.
Μονή Σιμονόπετρας. Εντυπωσιακή! Προέκταση του βράχου προς τον ουρανό. Σαν χέρια που δέονται. Αψηφά τον κίνδυνο, νικά το γήινο και εξαϋλώνεται. Ένα δελφίνι έσκισε βιαστικά τα νερά και χάθηκε. Όμορφη κι η ζωή, σκέφτηκα. Σταματήσαμε στο μικρό λιμάνι την Μονής. Κατέβηκαν τρεις καλόγεροι. Νέοι κι οι τρεις. Τους αγκάλιασε ένας ηλικιωμένος με ξεβαμμένο ράσο που τους περίμενε. Κίνησαν κι οι τέσσερις αργά βαδίζοντας για το μοναστήρι. Μαύρο, πράσινο, λευκό, γκρίζο, μπλε κι όλα γαλήνια. Τι κόσμος είναι αυτός! Επόμενη στάση Άγιος Γρηγόριος. Κάπως έτσι θα μας μοιράζουν κι όταν φύγουμε απ’ τη ζωή… Ωραία θα ήταν! Θα ‘θελα να κατέβω στο τέρμα.
Σε μισή ώρα φτάσαμε στο μοναστήρι. Δεκάδες πάσσαλοι κρατούν τα κελιά πάνω απ’ τη θάλασσα. Αψηφούν τη βαρύτητα, τον κίνδυνο, το φως. Νιώθω δέος που τα κοιτάω. Κρατιούνται στη ζωή απ’ το άγγιγμα των βράχων κι απ’ το κοίταγμα του ουρανού, ένα με τον άνεμο, κι η θάλασσα σιγοτρώει το ξύλο και τρίζει τις νύχτες και μαυρίζει, μα αντέχει, κι άλλοτε πάλι σίγουρα πονά, μα κι ελπίζει. Τι νόημα έχει η ζωή αν όλο φτιάχνεις κι επισκευάζεις και ποτέ δεν σου φτάνουν; Εδώ η απλότητα βαδίζει χέρι – χέρι με το μεγαλείο. Απλή μα απρόσιτη η ομορφιά και συνάμα ζεις μέσα της, ομορφαίνεις κι εσύ ετούτον τον τόπο με τη δικιά σου παρουσία.
Λειασμένες οι πέτρες στα σκαλοπάτια απ’ τα χρόνια, απ’ τους χειμώνες και τα τόσα βήματα που φιλοξένησαν. Μεγάλα, πλατιά σκαλοπάτια κάνουν υποφερτό τον ανήφορο. Μια μεγάλη ξύλινη πόρτα στην είσοδο του μοναστηριού, με σκουριασμένες μεταλλικές ταινίες. Είναι από κείνες τις πόρτες με τα τεράστια κλειδιά, που φύλαγαν το καστρομονάστηρο τα βυζαντινά χρόνια απ’ τους πειρατές. Τώρα γερασμένη μας καλωσορίζει αυτή πρώτη. Ύστερα μια χαμηλή καμάρα, σκοτεινή κι αμέσως μετά το αίθριο του μοναστηριού, τυλιγμένο στο φως. Ένα πολύ μεγάλο κυπαρίσσι σαν λόγχη σημαδεύει τον ουρανό.
Τακτοποιήθηκα στον ξενώνα. Είχα λίγο χρόνο στη διάθεσή μου. Είπα να ξαπλώσω, αλλά το μετάνιωσα. Βγήκα στην αυλή. Όλα με τάξη. Και πουθενά μια κάποια παρουσία να δείχνει πώς γίνονται όλα στην εντέλεια. Έβλεπα κάτι ίσκιους να κινούνται αθόρυβα. Ένιωθα ξένος, αταίριαστος. Μα έλπιζα να τον δω ξαφνικά, ν’ ακούσω τη φωνή του, να νιώσω τον αέρα που θ’ αναδεύει απ’ την παρουσία του. Φαντάστηκα τα δικά του χέρια να βάφουν στον ασβέστη τον κορμό του κυπαρισσιού, να τακτοποιούν τον κήπο, να φροντίζουν τα λουλούδια. Τίποτε. Σιωπή πιο βαριά απ’ την αναμονή. Γύρισα στο δωμάτιο. Ένα στενό κρεβάτι κι ένα σκληρό στρώμα μου θύμισαν ότι κάποιες απολαύσεις δεν πρέπει να επιβιώσουν εδώ. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου.
Ο εσπερινός ήταν κατανυκτικός. Οι καλόγεροι έψελναν, ο καθένας από διαφορετική θέση. Ψαλμωδία αβίαστη, αρμονία να ξεχύνεται απ’ τα χείλη τους και να γεμίζει το χώρο. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα με σκηνές απ’ την κόλαση και τη Δευτέρα Παρουσία. Το τέμπλο πλούσιο ξυλόγλυπτο. Οι θρόνοι ως την τελευταία λεπτομέρεια δουλεμένοι. Μια ομορφιά ξεχωριστή, μια καλλιτεχνική δημιουργία ανιδιοτελής, μια προσφορά ψυχής, έμπνευση στα όρια του μυστικιστικού, του απρόσιτου. Βλέπεις το χέρι των παλιών τεχνιτών να λειαίνει το μάρμαρο, να σκαλίζει το ξύλο, να ζωγραφίζει τους τοίχους και το βλέμμα τους βαθύ, σαν των αγίων, ένα μαζί τους.
Προσκύνησα τα άγια λείψανα. Το χέρι του Αγίου Δαμιανού – είχαμε τάξει τα παιδιά στους Αγίους Αναργύρους, ο γιος μου ο Αλέξανδρος λέγεται και Δαμιανός – το χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Ανέδιδαν ένα ξεχωριστό άρωμα. Κάπως έτσι θα μυρίζει η αθανασία. Προσκύνησα με ευλάβεια, χωρίς να κλείσω τα μάτια μου. Κόκαλα στο χρώμα του σκούρου ξύλου. Μετά το δείπνο, αλάδωτη μανέστρα με ντομάτα φρέσκια, ελιές, μαύρο ψωμί, μήλο με σταφύλια και στο τέλος λίγα κόλλυβα.
Ζήτησα να δω τον ηγούμενο. Ήταν πολύ άρρωστος. Ωστόσο με δέχτηκε. Πήγα μ’ ένα σωρό ερωτήσεις έτοιμες να ειπωθούν. Μόλις τον είδα δεν ρώτησα τίποτε. Δεν μπόρεσα. Μου φάνηκε πολύ φτηνό να ρωτώ μες στην αγωνία έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο για τον αδερφό μου και την αναζήτησή μου σ’ αυτό το υπέροχο μέρος. Ήταν μεγάλη χάρη και ανείπωτη τύχη που με δέχτηκε. Μου έδωσε την ευχή του. Το δέρμα στο χέρι του, όταν το φίλησα, ήταν πολύ απαλό και μύριζε όπως τα άγια λείψανα. Μου μίλησε λίγο. Μου είπε να προσεύχομαι, να κοιτάζω την αιώνια ζωή, όχι την εφήμερη. Όποιος κι αν μου το έλεγε αυτό θα γελούσα, όμως αυτός πέθαινε κι είχε το θάρρος να δίνει συμβουλές, δεν ήταν καθόλου φοβισμένος, όχι, ίσως και ν’ ανυπομονούσε να πεθάνει. Ο θάνατος είναι το πέρασμα σε μια άλλη ζωή. Τον πίστεψα, τον ζήλεψα. Σαν φίλος με τη ζωή, με το θάνατο, με τη συνείδησή του, με τους φόβους του. Δεν τον ρώτησα για το λόγο που επισκέφτηκα το μοναστήρι. Θυμήθηκα τα λόγια στο γράμμα. «Μην ρωτήσεις για μένα. Άσε τα βήματά σου να σε οδηγήσουν. Άσε την ψυχή σου ελεύθερη ν’ ακολουθήσει τα αέρινα μονοπάτια και θα με βρεις…». Ας νιώσω λοιπόν, ας συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι κι ίσως τον δω να με κοιτάζει από ώρα. Αυτό έπρεπε να κάνω, να συνηθίσω τα μάτια μου σε τούτο το σκοτάδι. Ή μήπως σε τούτο το λαμπερό φως;
Κάτω από μια μεγάλη καρυδιά στο πίσω μέρος της μονής μας μίλησε ένας μοναχός για τη θρησκεία. Δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγε, όσο το πόσο πολύ τα πίστευε. Η έκφρασή του γαλήνια. Κι εγώ ψάχνω και ψάχνω και πάντα είμαι στην αρχή και δεν βρίσκω νόημα και με πιάνει πανικός. Νιώθω τη ζωή μου να γλιστρά, να φεύγει, να χάνεται και δεν έχω λόγο ύπαρξης, κάτι για το οποίο να παλέψω. Τι μονοπάτι να ‘ναι αυτό της πίστης; Μέσα στην όλη ματαιότητα μήπως τελικά είναι η μόνη αλήθεια; Έπιανα κάποιες στιγμές τον εαυτό μου να ξεφεύγει απ’ τη συζήτηση και να κοιτά το ηλιοβασίλεμα. Η θάλασσα μάτωσε. Ξύπνησε πάλι μέσα μου ο ποιητής. Πόσες φύσεις έχω; Και πρέπει να συγκρούονται συνεχώς; Η ψυχή μου ένα σπίτι γεμάτο περιστέρια. Φτάνει ένας θόρυβος, μια ξένη παρουσία, μια καινούργια παρουσία να ταράξει τα πουλιά και να γεμίσει από άτακτα φτερουγίσματα. Κι όταν όλα κατασταλάζουν, πρέπει να μένω σιωπηλός, να μην χαλάσω τη γαλήνη. Μα αυτή την ψυχή κληρονόμησα, πλούσια, γεμάτη ζωή και χρώματα. Όχι, δεν ζηλεύω τελικά την ασυνειδησία, την αναισθησία, την τάξη, την ισορροπία, όχι! Φύση δική μου είναι η ματαιοπονία, η ματαιοδοξία, το ταξίδι στο γύρο του άβατου, η παρατήρηση, η ενδοσκόπηση, η ενατένηση, η έμπνευση, η μοναξιά ίσως, η ηθελημένη μοναξιά, η δημιουργία κι ο πόνος ίσως… Χρέος μου να ψάχνω, ν’ ανακαλύπτω, ν’ αποκαλύπτω, να συνθέτω κι ας αποσυντίθεμαι.
Εξομολογήθηκα στον πατέρα Πανάρετο. Έκλαψα. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Στο παρεκκλήσι δυο κεριά μονάχα αναμμένα. Ησυχία. Η φωνή μου σπασμένη. Οι άγιοι με κοιτούσαν στα μάτια και περίμεναν. Ο πατέρας Πανάρετος κοιτούσε χαμηλά και μετρούσε το κομποσκοίνι του. Του τα ‘πα όλα. Ζήτησα συγχώρεση. Μου είπε πως δεν φταίω. Επέμεινα. Ζήτησα να συγχωρήσει και τους άλλους, που χάλασαν τη ζωή μου και τη ζωή των παιδιών μου. Μου είπε να μην κοιτάζω πίσω. Να ξαναπαντρευτώ, να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Τότε με κοίταξε στα μάτια. Τα δικά του ήταν γαλανά, βυθισμένα σε μαύρες κόγχες. Είδα τη ζωή μου ξανά όμορφη. Μια νέα αρχή, αυτό χρειαζόμουν. «Η ζωή είναι μπροστά σου, μου είπε, και σου χρωστάει πολλά». Ξαφνικά γέμισα φως, ένα φως ζεστό κι ο άνεμος κόπασε. «Τη χάρη του θεού, έλεγε, αυτή να βρεις, ξέρεις τον τρόπο. Να την ψάξεις μέσα σου». Η χάρις του θεού… Πριν δέκα χρόνια την κατέκρινα αυτή τη φράση, αυτό το περιεχόμενο. Τη θεωρούσα εντελώς κενή, ακατάληπτη. Ζητούσα αποδείξεις για την ύπαρξη του θεού. Τώρα ήρθα εδώ συντετριμμένος και ταπεινωμένος. Ίσως τελικά βρήκα την απόδειξη που ζητούσα.

Κοντεύει 9:30. Όλοι έχουν πέσει για ύπνο. Είμαι από τις 3 τα χαράματα στο πόδι. Θα ξυπνήσω πάλι στις 3. Κάθομαι στο αρχονταρίκι μόνος μου και γράφω όλα αυτά. Προσπαθώ να προλάβω τις σκέψεις μου. Εδώ πράγματι το πνεύμα καρπίζει. Δεν υπάρχει κάποια πρόκληση, κάποια αμφιβολία, κάτι έστω που να σε αποσπάσει. Ο καλύτερος χώρος για πνευματική εργασία. Έξω η θάλασσα ανασαίνει αργά. Στην άκρη ο αφρός αιχμαλωτίζει λίγο φως του φεγγαριού και το παίρνει μαζί του βαθιά να στολίσει το βυθό. Δεν πρέπει να ξεχάσω τίποτε. Ούτε να χάσω το αίσθημα που νιώθω εδώ, σ’ αυτή την ξέχωρη γωνιά της ζωής.
Ξύπνησα μόνος μου στις 2.30 και δεν ξανακοιμήθηκα. Στις 3.00 ακούστηκε ο ξύλινος ήχος του τάλαντου. Ένα κάλεσμα χρέους μες στη νύχτα, μες στη ζωή. Σηκώθηκα αβίαστα. Ήμουν ξεκούραστος, έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Όπως όταν πρόκειται να ζήσεις ένα μυστήριο, καταβάλλεται η κόπωση του σώματος απ’ την επιθυμία της ψυχής. Πήγα στη Θεία Λειτουργία. Μόνο ένα καντήλι αναμμένο. Στην αρχή σκοτάδι. Δεν έβλεπα τίποτε. Έβρισκα ψηλαφιστά τις εικόνες, για να χαιρετήσω. Όταν συνήθισαν τα μάτια μου, παρέμεινα ακίνητος, μέρος κι εγώ του μυστηρίου και της σιωπής.
Οι καλόγεροι έψελναν μες απ’ τους ίσκιους. Οι γεροντότεροι με τα άσπρα γένια φαινόταν λίγο πιο καθαρά. Λόγια απαλά, γλυκά, ψαλμωδία αρμονική. Κάθε φορά που σηκωνόμουν ακουγόταν ο τριγμός απ’ το ξύλινο παγκάρι. Σηκωνόμουν έτσι αργά, σχεδόν αθόρυβα και καθόμουν το ίδιο αργά. Για ώρα πολλή έμενα όρθιος. Δεν ένιωθα κούραση.
Σε μια στιγμή έφυγαν όλοι σχεδόν οι καλόγεροι κι επέστρεψαν όλοι μαζί, όταν βγήκε το ‘’Μετά Φόβου’’ και μετέλαβαν ευλαβικά. Έπαιρναν αντίδωρο κι έπιναν νερό από ένα μεταλλικό ποτήρι από μια λεκάνη, μεταλλική κι αυτή. Η ώρα πέρασε πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα. Δεν κοίταξα ούτε μια στιγμή το ρολόι. Κάπου – κάπου σχεδόν μ’ έπαιρνε ο ύπνος έτσι όπως ήμουν σκυφτός και τα λόγια της Λειτουργίας γινόταν άλλη γλώσσα, γέμιζε παραισθήσεις ο χώρος κι ύστερα πάλι επανερχόμουν.
Χάραξε η μέρα. Απ’ τα μικρά παράθυρα του τρούλου έβλεπα το πρωινό να κρυφοκοιτάζει. Όταν βγήκαμε έξω, ήταν πια μέρα. Κοίταξα πάλι με αγωνία γύρω μου. Μια ξέχωρη κίνηση περίμενα, έναν αλλιώτικο ήχο, ένα νεύμα. Τίποτε. Αφέθηκα. Πήγα στην τραπεζαρία μαζί με τους υπόλοιπους επισκέπτες της Μονής. Φάγαμε ψάρι και πατάτες. Είχε και κρασί κόκκινο, δυνατό, δικό τους. Ήπια δυο ποτήρια. Ένας μοναχός διάβαζε κατά τη διάρκεια ένα κήρυγμα για το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίζει ο σωστός χριστιανός την αρρώστια. Έπεσα με λαιμαργία στο φαγητό. Πεινούσα…
Πήγα στο αρχονταρίκι. Ρώτησα τον αρχοντάρη τι να κάνω. Εκείνος μου είπε ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο στη Μονή Αγίου Γρηγορίου. Θα πήγαινα ξανά στη Δάφνη κι από κει στη Μονή Ξενοφώντος. «Πήγαινε εκεί με την ευχή του Θεού, μου είπε, όλα έχουν το νόημά τους. Κανέναν δεν χάνει ο Θεός. Θα βρεις αυτό που ζητάς».
Σε λίγο ήμουν στο μόλο και περίμενα το καραβάκι. Κοπάδι τα ψάρια στην άκρη. Τα τάισα λίγο ψωμί που είχα πάρει για το δρόμο. Κελαηδίσματα εξαίσια πουλιών. Οι καλόγεροι φορούν τα παλιά τους ράσα και φεύγουν για τις δουλειές τους. Κάποιοι δόκιμοι φωνάζουν και γελάνε. Εγώ με το σάκο μου έτοιμος να φύγω. Ήρθα, είδα, ένιωσα. Δεν θα ξεχάσω. Νυστάζω αφόρητα. Θα είμαι πολύ χλωμός τώρα κι αξύριστος. Δεν με νοιάζει. Νιώθω όμορφα. Αυτό μου φτάνει.
Η Μονή Ξενοφώντος είναι απ’ τις πιο παλιές στο Άγιο Όρος. Χτισμένη το 980 περίπου. Βρίσκεται δίπλα απ’ τη θάλασσα κι απ’ τα παράθυρα νιώθεις την ανάσα της. Εργασίες γινόταν, όταν έφτασα. Μια μπόρα είχε κατεβάσει πολλή λάσπη απ’ το βουνό και προσπαθούσαν να καθαρίσουν τους δρόμους και την προβλήτα. Κατεβήκαμε πέντε προσκυνητές. Πολύ πρόσχαρος ο αρχοντάρης κι εδώ. Μου έφτιαξε καφέ και με κέρασε λουκούμι και τσίπουρο. Νύσταζα πολύ. Πήγα στο δωμάτιό μου. Ως τις 4.00 που είχε εσπερινό είχα αρκετό χρόνο. Πώς αντέχουν αυτοί σε τέτοιους ρυθμούς;
Κοιμήθηκα αμέσως και ξύπνησα μέσα σε παραισθήσεις. Η ώρα σαν ένας χτύπος πέρασε. Σήμανε εσπερινό. Σηκώθηκα. Ήμουν με τα ρούχα μου, ξεσκέπαστος. Ζήτησα να μιλήσω με κάποιον μοναχό. Ήρθε ο πατέρας Λουκάς, ένας χαμογελαστός άνθρωπος, λεπτός και ψηλός, με πολύ μακριά μαύρα γένια. Μου είπε να τον ακολουθήσω στο ιερό κατά τη διάρκεια του εσπερινού. Πέτρινη η Άγια Τράπεζα κι ο εσταυρωμένος δίπλα μας ν’ ακούει. Ο πατέρας Λουκάς είναι απ’ τη Λάρισα. Το τοπικό στοιχείο μετράει σε ξένα μέρη. Γνώριζε τον πνευματικό μου, τον πατέρα Σεραφείμ. Ένιωσα μεγάλη οικειότητα μαζί του, σαν να τον ήξερα χρόνια. Μιλήσαμε για τις δυσκολίες της ζωής, πώς φωλιάζει και θρέφεται το μίσος μέσα μας, πώς ξεχειλίζει κάποιες φορές και δεν μπορούμε να το νικήσουμε. Του μίλησα για τη δικιά μου ζωή. Ζήτησα κι απ’ αυτόν συμβουλές, έστω τη γνώμη του. Εδώ μέσα έμαθα τόσο γρήγορα να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Με κοίταξε στα μάτια. «Όλα είναι σχέδια του Θεού, μου είπε, κανέναν δεν αδικεί. Έχει το σκοπό του. Δες πιο μακριά…». Και πράγματι είδα κάπου την ευτυχία ν’ ανθίζει κι ένα πρόσωπο όμορφο κι άδολο να με κοιτά και να λάμπει. Εκεί πίσω απ’ την Άγια Τράπεζα, μες στην κατάνυξη του εσπερινού, δίπλα απ’ αυτόν τον άγνωστο μέχρι πριν λίγο καλόγερο, κάτω απ’ το βλέμμα του Χριστού, ένιωθα να παίρνω τέτοια δύναμη, να βρίσκω αυτό που πράγματι χρειαζόμουν, να βλέπω καθαρά, απαλλαγμένος απ’ το μίσος που με τύφλωνε τόσο καιρό, να βάζω νέους στόχους και να παλεύω για τους ανθρώπους που πράγματι το αξίζουν. Για ένα ξέφωτο ταξιδεύω και ήδη βλέπω τον ήλιο να τρυπά τα σύννεφα και να μου δείχνει τον προορισμό μου, το ξέφωτο της νηνεμίας και της λάμψης, της γαλήνης και της πλήρωσης, της δικαίωσης, της υπομονής και της πίστης.
Μετά το απόδειπνο με φώναξε ο αρχοντάρης και μου είπε πως την επόμενη μέρα θα πήγαινα στη Μονή Δοχειαρίου με τα πόδια από ένα μονοπάτι, μετά το φαγητό. Εκεί να προσκυνήσω και να ζητήσω να μιλήσω με τον πατέρα Ευφραίμ. Εκείνος θα μου έδινε ίσως κάποιες πληροφορίες για τον αδερφό μου. Τον ευχαρίστησα. Έπαψα πια να ρωτώ. Ένιωθα να κινούνται όλα από ένα αόρατο χέρι. Περίττευαν οι ερωτήσεις και οι απορίες.

Στη συνέχεια με οδήγησαν μαζί με κάποιους άλλους προσκυνητές στον πρόναο και μας έδειξαν τα ιερά λείψανα της Μονής. Τίμιο ξύλο και το δεξί χέρι του Αγίου Γεωργίου. Από μικρός θαύμαζα αυτούς τους αγίους πολεμιστές που σκότωναν εχθρούς και δράκους. Ξεχώριζαν απ’ τους άλλους σκελετωμένους αγίους, που ήταν συνήθως μεγάλης ηλικίας. Αυτοί ήταν ήρωες, δυνατοί και ρωμαλέοι. Πράγματι ένιωθα σαν ένα παιδί που μπαίνει στις σελίδες του παραμυθιού που διαβάζει και χάνεται σε μια χώρα μαγική. Μου άρεσε πολύ μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου εφίππου, με πολλές αποχρώσεις του κόκκινου χρώματος και πολλές λεπτομέρειες. Ξέφευγε απ’ την κλασική τεχνική των αγιογράφων και προσέγγιζε τη ζωγραφική της Αναγέννησης.
 Η θάλασσα ακούγεται στο δωμάτιό μου δυνατά. Ένα ελαφρό αεράκι ριγά το πέλαγος και γίνεται ανάσα, στεναγμός κι αγκαλιά. Λείες οι πέτρες στην ακρογιαλιά και πολύχρωμες, μεγάλες σαν γλυπτά. Λίγη φαντασία χρειάζεται μονάχα. Βγήκα σ’ ένα στενό μπαλκόνι. Μόνος μου. Εγώ, ο ουρανός, η θάλασσα, ο αέρας, ο ήχος απ’ τα κύματα, κι ο άλλος, ο σιωπηλός ήχος απ’ τις προσευχές των μοναχών. Ένα κομμάτι, ένα τόσο δα μικρό κομμάτι της αιωνιότητας κι εγώ αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι απαραίτητος, μα τη βιώνω. Μια φώκια φάνηκε κοντά στην ακτή. Χάθηκε. Ξαναφάνηκε λίγο πιο δυτικά. Μπήκε στη γραμμή του ήλιου που βασιλεύει, έγινε κόκκινη κι αυτή. Σαν ένα μήνυμα, σαν μια ελπίδα. Η ζωή κι η μαγεία, το τώρα και το πάντα. Νιώθω πως όλα με κοιτούν. Χιλιάδες μάτια καρφωμένα πάνω μου περιμένουν. Μα εγώ δεν βιάζομαι πια. Αρχίζω να νιώθω το μυστήριο της ζωής, ν’ αναπνέω απ’ το μυστήριο της ζωής. Να ψάχνω τα μυστικά σημάδια που τόσα χρόνια δεν τα ‘βλεπα, τυφλός εν τη αγνοία μου. Και γεμίζει η ψυχή μου εικόνες και συναισθήματα. Οι σκέψεις παραταγμένες η μια δίπλα στην άλλη. Κι είναι όλες όμορφες, όπου κι αν κοιτώ, όλες βουτηγμένες στην κόκκινη γραμμή του ήλιου, που είναι λέω πιο ζεστή η θάλασσα εκεί απ’ τον ήλιο που σβήνει μέσα της.
Νύχτωσε πια. Τώρα ο ήχος των κυμάτων επιβάλλεται, γίνεται η ανάσα της νύχτας, αφομοιώνεται σιγά – σιγά. Θα με κρατάει απ’ το χέρι στα όνειρα, εκεί που θα ξαναγίνω παιδί και θ’ ακούσω και πάλι τη φωνή του σαν ηχώ της δικιάς μου φωνής, θα νιώσω τον αέρα της παρουσίας του, θα δω εκείνα τα βαθιά μάτια που μελαγχολικά κοιτούσαν κι έψαχναν από κάπου να πιαστούν. Και θα χαθώ μαζί του, όπως χανόμουν κάθε βράδυ αυτά τα χρόνια της απουσίας του, που το ‘νιωθα πως ζούσε, ένιωθα να φτερουγίζει η ψυχή μου, ήξερα πως ήταν καλά και περίμενα το δικό του κάλεσμα. Αν είχε χαθεί θα το ένιωθα σαν μαχαιριά στο στήθος μου, όπως τότε, εκείνο το βράδυ που δάκρυσα ξαφνικά και πόνεσα σαν να σκίστηκε κάτι μέσα μου κι ύστερα εκείνο το τρελό χτύπημα του τηλεφώνου κι η αλλόκοτη φωνή και λίγο μετά τον βρήκα στο διάδρομο του νοσοκομείου να κρατά σφιχτά με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, να κλαίει και να σπαράζει, μέχρι που πήγα δίπλα του και τον αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη μήπως πάρω λίγο απ’ το δικό του πόνο και σφίχτηκε πάνω μου και ψιθύριζε μες τους λυγμούς του «Πες μου πως δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Δεν μπορεί να χάθηκαν κι οι δυο τους έτσι σε μια στιγμή…Ό,τι είχα, ό,τι έχτιζα τόσο καιρό, ολόκληρη η ευτυχία μου, τα αγαπημένα μου μάτια… Ποιος αποφασίζει για τη δική μας ζωή; Για τη δική μας ευτυχία;»
Ο Ηγούμενος της Μονής Ξενοφώντος έχει καταπληκτική φωνή κι όταν ψέλνει, γεμίζει το καθολικό ως πάνω. Ένας γέροντας με μακριά κάτασπρα γένια και βλέμμα αυστηρό, που αφήνει από κάτω την καλοσύνη να ξεχειλίζει. Μα όταν ψέλνει, σε κάνει να ριγάς, γεμίζει την ψυχή σου που φτερουγίζει. Φωνή γλυκιά και όμορφη, στεντόρεια, σταθερή και στιβαρή, μα πάνω απ’ όλα αισθαντική, πηγαία, αβίαστη, αρμονική με το χώρο, αποδίδει καθαρά τα λόγια του ύμνου μα και το πνεύμα του, τις βαθύτερές του προεκτάσεις, χαϊδεύει τις εικόνες, το μαρμάρινο τέμπλο και φεύγει προς τον ουρανό. Μειλίχια φωνή, ένα χάρισμα αφιερωμένο στο μοναδικό δωρητή.
Μετά τη Θεία Λειτουργία είχε παράκληση κι ύστερα τράπεζα. Δυνατό κόκκινο κρασί συνόδευε το φαγητό. Μας έδειξαν ένα πραγματικά εντυπωσιακό μουσείο μνημείων της Μονής, που το καθένα είχε τη μοναδικότητά του. Τα δύο μεγαλύτερα φορητά ψηφιδωτά που σώζονται με παραστάσεις του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Εικόνες ενός αγιογράφου Αντωνίου, που είχε μια παράξενη τεχνική φωτοσκίασης από τα αριστερά και πάνω κι ένιωθες τους Αγίους σαν να βγαίνουν απ’ το σκοτάδι. Ή μήπως αποσυρόταν στο σκοτάδι; Είδαμε σπάνια χειρόγραφα χιλίων και παραπάνω ετών με τις υπογραφές αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, τα ονόματα των οποίων συχνά τα αναφέρω στο σχολείο, στο μάθημα της Ιστορίας. Είδαμε έναν ολόχρυσο σταυρό με εξαιρετική τεχνική και λεπτομέρειες που προκαλούν το θαυμασμό, που φτιάχτηκε στα Γιάννενα το 18ο αιώνα. Είναι ωραίο ν’ αφήνεις κάτι πίσω σου, κάτι που να προκαλεί συναισθήματα και θαυμασμό και να ζεις έτσι κι εσύ μέσα απ’ αυτό, σαν να ταξιδεύεις στην αιωνιότητα. Πολλές φορές το σκέφτηκα… Είμαστε ξεχωριστοί, γιατί έχουμε τη λογική, μα το ταλέντο και η αυταπάρνηση είναι αυτό που διακρίνει τους σπάνιους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή μας τυχαίνει. Μπορούμε να τη ζήσουμε όπως τη θέλουμε, μπορούμε και να τη χαλάσουμε αν θέλουμε, μα είναι μόνο μια ζωή. Και υπάρχουν κάποιοι που δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτε, γιατί ζουν με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο. Θυμάμαι είχα γράψει κάποτε:
«Κι αυτό είναι το χειρότερο να μην μπορέσεις να κάνεις ούτε ένα σωρό με πέτρες σαν τάφο στη ζωή σου…»
Βάδισα παραλιακά για τη Μονή Δοχειαρίου. Μεγάλες πολύχρωμες πέτρες στην άκρη της θάλασσας. Πήρα μετά ένα μονοπάτι. Μικρές ξύλινες πινακίδες με οδηγούσαν. Πέρασα ανάμεσα από ελιές και σκόρπιες καρυδιές και συκιές. Έφτασα περίπου μία ώρα μετά. Όλοι οι καλόγεροι που είδα εκεί ήταν υπερβολικά αδύνατοι και κουρασμένοι. Φαινόταν στα μάτια τους. Με κέρασε ένας γέρος πολίτης τσίπουρο και λουκούμι. Ζήτησα να πάω στο ναό. Ήρθε ένας νεαρός καλόγερος μαζί μου. Καταπληκτικές αγιογραφίες του 16ου αιώνα της Κρητικής Σχολής. Ολόκληρος ο τοίχος του νάρθηκα με μια παράσταση φυτού που έκανε καμπύλες και σε μικρούς κύκλους που σχηματιζόταν ήταν μορφές Αγίων. Στον κυρίως ναό δύο μεγάλες εικόνες της Παναγίας με πολλά χρυσά αφιερώματα, θαυματουργές και οι δυο. Ζήτησα απ’ το μοναχό να μ’ αφήσει να τις φωτογραφίσω. Αρνήθηκε. Επέμεινα να φωτογραφίσω τουλάχιστον τη μεγάλη τοιχογραφία του πρόναου. Αρνήθηκε και πάλι μ’ έναν πολύ γλυκό τρόπο που με αφόπλισε. Είπα μόνο «Επομένως, για να ξαναδώ αυτή την τοιχογραφία, πρέπει να ξανάρθω…». Συμφώνησε, χαμογελώντας ταπεινά και κοίταξε χαμηλά.
Έχει ένα πηγάδι έξω απ’ το ναό. Φτάνει πολύ βαθιά και βγάζεις αγίασμα μ’ έναν κουβά. Ήπια κι έβρεξα και το πρόσωπό μου. Όλα πέτρινα εδώ. Στενοί δρόμοι, τοίχοι ψηλοί. Όμορφο μοναστήρι. Ήμουν μόνος μου. Έβγαλα κρυφά μια φωτογραφία το πηγάδι. Ήθελα κάτι να δένει τις αναμνήσεις μου μ’ αυτό το μέρος. Κοίταζα γύρω μου. Κι εδώ σιωπή. «Τι ψάχνω, σκεφτόμουν, τι κάνω εδώ; Ξέρω πως είναι καλά. Δεν χρειάζεται ίσως να τον δω. Και πιθανόν να μην τον δω. Μου φτάνει που επικοινώνησε μαζί μου. Θα το πω και στους γονείς μας να πάψουν πια να τον θρηνούν».
Ζήτησα απ’ το νεαρό μοναχό να μιλήσω με τον πατέρα Ευφραίμ. Μου είπε να περιμένω στο αρχονταρίκι. Μετά από δέκα περίπου λεπτά ήρθε ένας γέροντας με πυκνά πάλλευκα γένια, σαν εκείνον το γερό-χρόνο στα βιβλία του Δημοτικού. Τα φρύδια του σηκωνόταν στις άκρες και το μέτωπό του βαθύ, ανάγλυφο. Τον χαιρέτησα. Το χέρι του σκληρό και ροζιασμένο σαν του παππού μου, που πέρασε όλη τη ζωή του με τον κασμά και το λισγάρι. Και η φωνή του ταίριαζε στην όψη του, βαριά κι επιβλητική.
«Του μοιάζεις τόσο πολύ, μου είπε. Έτσι ήταν κι εκείνος. Σαν να τον βλέπω τώρα μπροστά μου».
«Γνωρίσατε τον αδερφό μου; Ρώτησα γεμάτος αγωνία. Πότε; Πώς ήταν; Πού βρίσκεται τώρα;»
«Εγώ τον κράτησα στο μοναστήρι για ένα περίπου μήνα. Πονούσε πολύ. Ήταν ένα πληγωμένο αγρίμι. Περάσαμε ώρες πολλές συζητώντας. Το μίσος τον έτρωγε. Αν έβγαινε έξω, θα σκότωνε και θα καταστρεφόταν η ψυχή του. Εδώ ημέρεψε. Βρήκε το καταφύγιό του και τη γαλήνη που του έλειπε. Τον έστειλα και σ’ άλλα μοναστήρια. Μετά έμαθα ότι ήταν δόκιμος στη Μονή Ξηροποτάμου. Ήμουν και στη χειροτονία του».
Κοίταξα ξανά τα χέρια του. Ήθελα να τα σφίξω και να τα φιλήσω.
«Μου είχε πει ότι έφυγε χωρίς να σας πει πού πάει. Του ζήτησα επανειλημμένως να σας ειδοποιήσει. Δεν θέλησε. Το είδε σαν δοκιμασία. Δεν ήθελε άλλους δίπλα του κι εσείς θα τον μπερδεύατε. Παράξενος ο Θεός! Μεγάλη η χάρη του, πολλοί οι δρόμοι για να βρεις την πίστη σου!»
Πολύ βαθιά και σφαιρική παιδεία είχε αυτός ο γέροντας. Χωρίς να ξεφεύγει απ’ τη γραμμή της πίστης του, απαντούσε σ’ ό,τι κι αν τον ρωτούσα. Καταγόταν από Πολίτικη οικογένεια, μοναχοπαίδι, πλούσια πολύ η οικογένειά του. Τα παράτησε όλα κι από είκοσι δύο χρονών ήρθε στο μοναστήρι. Όλοι τον θεωρούσαν άγιο άνθρωπο και πράγματι όλα ισορροπούσαν γύρω του.
Έπρεπε να επισκεφτώ τη Μονή Ξηροποτάμου. Κοίταξα στο διαμονητήριο. Δεν έγραφε κάτι. Την επόμενη όμως μέρα θα έπρεπε να αναχωρήσω. Η Μονή Ξηροποτάμου θα ήταν ο τελευταίος μου σταθμός. Έφυγα το πρωί ξανά από τη Μονή Ξενοφώντος για τη Δάφνη κι από κει με τα πόδια περίπου μια ώρα δρόμος. Ένιωθα ότι είχα πια καιρό στο Άγιον Όρος. Ο αρχοντάρης με δέχτηκε πολύ ευγενικά.
«Μπορείτε να μείνετε απόψε εδώ, μου είπε. Θα ενημερώσω τον Ηγούμενο».
Εδώ υπάρχει το μεγαλύτερο κομμάτι τιμίου ξύλου που σώζεται, δωρισμένο δέκα αιώνες πριν από κάποιο βυζαντινό αυτοκράτορα, Λακαπηνός νομίζω ότι είναι το όνομά του.
Πολυτελέστατος ο χώρος στο αρχονταρίκι. Πέτρινοι μεγάλοι τοίχοι, μάλλινα υφάσματα κρεμασμένα, ξύλινα ταβάνια. Απόλυτη ησυχία. Είναι περασμένες δύο το μεσημέρι. Σε δύο ώρες έχει εσπερινό. Τα ρολόγια πηγαίνουν τεσσερισήμισι ώρες μπροστά. Ακολουθούν τη Βυζαντινή ώρα.
Πήγα στον εσπερινό. Ο ναός πολύ μεγάλος. Το μεγαλύτερο καθολικό του Αγίου Όρους. Μαρμάρινοι θρόνοι. Το τέμπλο φτιαγμένο από καφέ όνυχα. Καταπληκτικά ξυλόγλυπτα. Τοιχογραφίες απ’ την Αποκάλυψη. Το τέρας με τα εφτά κεφάλια. Το σημάδι στο μέτωπο του αντίχριστου. Καταπληκτική ακουστική κι ένας καλόγερος με ουράνια φωνή.
Σ’ αυτό το ναό μπαίνει αρκετό φως απ’ τον τρούλο. Ο Χριστός στην κορυφή του θόλου είναι πολύ ανθρώπινος, μ’ ένα γαλήνιο χαμόγελο, με όμορφα κεντητά σχέδια στα ρούχα του. Αυστηρότητα στο τυπικό της Λειτουργίας. Απόλυτη σιγή. Οι μοναχοί με ράσα κλαρωτά. Όλα καθαρά εδώ μέσα. Εντυπωσιάστηκα απ’ την τάξη. Όλοι έχουν το ρόλο τους και κάνουν τη δουλειά τους με ηρεμία. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο άναβαν κι έσβηναν τα καντήλια.
Ύστερα πήγαμε είχε τράπεζα. Χταπόδι με μανέστρα, μπρόκολο, τυρί, κρασί λευκό, τέλειο! Μόνο που έτρωγα αργά, για να το απολαύσω και δεν πρόλαβα να τελειώσω. Είπαμε, ετούτοι εδώ είναι αυστηροί. Δεν χωράνε εδώ απολαύσεις.
Μετά μου έδειξαν ιερά λείψανα από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στην άκρη υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός με το κομμάτι τιμίου ξύλου που λένε ότι είναι το μεγαλύτερο που σώζεται. Έχει και μια απ’ τις τρύπες των καρφιών που έμπηξαν στο σώμα του Χριστού. Αυτή βρισκόταν χαμηλά στο σταυρό. Φίλησα αυτό το σημείο. Κράτησα περισσότερο εκεί τα χείλη μου, σαν να έπαιρνα ζωή, ανάσαινα το άρωμά του. Έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωσα να με κυριεύει ρίγος, σαν να μπήκε φως μέσα μου, σκαρφάλωσε στη σπονδυλική μου στήλη, μπήκε στο μυαλό μου και έφεξε μέσα μου. Τη νιώθω αυτή την αίσθηση και τώρα που γράφω. Ελπίζω ποτέ να μην τη χάσω…
Τι άνθρωποι θεέ μου είναι αυτοί! Αφιερώνουν τη ζωή τους σ’ ένα σκοπό τόσο αφηρημένο. Αγωνίζονται να κερδίσουν την αιώνια ζωή μετά το θάνατό τους. Προσφέρουν μόνο στους άλλους. Δεν έχουν φιλοδοξίες, όνειρα, ξαφνικές χαρές, ξαφνικές λύπες, δεν φτιάχνουν οικογένειες, δεν έχουν παιδιά. Από κανέναν τους δεν θα μείνει απόγονος κι όμως αιώνες τώρα τα μοναστήρια έχουν μοναχούς. Τι είναι αυτό που τραβάει κάποιον να ζήσει εδώ; Κι εμένα η ιδέα του μοναχισμού μού πέρασε κάποιες φορές απ’ το νου, αλλά σαν ιδέα, όχι σαν σκοπός. Σίγουρα εδώ νιώθεις ασφάλεια και καθόλου άγχος. Υπηρετείς και σε υπηρετούν. Δουλεύεις και η αμοιβή σου είναι ηθική. Και κάθε μέρα ώρες ολόκληρες στο Καθολικό. Κι ύστερα μόνος σ’ ένα στενό δωμάτιο. Δεν έχουν αναμνήσεις αυτοί οι άνθρωποι; Κάτι που να τους πονά; Κάτι που να περιμένουν; Προσεύχονται συνεχώς, κρατάνε τα κομποσκοίνια, μετρούν τις σκέψεις τους και λένε συνέχεια προσευχές. Κι έχει το βλέμμα τους μια διαύγεια κι η φωνή τους μια πραότητα. Μα η ψυχή τους; Είναι τόσο καθαρή στην πραγματικότητα; Ο πόλεμος μέσα τους; Οι αμφιβολίες; Πώς μπορείς να κλείσεις ερμητικά μια πόρτα και να φύγεις σκυφτός; Τι έργο επιτελούν τελικά αυτοί οι άνθρωποι; Πάντως και μόνο να σκεφτεί κανείς πόσοι άνθρωποι επισκέπτονται κάθε χρόνο τα μοναστήρια και πόση γαλήνη παίρνουν μαζί τους φεύγοντας, αρκεί!
Διάβασα απόψεις των επισκεπτών στην Μονή Ξηροποτάμου γραμμένες σ’ ένα ογκώδες βιβλίο. Τι λόγια! Τι ευχαριστίες! Έγραψα κι εγώ κάτι. Θα μείνει πίσω μου να θυμίζει αυτό το ταξίδι. Έψαξα πιο πίσω. Δυόμισι χρόνια πριν. Τίποτε. Ήρθε σαν επισκέπτης, μα δεν έφυγε.
Τελευταία βραδιά στο Άγιο Όρος. Ξύπνησα μόνος μου πριν τις 3.00. Πήγα στο Καθολικό. Απόλυτη σιωπή και κάτι ίσκιοι να διαβάζουν προσευχές. Ελάχιστο φως. Κάθισα σ’ ένα γωνιακό παγκάρι, ένα με το σκοτάδι. Μπροστά μου μια εικόνα της Παναγίας φωτιζόταν από ένα καντήλι. Έβλεπα μόνο τα μάτια της. Ένιωσα να με κοιτά αληθινά. Σαν ν’ άπλωσε τα χέρια της κι έπιασε τα δικά μου. Κι ήταν σαν να μ’ άγγιζε αέρας ζεστός. Ένας νεαρός καλόγερος μπροστά μου σβήνει το μανουάλι με ευλάβεια και προσοχή. Το φως ζωγραφίζει το πρόσωπό του. Πίσω μου μια τοιχογραφία. Στο κάτω μέρος μια επιγραφή: Άγιος Ιωνάς εκ Κύπρου. Οκτώβριος 1745. Κάθε βράδυ χίλια χρόνια τώρα η ίδια Λειτουργία, τα ίδια λόγια, ψαλμωδίες, ημίφως, κατάνυξη. Κάθε βράδυ. Μόνο τα κορμιά των μοναχών αλλάζουν, τίποτε άλλο, ούτε καν το βλέμμα τους. Μια αέναη πορεία προς την πλήρωση, ένα ατέλειωτο τραγούδι στην Παναγία, μια αστείρευτη αγάπη κι ατσάλινη θέληση, απάρνηση κι υποταγή στο πνεύμα. Εδώ πράγματι νιώθεις μικρός και συνάμα τόσο μεγάλος!
Αφού τέλειωσε η λειτουργία έμεινα τελευταίος. Θέλησα να ρωτήσω ξανά τον αρχοντάρη, τι όμως; Είδα πια την αλήθεια. Έκανα το ταξίδι μου. Νιώθω να με μαγνητίζει η ατμόσφαιρα. Αν ήταν εδώ θα είχε δει το όνομά μου, θα με γνώριζε ίσως στο Καθολικό, στην τραπεζαρία έστω. Τόσο καιρό περίμενα, θα μπορούσα ίσως να περιμένω και λίγο ακόμη. Στο γράμμα του το έλεγε καθαρά:
«Θα πας στη Μονή Αγίου Γρηγορίου και μετά ακολούθησε την καρδιά σου και τα σημάδια. Θα σε βρω εγώ πριν από σένα, αν θέλει ο Κύριος». Απόρησα τότε, μα τώρα καταλαβαίνω σιγά – σιγά το λόγο. Ήθελε να μου μιλήσουν πρώτα οι εικόνες, η ατμόσφαιρα, η κατάνυξη, τι πιο πειστικό επιχείρημα; Ήθελε να δω και να νιώσω. Δεν τον ενδιέφερε να με πείσει. Δεν είχε άλλωστε πια κανένα νόημα. Ήθελε να γευτώ τη μαγεία. Εμπιστευόταν περισσότερο την ψυχή παρά τη λογική. Και είχε δίκιο. Απ’ την αρχή έψαχνα σημάδια, που έγιναν λόγια, επιχειρήματα, αποφάσεις. Στην αρχή σε κάθε σκυφτό κορμί που με πλησίαζε έβλεπα αυτόν. Μετά συνήθισα, αφομοιώθηκα. Είπα θα με βρει αυτός. Εγώ ξεχωρίζω εδώ μέσα. Κι άρχισα να νιώθω παρά να ψάχνω. Κι άρχισα να τον καταλαβαίνω, να τον ζηλεύω. Ένας φόβος και μια απορία, που έγινε αποδοχή και θαυμασμός.
Μόλις ήπια νερό απ’ το μεταλλικό ποτήρι κι έκανα να φύγω, ένα χέρι ζεστό μ’ έπιασε απ’ τον ώμο. Γύρισα ξαφνιασμένος. Ήταν αυτός! Ο αδερφός μου, η ψυχή μου! Τον γνώρισα, κοιτώντας τα μάτια του, το ένιωσα απ’ τις μικρές αστραπές που γυάλιζαν μέσα τους. Τον αγκάλιασα σφιχτά μ’ όλη μου τη δύναμη. Πόσο όμορφα μύριζαν τα μαλλιά του! Ένιωσα να δακρύζω. Δάκρυσε κι αυτός. Με πήρε πιο δίπλα. Δεν άφηνε στιγμή τα χέρια μου. Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Στο δρόμο σκεφτόμουν ότι θα τον μαλώσω, μόλις τον δω. Εξαφανίστηκε χωρίς ένα δείγμα, ένα γράμμα, κάτι. Τον θεωρήσαμε νεκρό. Η μητέρα μας φορούσε πια μαύρα. Σκεφτόμουν ότι θα τον μεταπείσω να γυρίσει. Μα μετά απ’ αυτό το βάπτισμα τι να βρω να πω; Τι να βάλω στο ζύγι πιο βαρύ απ’ αυτό που με μάγεψε; Είπα μόνο: «Χαίρομαι που είσαι καλά!». Και ήταν καλά. Το έβλεπα στο καθαρό του βλέμμα, στο λαμπερό του χαμόγελο, στον αέρα που ανάδευε γύρω του.
Του είπα για τα παιδιά μου. Αυτός με ρώτησε πρώτος. Του έλειψαν. Ευτυχώς είναι αγόρια και θα τα φέρω κάποια στιγμή να τους δει. Του είπα για το χωρισμό μου. Λυπήθηκε. Για τη νέα μου ζωή. Για τη μάνα και τον πατέρα. Δεν τους είχα πει πως θα τον αναζητούσα εδώ. Φοβήθηκα τις ψεύτικες ελπίδες. Θα τους τηλεφωνούσα σε λίγο. Δεν άξιζε να τον θρηνούν πια και να ζουν στη θλίψη.
«Σε ζηλεύω, του είπα σε μια στιγμή, αλλά εγώ δεν θα το ‘κανα. Σε ζηλεύω και που βρήκες το κουράγιο να κάνεις κάτι τέτοιο. Πώς ζεις εδώ; Είσαι εντάξει;»
Χαμογέλασε πάλι. «Είναι ο παράδεισος εν ζωή, μου είπε. Είμαι ευτυχισμένος».
Έμεινα να τον κοιτώ σιωπηλός. Δεν ήθελα τίποτα άλλο.
«Πρέπει να φύγω, μου είπε σε λίγο. Μείνε μέχρι το απόγευμα. Θα τα πούμε όλα μετά».
Τον αγκάλιασα σφιχτά. Έφυγε γρήγορα. Πήγα στο δωμάτιό μου. Ήθελα να φωνάξω δυνατά. Σ’ αυτή τη άγια γωνιά ένιωσα τα πιο βαθιά συναισθήματα και ξαναγεννήθηκα.
Μπορώ τώρα πια να γυρίσω πίσω γεμάτος. Ξεχειλίζω. Ξεκίνησα μ’ αγωνία και δειλές ελπίδες. Στα τυφλά έψαξα κάτι που δεν ήξερα το πώς. Ψηλαφιστά βρήκα μιαν άκρη. Μα σαν άνοιξα τα μάτια της ψυχής μου, είδα καθαρά τα μονοπάτια, άκουσα τις φωνές. Ταξίδεψα στο χρόνο. Ένιωσα τόσο μικρός και συνάμα τόσο ξεχωριστός. Σαν να βρήκα την πραγματική μου διάσταση. Λες και δεν συνάντησα το δίδυμο αδερφό μου, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό σ’ άλλη διάσταση, μια πιθανή εκδοχή και της δικής μου ζωής… Τελικά ποιος είναι ο δειλός εδώ και ποιος ο θαρραλέος; Θα γυρίσω με γεμάτες τις βαλίτσες μου, μα σκυφτός και νικημένος. Αλλά εγώ έχω δυο άγκυρες να με κρατούν γερά στο λιμάνι της ζωής μου ακίνητο, μα και να με σώζουν απ’ τις θύελλες, τα παιδιά μου. Του αδερφού μου το λιμάνι γκρεμίστηκε, χρόνια τώρα, και δεν θέλησε να φτιάξει ένα καινούργιο. Και δεν ήταν δειλία. Ήταν κάτι άλλο που δεν μπορώ να ερμηνεύσω, αλλά το σέβομαι. Τώρα ελπίζω από κείνο το μπαλκόνι του Άθω να μιλάει πιο εύκολα με τους ανθρώπους που αγάπησε και που πια δεν ζουν. Ελπίζω να είναι αλήθεια αυτό που μου είπαν τα μάτια του. Είναι πια ευτυχισμένος!

(*)  (Πρώτο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας
που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών,
στην κατηγορία Νουβέλα, το 2012)


ΠΗΓΗ: http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2014/03/4457.html?spref=fb