Σελίδες

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Πώς Εκτίσθη η «Κοίμηση της Θεοτόκου» ( Στο χωριό Φιλώτι Νάξου)

Νίκος Β. Σφυρόερας

Ελληνική Δημιουργία, τ.37, 1949
 
Νίκος Σφυρόερας (1913-1989) 
Κάτω στο νησί μου, στη Ναξιά, είν’ ένα χωριό μεγάλο και πασίχαρο, το Φιλώτι, χτισμένο στο Ριζόβουνο του Ζα. Το Φιλώτι έχει δυο χιλιάδες κοντά ψυχομέτρι και μια παληά, όμορφη και μαρμαροπελέκητη εκκλησιά, την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Κάθε χρονιά που γιορτάζει η Χάρη της, μαζεύονται οι πανηγυριώτες απ΄όλα τα γύρω χωριά του λιόφυτου κάμπου της Δρυμαλιάς κι από τα κοντινά βουνοχώρια, έρχονται οι βοσκοί, οι Φιλωτίτες, από τους «όξω τόπους» και «τ’ακρωτήρια» και γίνεται μεγάλο πανηγύρι από τη μια νύχτα ως την άλλη στο χωριό. Την αγαπούνε, την παινούνε και τη σιγυρίζουνε οι Φιλωτίτες την εκκλησιά τους, μα πιο πολλοί οι βοσκοί, γιατί ετούτοι ξέρουνε και την ιστορία της και πώς έγινε να χτιστεί και να την έχει σήμερα καμάρι το Φιλώτι.
Στά παληά χρόνια το χωριό δεν είχε εκκλησιά. Οι Φιλωτίτες λειτουργιόντουσαν στο μικρό μονοκκλήσι τ’ Άϊ-Νικόλα που δεν έβανε μηδέ τις γρηές στα ’σπερνά. Άλλη μια μικρή εκκλησίτσα που είχε το χωριό, χτισμένη εκεί πούναι σήμερα η Κοίμηση, τήνε γκρεμίσανε οι κουρσάροι, σαν ρημάξανε τ’ Αργιά και το Φιλώτι στα 1544. Ύστερα ήρθε ένας Φράγκος άρχοντας στο χωριό, ο Μπαρότσης, έχτισε ένα πύργο και τον τόπο της γκρεμισμένης εκκλησιάς τον πήρε και τον έκανε λαχανόκηπο κι’ έχτισε στη μέση μια φραγκοκκλησιά. Μα στον ίδιο τόπο, πούτανε δικός τους, πατρογονικός, θέλανε κι’ οι Φιλωτίτες να χτίσουνε την εκκλησιά τους. Ο Μπαρότσης με τη δύναμή του, με τα φλουριά, με τα γρόσια του και με τις «αβανιές» του στους Τούρκους, δεν τους άφινε. Είδανε κι’ αποείδανε οι χριστιανοί πως με το καλό δεν γίνεται δουλειά με τον σκυλόφραγκο αφέντη, μαζευτήκανε λοιπόν, μια μέρα οι προεστοί κι’ οι δημογέροντες του χωριού, ο Ψαρράς, ο Χατζη-Βλασερός, ο Γαληνός κι’ ο παπα-Αρώνης, χτυπήσανε την καμπάνα τ’ άϊ-Νικόλα, συναχτήκανε οι χωριανοί, μπήκανε στο λαχανόκηπο με το «έτσι θέλω» κι’ αρχίσανε ν’ ανοίγουνε θεμέλια και να χτίζουνε τη γκρεμισμένη εκκλησιά. Όπου, νάσου ο Μπαρότσης με τους μπράβους του κι’ αρχίζει μεγάλος σαματάς. Τσαπιά, φτιάρια, γιαταγάνια, σηκωθήκανε κατά πάνω στο Μπαρότση και τους ανθρώπους του και μη μπορώντας να τα βάλει με τους παλληκαράδες ετούτους του Χριστού και της Παναγίας, γέμισε τα πουγγιά του γρόσια και βενέτικα και τα δισάκκια του πεσκέσια, κατέβηκε στη Χώρα και κατάφερε τον Τούρκο βοεβόντα να σταματήσει τη δουλειά. Οι Φιλωτίτες, οι έρημοι, σκύψανε τα κεφάλια, μαζέψανε τα σύνεργά τους και γυρίσανε πίσω στα σπίτια και στις μάντρες τους, με το μεγάλο καημό στην ψυχή πως η εκκλη σιά τους δεν χτίζεται.
Γενική άποψη του ορεινού χωριού "Φιλώτι" 

Ο προεστώς, ο Ψαρράς.πούπαμε παραπάνω. ήτανε κι’ εκείνος βοσκός κι’ αφού άνοιξε ένα λάκκο κι’ έχωσε το γιαταγάνι του, πήρε το βοσκίστικο ραβδί του και τράβηξε για τη μάντρα του, στο Καλαντό, τρεις ώρες στράτα από το Φιλώτι, κατά τη Νοτιά του νησιού. Έβοσκε τα ζα του, τυροκομούσε, έλεγε κι’ άκουγε παληές ιστορίες με τους άλλους βοσκούς και σαν τον έπαιρνε το μεράκι, κάθιζε στο λίγο ίσκιο μιας αγριόφιδας και τραγουδούσε τον καημό του με το τραγούδι πούχε ακούσει κι’ εκείνος από τον πατέρα του:
Φεύγετε Αργιώτες, φεύγετε, φεύγετε Φιλωτίτες
κι’ εμένα Τούρκοι με κρατούν, Σαρακηνοί με σφάζουν,
σφάζουν και τα μωρά παιδιά και τις γρηές γυναίκες
κι’ η Παναγιά η Αργιώτισσα κουσεύεται κι’ εκείνη...
Μερακωμένος έτσι πούτανε απ’ το τραγούδι και τη μοναξιά, ο Ψαρράς πετούσε ξαφνικά μιαν αγριοφωνάρα π’ αντιλαλούσε ο τόπος και σκορπίζανε τα ζα σαστισμένα απ’ την οργή του βοσκού τους:
-Έϊ, μωρέ, μωρέ! Ωώϊ, ωά! Ακούτε μωρές ραγιάδες: Κάλιο μακελειό στον Τούρκο παρά κρέας στο Βενετσάνο! Ωώϊ, ωά!
Τέτοιος ήτανε ο Ψαρράς, τα καμώματά του κι’ οι κουβέντες του, Μα ξέχασα να πω πως το μικρό του τόνομα το λέγανε Στέφανος κι’ οι χωριανοί του τούχανε κολλήσει και δυο παρατσούκλια: Λούμπας και Αναγνώστης. Το Λούμπας γιατί με την εξυπνάδα του έρριχνε πάντα στη «λούμπα» όποιους τον πειράζανε και τ’ Αναγνώστης γιατί ξεκινούσε κάθε Κυριακή από τη μάντρα και πήγαινε στην εκκλησιά και με τα λίγα κολλυβογράμματα πούξαιρε βοηθούσε τον παπά-Αρώνη στην λειτουργία.
Περνούσε ο καιρός. Ο Ψαρράς έβοσκε τα ζα του στο Καλαντό και κάθε σαββατοκύριακο πηγαινοερχότανε από την μάντρα στο χωριό κι’ από το χωριό στην μάντρα. Ήτανε τότε το 1690. Ήρθε η άνοιξη , τ’ Άϊ Γιωργιού. Μα επειδή η γιορτή του έπεφτε Μεγαλοβδομάδα και θα γινότανε ανήμερα της Λαμπρής, ο Ψαρράς δεν πήγε για την λειτουργία στο χωριό παρά καθότανε στο μιτάτο του κι’ ετοίμαζε τα λαμπριάτικά του πεσκέσια. Η μέρα ήτανε συννεφιασμένη και θολή, μα κανένας δεν περίμενε το κακό που θα ξεσπούσε σε λίγο. Κι’ εκεί, κοντά στο μεσημέρι, σηκώθηκε ένας άγριος ανεμοσίφουνας που ξερρίζωνε τα δέντρα και ρήμαζε τα γεννήματα. Μα τούτο ήτανε το λιγώτερο, γιατί το πιο μεγάλο κακό άρχισε σαν ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού και ρίχνανε το χαλάζι χοντρό σαν ρεβύθι. Στεριά και θάλασσα βουΐζανε απ’ τον χαλασμό. Οι βοσκοί σταυροκοπιόντουσαν κλεισμένοι στα μιτάτα τους και τα ζα, τρομαγμένα, λουφάζανε στις απανεμιές.
Παναγία η Φιλωτίτισσα 

Μέσα σ’ εκείνο τ’ ανεμόβροχο και τη μάνητα τουρανού και του πελάου, ένα μεγάλο καράβι φάνηκε ν’ ανεβαίνει και να δέρνεται ξυλάρμενο ανάμεσα στ’ αφρομανιασμένο μπουγάζι Ναξιάς και Νιος. Τόδερνε η θάλασσα, τόσερνε ο αγέρας, το χτυπούσε το χαλάζι κι’ εκείνο, σα νάτανε ένα στοιχειωμένο καράβι, χωρίς ζωντανή ψυχή μέσα, μια ανέβαινε τ’ αγριεμένα θαλασσόβουνα, μια κατέβαινε και χανότανε στ’ αφρισμένα λαγούμια του πελάου. Κακιά ώρα τώχε βρει το έρημο....
Εκείνη την ώρα ο Ψαρράς καθότανε, όπως είπαμε, στο μιτάτο του και για μια στιγμή που βγήκε έξω, βλέπει ξαφνικά τ’ άγνωστο καράβι να θαλασσοδέρνεται και να το σπρώχνουνε τα μανιασμένα κύματα πάνω στην άγρια βραχιά του γιαλού. Δεν χάνει καιρό, ρίχνει στους ώμους του την κουκουλωτή καζακίνα του, βγαίνει στην «αμπασιά» της μάντρας και βάζει τις φωνές:
-Βοηηήθεια! Καραάβι πνίγεταιαιαι! Μηδέ φωνή, μηδέ ακρόασια. Για καλή του τύχη βρέθηκε νάναι εκεί κοντά άλλη μια μάντρα, των Βλασεράδω. Φεύγει ο σκύλος του μπροστά, φεύγει ο Ψαρράς ξοπίσω, πάει, τους βρίσκει εκεί.
-Το και το, βρε παιδιά, για το Θεό! Καράβι πνίγεται... Παίρνουνε οι Βλασεράδες δυο φορτωματάρικα σκοινιά και ξεκινάνε με τον Ψαρρά για τη θάλασσα. Μα προτού προφτάξουνε στο γιαλό, τ’ ακυβέρνητο, θαλασσοδαρμένο καράβι έπεσε μ’ άγρια χλαπαταγή πάνω στην αγριοβραχιά. Αλλού τα κατάρτια, αλλού τα καραβόξυλα, κομμάτια – κομμάτια το σκαρί. Να μην τα πολυλογούμε, δεν προφτάξανε να του κάνουνε τίποτα οι ανθρώποι μας και, πάει το καράβι, χάθηκε κι’ επάνω στην αφρομανούσα θάλασσα παλεύανε τώρα μοναχοί κάμποσοι άνθρωποι που χτυπιόντουσαν με τα καραβόξυλα, με τα βράχια και με τα κύματα και βγάνανε κάτι πνιγμένες, απελπισμένες, αλλόγλωσσες φωνές:
-Ιμπτάτ, Αλλαχίμ! Ιμπτάτ, Αλλαχίμ! Τζαν Χουρταράν, ιοκ’μ! (Βοήθεια, Θεέ μου! Βοήθεια Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανείς να σώσει τις ψυχές μας!)
Αφουγκράζονται τις φωνές οι δυο βοσκοί, οι Βλασεράδες, σταματάνε και δεν κοτούνε να σιμώσουν το γιαλό.
-Τούρκοι είναι, λένε του Ψαρρά! Αντίχριστοι είναι! Πάμε να φύγουμε...
-Ελάτε ‘δω βρέ! μπήγει την αγριοφωνάρα του εκείνος. Και παίρνει τα σκοινιά, τα ρίχνει στο γιαλό κι’ αρχίζει να μαζεύει τους Τουρκαλάδες.
Όλοι-όλοι τους ήτανε καμμιά τριανταριά και μόνο δέκα κι’ ένα τουρκάκι, ως δέκα χρονώ, μπόρεσε ο Ψαρράς κι’ οι Βλασεράδες και σώσανε κι’ οι άλλοι, πάνε, τους φάγανε τα κύματα και τα θαλασσίματα. Παίρνουνε τότες οι βοσκοί τους σωσμένους, τους πάνε στο μιτάτο του Ψαρρά, ανάβουνε φωτιά να ζεσταθούνε και να στεγνώσουνε τους δένουνε τις λαβωματιές τους κι’ αρμέγουνε και τα ζα και τους δίνουνε τό γάλα τους. Το βράδυ πάλι σφάζει ο Ψαρράς ένα ρίφι, σφάζουνε και οι Βλασεράδες δυό, τρώνε και κάνουνε όλοι το σταυρό τους που τους γλύτωσε ο Άϊ-Γιώργης. Μόνο το μικρό Τουρκάκι, πούτανε χτυπημένο στο κεφάλι κι’αρρωστημένο απ’ την τρομάρα και το θαλασσόδαρμα, δεν μπορούσε μηδέ να φάει, μηδέ να πιει, παρά ήτανε ξαπλωμένο και τυλιγμένο σ’ έναν ανάπλι, στη γωνιά του μιτάτου κι’ έτρεμε και παραμιλούσε, το καημένο, απ’ τον πυρετό. Οι Τούρκοι, λένε στον Ψαρρά, πως το παιδί είναι από μεγάλο σόϊ και πως το πήγαινε ο μπάρμπας του με το καράβι στην Πόλη και πνίγηκε. Το παιδί το λέγανε Χουσεΐν. Ο Ψαρράς το συμπάθησε. Τ’ άρχισε στα γιατροσόφια κι’ όλη νύχτα δεν τάφησε από το πλάϊ του.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι, αφού φάγανε πάλι κι’ ήπιανε, κάμανε και κουμπάνια, ευχαριστήσανε τους βοσκούς με τεμενάδες και φύγανε για τη χώρα για να βρούνε καράβι να μπαρκάρουνε. Τον Χουσεΐν, που ήτανε ακόμη άρρωστος, τους είπε ο Ψαρράς να τον αφήσουνε, ωσπού να γίνει το παιδί καλά κι’ ύστερα θα το πάγαινε εκείνος στη χώρα, να το παραδώσει του βοεβόνδα. Κατεβήκανε οι Τούρκοι στη Χώρα. Είπανε τα καθέκαστα του βοεβόντα., Αμπτουλά Τσελεπή τονε λέγανε, κι’ εκείνος άνοιγε τα μάτια του και τους άκουγε που ο Ψαρράς, που δεν τον είχε αφήσει να χτίσει την εκκλησιά στο Φιλώτι, έκαμε στους Τούρκους τέτοιο καλό. Συφώνησε και για το παιδί κι’ έτσι ο Χουσεΐν απόμεινε του Ψαρρά.
Ήρθε το Μεγάλο Σάββατο, Φόρτωσε ο Ψαρράς τα μουλάρια του με τα βοσκίστικα της Λαμπρής, φόρτωσε και τον Χουσεΐν και τα πήγε και τα ξεφόρτωσε, όλα μαζύ, στην αυλή του, στο Φιλώτι. Είδε η γυναίκα του, η Πλυτή, το Τουρκάκι, έβαλε τις φωνές.
-Δε θέλω ν’ αναθρέψω Τούρκο! Δεν θέλω Τούρκο μες στο σπίτι μου! φώναζε η γυναίκα.
Ο Χουσεΐν δεν καταλάβαινε τι έψελνε του άντρα της η Πλυτή, έννοιωθε όμως πως είναι οι φωνές για κείνο και ζάρωσε σε μια γωνιά αμίλητο και λυπημένο.
-Βρε Πλυτή, απαντούσε ο Ψαρράς. Κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό. Το παιδί ο Θεός μας τώστειλε. Καλό είναι, όμορφο είναι, έξυπνο είναι. Εκεί πώχουμε τρία δικά μας, θα τώχουμε κι’ αυτό. Θα το βαφτίσουμε και θα το κάμουμε παιδί μας...
-Κάμε ότι θες, άρχιζε πάλι τη σύχυση η Πλυτή: Εγώ μια φορά τούρκο δεν θέλω μες στο σπίτι μου...
-Βρε αμάν, βρε ζαμαν, πάλι ο άντρας, τίποτα η γυναίκα, τίποτα...
Τι να κάμει ο άνθρωπος; Λαμπρή δεν έκαμε από το γυναικοκαυγά.
Ξημερώνει, λοιπόν, ο Θεός τη Δευτέρα, παίρνει ο Ψαρράς τον Χουσεΐν και ξανά πάλι για την μάντρα στον Καλαντό. Αρχίζει ο Χουσεΐν να βόσκει τα ζα και το βράδυ ο Ψαρράς να παίρνει το ραβδί του και να του μαθαίνει γράμματα πάνω στο χώμα. Σε κάμποσες βδομάδες πάει κι’ η Πλυτή στην μάντρα για το θέρος. Βλέπει το παιδί στη δουλειά κι’ αρχίζει να το συμπαθά. Τελειώνει το θέρος, το παίρνει στο χωριό, του κάνει καινούργια ρούχα κι’ αρχίζει να τ’ αγαπά σαν παιδί της. Αρχίζει κι’ ο Χουσεΐν να λέει την Πλυτή: -Μάννα! και τον Ψαρρά –Αφέντη! Ύστερα από ‘να χρόνο ξέρει το παιδί και τα ελληνικά, φωνάζει μοναχό του τους ψυχογονιούς του, και τους λέει:
-Θέλω να γενώ χριστιανός!
Φωνάζουνε τότε, ο Ψαρράς με τη γυναίκα του, τον παπά-Σταμάτη Τζανιά, βάνουνε το παιδί στην Κατήχηση κι’ ύστερα το βαφτίζουνε και το βγάνουνε Γιώργη, επειδή σώθηκε από το πνίξιμο την ημέρα τ’ Άϊ-Γιωργιού.
Περάσανε έξη χρόνια κι’ο Χουσεΐν-Γιώργης είχε γίνει πια δεκαοχτώ χρονώ κοπέλλι, το δεξί χέρι του Ψαρρά και το καμάρι της Πλυτής. Εκεί νάσου μια μέρα ο Αμπτουλά-βοεβόντας στο χωριό μ’ ένα Τούρκο καραβοκύρη και ζητά το παιδί. Λένε οι Φιλωτίτες.
-Πάει μας χάλασε ο Ψαρράς ο Λούμπας, που έκαμε το Τουρκάκι χριστιανό.
Φεύγει η Πλυτή από το σπίτι, φεύγουνε τ’ άλλα παιδιά. Μένει ο Ψαρράς κι ο Χουσεΐν-Γιώργης. Βλέπουνε τους Τούρκους ήσυχους παίρνουνε θάρρος. –Το παιδί, λέει ο Αμπτουλά του Ψαρρά, είναι μεγάλου άρχοντα στην Ισταμπούλ. Ήρθαμε να σε πληρώσουμε τα έξοδά σου και να το πάρουμε.
Ο Ψαρράς μένει αμίλητος. Ο Χουσεΐν-Γιώργης αρχίζει το κλάμμα. Ακούει τα χαμπέρια κι’ η Πλυτή και φανερώνεται.
-Το παιδί, λέει, θέλω κι’ όχι γρόσια. Μα τί να κάνουμε; Έκλαιγε η Πλυτή, έκλαιγε ο Ψαρράς, έκλαιγε το παιδί. Το παίρνουνε οι Τούρκοι και φεύγουνε.
***
Περάσοντα εικοσιπέντε χρόνια, ετούτηγ η ιστορία που σας διηγιέμαι , κατά πώς τη βρήκα σε κάτι παληά ελληνοτουρκικά χαρτιά του νησιού μου, είτανε πια ξεχασμένη και στο χωριό και στο νησί. Μόνο που οι Φιλωτίτες είχανε πιαστεί στον καυγά με τον άρχοντα τον Μπαρότση, να του πάρουνε το μπαξέ, και να χτίσουνε εκκλησιά. Κουβαλούσανε πέτρα οι Φιλωτίτες, μπαίνουνε στον μπαξέ, ξαναβάνουνε θεμέλια, φεύγει ο Μπαρότσης και πάει στη Χώρα να βρει τον βοεβόντα. Εκείνος, πούθελε να ξεπληρώσει τα καλά του Ψαρρά για τους Τούρκους που γλύτωσε και για το παιδί, έκανε τον μισοκακόμοιρο κι’ έλεγε πως δεν μπορούσε ν’ ανακατευτεί με δουλειές των χριστιανών.
Παίρνουνε κουράγιο οι Φιλωτίτες, φέρνουνε μαρμαράδες από την Τήνο, χτίστες από τον Μωρηά, προχωρούνε στο χτίσιμο. Ο Μπαρότσης κι’ οι Φράγκοι το παίρνουνε κατάκαρδα, γράφουνε του Γάλλου αμπασαδώρου (πρεσβευτή) στην Πόλη, πάει εκείνος στα Βασιλικά σκαλιά και καταφέρνει και πάει φιρμάνι στον βοεβόντα Ναξίας και πάει εκείνος ο κακόμοιρος με πόνο του και σταματάει το χτίσιμο της εκκλησιάς. Πιάνει και τον Ψαρρά, τον στέλνει δεμένο στην Πόλη.
-Πάει, του πήρανε το κεφάλι του, τόνε κλαίγανε και τόνε μοιρολογούσανε οι Φιλωτίτες.
Παγαινάμενος ο Ψαρράς στην Πόλη, εξηνταπεντάρης γέρος πια, τον ρίχνουνε στο μπουντρούμι. Μα γερό ψημένο κόκκαλο ο γέρος, άντεχε.
Περνάνε δυο μήνες. Έρχεται κι’ ο Μπαρότσης απ’ τη Ναξιά, φορτωμένος φλουριά και βενέτικα, βγάνανε τον Ψαρρά απ’ τη φυλακή, πάνε στον μεγάλο καδή κι’ αρχίζει η δίκη για την εκκλησιά. Βέβαιος ο Μπαρότσης πως θα την κερδίσει, βέβαιος κι’ ο Ψαρράς πως σε μια ώρα δεν θάχει μηδέ το κεφάλι του. Εκεί όμως που φωνάζει ο καδής τα ονόματά τους, ακούεται και λέει να λύσουνε τις αλυσίδες του Ψαρρά. Ξαφνιάζονται όλοι... Αρχίζει να μιλεί ο Μπαρότσης, μιλούνε κι’ οι ψευδομάρτυρές του, τι να πει κι’ ο Ψαρρας, τελειώνει η δίκη. Σηκώνεται επάνω ο καδής, λέει:
-Εν ονόματι του Μεγαλοπρεπεστάτου, Δικαιοτάτου, Ευσπλαχνικωτάτου, Φιλανθρωποτάτου, Νικητού, Ήρωος και Τροπαιούχου, Πολυχρονεμένου Αυθέντου ημών, Σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, κηρύττω αθώον τον κατηγορούμενον και εκδίδω τον παρόντα ημέτερον δικαστικόν και ηγεμονικόν ορισμόν ίνα τελειωθεί η εκκλησία του κατά την νήσον Ναξίαν χωρίου Φιλώτι χωρίς να δύναται τινάς να το εμποδίση ειδ’ άλλως θέλει πειραθή της ηγεμονικής ημών αγανακτήσεως, ως φιλόδικος και απειθής. Ούτω προστάττομεν ηγεμονικώς και ούτω γενέσθω εξ αποφάσεως.
Ακούγανε όλοι την απόφαση, μένανε βουβοί. Παίρνει ο Μπαρότσης το γραμματέα της πρεσβείας και φεύγουνε σαν βρεγμένες γάτες. Στέκεται ασάλευτος και σαστισμένος ο Ψαρράς. Σηκώνεται τότε επάνω ο καδής, πάει κοντά του, τον βλέπει στα μάτια, χαμογελά και του λέει:
-Ος γκελτίν! Κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό! Αφέντη μου, δεν με γνωρίζεις; Είμαι ο Χουσεΐν-Γιώργης, το ψυχοπαίδι σου.
Και πέφτει στην αγκαλιά του κι αρχίζει να φιλεί το γέρο με δάκρυα, Κλαίει κι’ ο γέρο-Ψαρράς και φιλεί τον Χουσεΐν καδή, τον Χουσεΐν-Γιώργη, το παιδί του...
Παίρνει ο Χουσεΐν τον γέρο-Ψαρρά στο σαράϊ του, τον καλοκαθίζει ένα μήνα κι’ ύστερα τον ετοιμάζει να φύγει για την Ναξιά και του δίνει δυο κασσέλες μπαξίσια, μια σακκούλα φλουριά, μια κουμπούρα κι’ ένα Σουλτανικό φιρμάνι.
-Αφέντη μου! του λέει ο Χουσεΐν: Ετούτο το φιρμάνι του Σουλτάνου σου δίνει το δικαίωμα να πάρεις όσο τόπο θέλεις για την εκκλησιά, χωρίς να μπορεί κανείς να σ’ εμποδίσει, Η σακκούλα με τα φλουριά είναι από μένα. Τα μισά δικά σου, τ’ άλλα μισά να χτίσεις το καμπαναριό της εκκλησιάς. Την κουμπούρα στη δίνω για να χτυπήσεις όποιονα τολμήσει να σ’ εμποδίσει στο χτίσιμο της εκκλησιάς. Κι’ άμα βγεις στη Χώρα, βάρα δυο κουμπουριές για το γινάτι των Φράγκων, κι άμα σε πειράξει κανείς, βάρα του και δείχνε το φιρμάνι.
Έτσι έφυγε ο γέρο-Ψαρράς από την Πόλη για τη Ναξιά, μ’ ένα μεγάλο καΐκι, που ναύλωσε ξεπίτηδες ο Χουσεΐν.
Έφτασε στη Ναξιά. Μα γνωστικός και καλός άνθρωπος δεν έκαμε κανενός κακό μηδέ με την κουμπούρα, μηδέ με το φιρμάνι. Σαν βγήκε στο λιμάνι του νησιού με τόσα αμανάτια, καλοντυμένος και με την κουμπούρα στη ζώνη του, τον πλησιάζει ο βοεβόντας και δυο τούρκοι φορατζήδες να πληρώσει το φόρο και να του πάρουνε τη κουμπούρα. Τους δείχνει ο Ψαρράς φιρμάνι, τον αφήνουνε. Τον καμαρώνανε και χαίρονταν οι χωριάτες. Το μαθαίνουνε κι’ οι χωριανοί του, παίρνουνε τα ξεφτέρυγα, ντουμπάκια, τζαμπούνες, φεύγουνε παπάδες και λαϊκοί και πάνε και καλοσωρίζουνε τον Ψαρρά.
Την άλλην ημέρα πάει εκείνος, κάνει ζάφτι όλο τον λαχανόκηπο του Μπαρότση, παίρνει και το διπλανό χωράφι για νεκροταφείο. Χαράζει μια μεγάλη αυλή για την εκκλησιά, μια πλατεία δίπλα, πιάνει κι όσο τόπο ήθελε για να χτιστούνε κελιά και σπίτια των χωριανών κι’ όλοι πια βαλθήκανε και τελειώνουνε την εκκλησιά τους. Το καμπαναριό το κάμανε μαρμαροπελέκητο με τα φλουριά του Χουσεΐν. Και στις 15 Αυγούστου του 1718 γίνανε τα εγκαίνιά της και της δώσανε και το παληό όνομα της γκρεμισμένης από τους κουρσάρους εκκλησιάς: «Κοίμησις της Θεοτόκου».
Από τότε γίνεται στο Φιλώτι το πανηγύρι της. Κι’ οι βοσκοί, οι Φιλωτίτες, που πάνε στο χωριό να προσκυνήσουνε τη Χάρη της, γυρίζουνε και βλέπουνε το καμπαναριό της και το δείχνουνε και στους ξένους, πούναι επάνω, σε μια πλάκα του, σκαλισμένη η εικόνα του Ψαρρά. Εκείνος έχτισε την εκκλησιά τους.
Έγραψα κ’εγώ, ο ταπεινός δούλος του Θεού, την ιστορία της, όπως την άκουσα από τα στόματα των βοσκών και τηνε διάβασα στα χαρτιά της και να μένει εις τον αιώνα, εις μνημόσυνον των κτιτόρων της και εις έλεος κ’ αμού του γράψαντος ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου. Αμήν.





Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Οι ζωές των άλλων είναι ο πλούτος μας

του Ισίδωρου Ζουργού

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ομιλία του συγγραφέα (και εκπαιδευτικού) Ισίδωρου Ζουργού προς τους τελειόφοιτους της Ελληνογαλλικής Σχολής Καλαμαρί. Εκφωνήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 28 Ιουνίου 2014.

Φωτογραφία από τη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας, κατά την οποία ο Ισίδωρος Ζουργός διάβασε αποσπάσματα από τα  βιβλία του. 

Βρίσκομαι καλεσμένος εδώ απόψε από τη διεύθυνση του σχολείου για να απευθυνθώ ιδιαίτερα σε σας, νεαρές κυρίες και κύριοι, και να προσθέσω κι εγώ μερικά λόγια σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής σας, ξένος ανάμεσά σας είναι η αλήθεια, όμως δάσκαλος κι εγώ, ένας από τους πολλούς που ζούνε για χρόνια ανάμεσα σε παιδιά και νέους, με τη μυρωδιά του σχολείου και της αυλής πάνω στο δέρμα, με το χτύπημα του κουδουνιού να επανέρχεται σ’ εκείνο το διάκενο, που αφήνουν καμιά φορά τα όνειρα της νύχτας. Σήμερα όμως παρίσταμαι όχι ως δάσκαλος αλλά ως συγγραφέας, ως γεννήτορας βιβλίων ο οποίος νομίζει πως έχει κάτι να σας πει.
Ίσως να το έχετε σκεφτεί κι εσείς μερικές φορές ότι μια επιπρόσθετη δυσκολία στους αποχαιρετισμούς είναι η έγνοια μήπως το τυπικό που τους περιβάλλει απορροφήσει την ουσία, μήπως τα «πρέπει» τους αλυσοδέσουν αυτά που αισθανόμαστε, μήπως με άλλα λόγια η φροντίδα της κορνίζας υποκαταστήσει το ίδιο το κάδρο. Σας διαβεβαιώ πως η στόχευσή μου είναι να σας πω δυο λόγια με την πυξίδα της καρδιάς, χωρίς κορνίζες, όπως ταιριάζει όταν μιλάς σε νέους ανθρώπους.
Φαντάζομαι πως θα έχετε επιπλέον έγνοιες και σκέψεις πέρα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων, καθώς θα έχετε ακούσει πολλές φορές από τους γονείς σας, τους καθηγητές σας, τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης να επαναλαμβάνουν ότι είστε εκείνη η γενιά, που καλείστε να ζήσετε με ψαλιδισμένα όνειρα, αλλά με την οφειλή να ξαναστήσετε στα πόδια της μια ολόκληρη χώρα. Πολλοί από σας ίσως προγραμματίζουν από τώρα τη μετάβαση σε άλλους τόπους, για σπουδές αρχικά κι ύστερα για αναζήτηση εργασίας. Όμως τι μπορεί να σας πει ένας συγγραφέας για τους έλικες της ζωής, που ανοίγονται μπροστά σας, τι μπορούν να πουν τα βιβλία για το μέλλον σας; Ως συγγραφέας ίσως έπρεπε κατευθείαν από εκεί να ξεκινήσω, από τα βιβλία.
Φωτογραφία από την ίδια εκδήλωση.

«Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο από το να προσπαθώ να ζω σύμφωνα με ό,τι πιο αληθινό ήθελε να βγει από μέσα μου. Γιατί άραγε ήταν τόσο πολύ δύσκολο;» Αυτό αναρωτιόταν στα 1920 ο Έρμαν Έσσε, Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας. Η φράση που ακούσατε είναι παρμένη από τον Ντέμιαν, ένα μυθιστόρημα χρονικό μιας εφηβείας, που έμελε να γίνει το ευαγγέλιο της γερμανικής νεολαίας, πριν ακόμη περάσει ολόκληρη η χώρα στην εποχή των ναζιστικών παγετώνων. Αυτό το ίδιο βιβλίο το διάβαζα και εγώ στα 1980, όταν ήμουν στη δική σας ηλικία και αναρωτιόμουν ολόκληρα μερόνυχτα : Άραγε θα είναι τόσο δύσκολο να προσπαθήσω να ζήσω με τον τρόπο που έγραφε ο Έρμαν Έσσε; Ήταν δύσκολο τελικά, λέω τώρα, 35 χρόνια μετά, αλλά πάντως όχι ακατόρθωτο. Αυτό το πρόταγμα ζωής που μου παρουσίασε ένα βιβλίο στα δεκαεπτά μου χρόνια, τελικά πάλι με βιβλία το στήριξα. Το να προσπαθείς να ζεις σύμφωνα με τις πηγές που αναβλύζουν από μέσα σου είναι ένας μακροχρόνιος πόλεμος, άλλες μάχες τις κερδίζεις, άλλες τις χάνεις, άλλοτε συνθηκολογείς πρόσκαιρα, άλλοτε πεισμώνεις και κλείνεσαι για καιρό πίσω από τείχη ως ελεύθερος πολιορκημένος. Ένα μέρος από το οπλοστάσιο αυτού του μακροχρόνιου πολέμου ήταν τα βιβλία.
Αυτό το φαινόμενο άρνησης της αυθεντικότητας του προσώπου που έθετε ο Ντέμιαν, στη γλώσσα της φιλοσοφίας συχνά το ονομάζουν έκλειψη του υποκειμένου και το μεθοδεύουν η μόδα, οι θεωρίες του συρμού που ονομάζονται τώρα με μια κομψότητα μαζική κουλτούρα, επίσης κάποιες μικρές και μεγάλες εξουσίες… Γενικά το προβάλλουν θεωρίες και απόψεις αμέτοχες όλες τους της ανθρωπιστικής παιδείας. Τελικά όλοι αναρωτιόμαστε πώς το αυτονόητο, να είσαι δηλαδή ο εαυτός σου, βρίσκεται συνεχώς σε κίνδυνο; 
Προχωρώντας στην εξομολόγηση της δικής μου αναγνωστικής ιστορίας, στη μακροχρόνια δηλαδή προσωπική μου σχέση με τα βιβλία, δεν ήταν μόνο ο Ντέμιαν που με σημάδεψε, με στοίχειωσε να το πω καλύτερα. Ήταν ο Γιάννης Αγιάννης των Αθλίων του Ουγκώ και ως τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη ο κατάλογος είναι μακρύς. Προφανώς όμως το να αναφέρω μπροστά σας αυτή την εποχή τη λέξη διάβασμα, ανάγνωση, βιβλία, είναι λίγο παρακινδυνευμένο από τη στιγμή που μόλις έχετε αποδράσει από έναν εξαντλητικό μαραθώνιο προετοιμασίας και εξετάσεων. Νομίζω όμως πως έχετε καταλάβει ότι προφέρω τη λέξη ανάγνωση χωρίς καμιά χροιά καταναγκασμού, γιατί προφανώς δεν αναφέρομαι στην υποχρεωτική σχολική μελέτη, στις εξετάσεις ή στην αναγκαστική επιστημονική ανάγνωση και ενημέρωση, που σας περιμένει στην μελλοντική επαγγελματική σας ζωή. Μιλάω για κείνη την αβίαστη ανάγνωση που συνοδεύεται από  απόλαυση, εννοώ αυτή την ελεύθερη βοσκή των βιβλίων που εσείς έχετε επιλέξει, γιατί αυτά θα είναι που θα ερεθίσουν τη φαντασία και την περιέργειά σας για τα οδυσσειακά ταξίδια, αυτά που κυρίως η λογοτεχνία μπορεί να σας προσφέρει, χωρίς να αποκλείουμε βέβαια τον κινηματογράφο και το θέατρο.
                                                   Φωτογραφία από την ίδια εκδήλωση.


«Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο από το να προσπαθώ να ζω σύμφωνα με ό,τι πιο αληθινό ήθελε να βγει από μέσα μου. Γιατί άραγε ήταν τόσο πολύ δύσκολο;» Αυτό αναρωτιόταν στα 1920 ο Έρμαν Έσσε, Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας. Η φράση που ακούσατε είναι παρμένη από τον Ντέμιαν, ένα μυθιστόρημα χρονικό μιας εφηβείας, που έμελε να γίνει το ευαγγέλιο της γερμανικής νεολαίας, πριν ακόμη περάσει ολόκληρη η χώρα στην εποχή των ναζιστικών παγετώνων. Αυτό το ίδιο βιβλίο το διάβαζα και εγώ στα 1980, όταν ήμουν στη δική σας ηλικία 

Θα προσπαθήσω όμως τώρα να προλάβω τυχόν απορίες και αντιρρήσεις σας. Ζήσατε τα τελευταία χρόνια πραγματικά στον σφυγμό και στις αλυσίδες ενός συστήματος, το οποίο απέρριπτε μια τέτοια ανάγνωση ως ξένο σώμα, ένα εξεταστικό σύστημα που ευνοούσε την αποστήθιση και παραγκώνιζε τη δημιουργική φαντασία και την κριτική σκέψη. Δεν είστε εδώ και κάποια χρόνια αναγνώστες, γιατί οι συνθήκες δεν σας επέτρεψαν να είστε. Όσοι και όσες από σας είχατε αρχίσει να κτίζετε αναγνωστικές συνήθειες στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, στο λύκειο απομακρυνθήκατε από τα εξωσχολικά βιβλία, όπως συνηθίζουμε ακόμη με παλιομοδίτικο τρόπο να τα αποκαλούμε. Η σχέση των μαθητών με τη λογοτεχνία είναι ένα από τα πρώτα σφάγια στο θυσιαστήριο των εισαγωγικών εξετάσεων. Στα χρόνια όμως που έρχονται θα κληθείτε να βρείτε το κομμένο νήμα και να βγείτε από αυτόν τον λαβύρινθο τον γεμάτο μνήμες άγχους και απώθησης.
Οι δημοκρατικές κοινωνίες απαιτούν από τους πολίτες τους όχι μόνο ενημέρωση και πληροφόρηση, κάτι που προσφέρεται αφειδώς από το διαδίκτυο, αλλά και συγκροτημένη σκέψη όπως και δημιουργική φαντασία και επινοητικότητα. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση το διαδίκτυο, επιτρέψτε μου αυτό να το πιστεύω, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Όλες αυτές οι ικανότητες που αναφέραμε προάγονται όχι από βιαστικά ηλεκτρονικά κοιτάγματα αλλά από την ανάγνωση της λογοτεχνίας, του δοκιμίου, του βιβλίου γενικότερα. Το διαδίκτυο είναι ένας ωκεανός, αυτό το ξέρετε καλύτερα από εμένα και δεν μπορείτε να τον περάσετε με ένα μικρό βαρκάκι. Θα χρειαστείτε γαλέρες και ατμόπλοια, τα οποία εσείς πρέπει να ναυπηγήσετε με υλικά από συγκροτημένα κείμενα, θα χρειαστεί να ροκανίσετε και να κολλήσετε τα μαδέρια τους συντροφιά με βιβλία.
Μα γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, να διαβάζουμε βιβλία; Αξίζει άραγε τον κόπο και αν ναι πώς να τα διαβάζουμε, ποιους τίτλους να επιλέγουμε και με ποιο τρόπο; Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις που μου έχουν κάνει επανειλημμένα πολλοί μαθητές και μαθήτριες σε γυμνάσια και λύκεια, όπου με είχαν προσκαλέσει για να μιλήσουμε για βιβλία. Προς τι άραγε, επιτείνω τώρα εγώ το ερώτημα, αυτή η μανία της ανάγνωσης; Από τον Μέγα Βασίλειο για παράδειγμα, πριν από χίλια επτακόσια χρόνια, όταν στον γνωστό λόγο του προς τους νέους ζητάει απ’ αυτούς να ετοιμάσουν τη συνείδησή τους με τη μελέτη της κοσμικής σοφίας των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, ως τον Ντανιέλ Πενιάκ, τωρινό συγγραφέα και εκπαιδευτικό ο οποίος με πολύ θάρρος και χιούμορ θέσπισε τα δικαιώματα του σημερινού αναγνώστη. Προς τι λοιπόν η ανάγνωση; Περιορισμένος σήμερα από τον χρόνο θα επιχειρήσω να συνοψίσω μια απάντηση σχεδόν τηλεγραφική.

Ο καθένας μας είναι κλεισμένος στο δωμάτιο της ιδιωτικότητάς του ενώ έξω υπάρχει ο κόσμος, πολύχρωμος, σκληρός αλλά και τρυφερός, βίαιος και ερωτικός, αντιφατικός… Διαβάζουμε λοιπόν για να διευρύνουμε κι άλλο αυτήν τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας μέσα από την οποία αντικρίζουμε τον κόσμο, για ν’ ανοίξουμε την οπτική μας στο θαύμα με ό,τι απόλαυση και αγωνία αυτό συνεπάγεται, άλλωστε η λέξη κόσμος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κόσμημα, δηλαδή στολίδι. Η ανάγνωση, αγαπητά μου αγόρια και κορίτσια, συνεισφέρει τελικά στο ακόνισμα της ματιάς μας η οποία πέφτει πάνω σε αυτό το στολίδι, στη διεύρυνση της ζωής ως εμπειρία, στη χωροθέτηση του κόσμου και στην προσπάθεια ερμηνείας του. Φυσικά όποιος διαβάζει δε σημαίνει απαραίτητα πως γίνεται αυτόματα και καλύτερος άνθρωπος από κάποιον άλλο που δεν είναι αναγνώστης, όμως βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην ενσυναίσθηση της ελευθερίας, ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του άλλου, γιατί μέσω των βιβλίων έχει γνωρίσει και άλλες ζωές. Φανταστείτε τελικά το μυθιστόρημα ως ένα ζιπαρισμένο αρχείο της ζωής ενός ανθρώπου. Οι ζωές των άλλων είτε τις γνωρίζουμε ως φυσικές παρουσίες είτε τις πλησιάζουμε μέσω της ανάγνωσης είναι ο πλούτος μας.
Κλείνοντας σας εύχομαι να ζήσετε μια ευτυχισμένη και δημιουργική ζωή προσπαθώντας να την καταστήσετε σε αρμονία με ό,τι πιο αληθινό αναβλύζει από μέσα σας, όπως θα έλεγε και ο Έρμαν Έσσε, όσο είναι αυτό δυνατό, όσο μπορέσετε να το καταφέρετε. Ανοίξτε την αγκαλιά σας στους ανθρώπους και φροντίστε να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσει μαζί και κάποια βιβλία, γιατί τα βιβλία είναι η κατάφαση της ίδιας της ζωής, γιατί και τα βιβλία τελικά άνθρωποι είναι κι αυτά.
Πηγή: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.vivlia&id=35128