Δυο λόγια για τον Αλμπέρτο Σαβίνιο
Φαίδων Χατζηαντωνίου
Ο Αλμπέρτο Σαβίνιο, ψευδώνυμο του Αντρέα ντε
Κίρικο, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 1891. Ο αδελφός του Τζιόρτζιο
είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα στον Βόλο, το 1888. Ο πατέρας Εβαρίστο ντε
Κίρικο, σικελός μηχανικός, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα είχε έρθει στην Ελλάδα
για τη μελέτη και κατασκευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών. Η εργασία του
υποχρέωνε την οικογένεια σε διαρκείς μετακινήσεις σ’ ολόκληρη τη βαλκανική
χερσόνησο, τον περισσότερο καιρό, όμως, έμεναν στον Βόλο και στην Αθήνα και,
μετά το 1899, μόνιμα στην Αθήνα.
Μετά τον θάνατο του Εβαρίστο, το 1905, η
μητέρα Τζέμμα αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα με τα δύο παιδιά. Στο μεταξύ
ο Αντρέα είχε προλάβει να πάρει με άριστα το πτυχίο του στο πιάνο και στη
σύνθεση από το Ωδείο Αθηνών (1903) σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών. Καθηγητής του
ένας από τους κορυφαίους έλληνες μουσουργούς της εποχής, με αξιόλογη παρουσία
και στην Ιταλία, ο Σπύρος Σαμάρας, συνθέτης του Ύμνου των πρώτων Ολυμπιακών
Αγώνων της Αθήνας του 1896.
Η Ελλάδα για τον Σαβίνιο ήταν μια αστείρευτη
πηγή έμπνευσης. Οι παιδικές του αναμνήσεις από τη γενέθλια γη και οι μελέτες
της ωριμότητάς του γύρω από την ελληνική ιστορία και τη μυθολογία αλλά και οι
συχνές αναφορές του σε πρόσωπα και πράγματα της νεώτερης Ελλάδας, κάνουν το
έργο του ιδιαίτερα ελκυστικό στον έλληνα αναγνώστη. Ο Σαβίνιο ζωγραφίζει,
γράφει λογοτεχνία και αρθρογραφεί, συνθέτει λυρικά έργα σε δικά του λιμπρέτα,
γράφει θεατρικά έργα, κάνει σκηνικά και κοστούμια και σ’ όλ’ αυτά η Ελλάδα
είναι παρούσα: όχι μόνο η γενέθλια Αθήνα και η Θεσσαλία των παιδικών του χρόνων
αλλά και η Μακεδονία του Μεγάλου Πολέμου.
Αλμπέρτο Σαβίνιο. Πέρασμα ενός αγγέλου, 1930. |
Την Μακεδονία ο Σαβίνιο τη γνώρισε
στρατευμένος, καθώς υπηρέτησε στην ιταλική μεραρχία της Στρατιάς της Ανατολής. Την
μετάθεσή του στο μακεδονικό μέτωπο την είδε σαν μια ευκαιρία να ξαναβρεθεί στη
μυθική χώρα των παιδικών του χρόνων. Κείμενα που έγραψε στη Θεσσαλονίκη από το
καλοκαίρι του 1917 ως το φθινόπωρο του ‘18 με τον γενικό τίτλο “Η επιστροφή του
Αργοναύτη” τα δημοσίευσε στον Ερμαφρόδιτο,
το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Φλωρεντία το 1918. Αλλά και αργότερα,
στις επιφυλλίδες που δημοσίευε σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες, συχνά επέστρεφε
στην Ελλάδα της μνήμης και του μύθου.
Το αφήγημα "Ο Καταΐφ", που
μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Corriere
d’Informazione, στο φύλλο της 20-21 Δεκεμβρίου 1948. Έχει συμπεριληφθεί στον
τόμο: Αlberto Savinio, Opere,
Bompiani, Milano 1989,
σσ. 860-863.
Αλμπέρτο Σαβίνιο
Ο Καταΐφ
Μετάφραση: Φαίδων
Χατζηαντωνίου
Έφθασα
στην Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1917. Αποσπασμένος στη μεραρχία Α.Μ. Είχα
μετατεθεί στην Μακεδονία κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Πολέμου. Αιτιολογικό
της μετάθεσης η γνώση μου της νεοελληνικής γλώσσας. Εκεί, στην γη του Φιλίππου
και του Αλεξάνδρου, στα αρχαία χρόνια, και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ερχόμουν
να θέσω την γνώση μου των ελληνικών στην υπηρεσία του στρατιωτικού μας σώματος
που, κάτω από την γενική διοίκηση του στρατηγού Σαράιγ, δρούσε σε αρμονία με το
γαλλικό, το αγγλικό, το σερβικό σώμα.
Υπήρχε
ανάμεσα σε εκείνα τα στρατεύματα και ένα ρωσικό στρατιωτικό σώμα. Αλλά χάρη σε
ένα καινούργιο στρατιωτικό νόμο που είχε ψηφίσει ο Κερένσκι, δεν πήγαινε
κάποιος στον πόλεμο με επιστράτευση αλλά μόνο επειδή ο ίδιος είχε κλίση. Ο
γενικός διοικητής του ρωσικού στρατιωτικού σώματος συγκέντρωσε τους άνδρες του,
ρώτησε ποιος ήθελε να πάει να πολεμήσει και ποιος δεν ήθελε. Δεν ξέρω πόσοι
απάντησαν ναι και πόσοι όχι: ξέρω ότι το ρωσικό στρατιωτικό σώμα διαλύθηκε.
Έφτασα
στην Μακεδονία το καλοκαίρι του 1917: άφησα την Μακεδονία το φθινόπωρο του '18.
Ούτε μια φορά σ’ αυτό το διάστημα δεν είχα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τα
ελληνικά μου προς όφελος της μεραρχίας Α.Μ. Μια στρατιά είναι μεγάλη για τον
αριθμό ανδρών, οπλισμού, μέσων: είναι ακόμα πιο μεγάλη για πράγματα άχρηστα.
Ο
πόλεμος στην Μακεδονία είχε στο μεταξύ λήξει.
Να
πώς:
Μια
μέρα τα συμμαχικά στρατεύματα άρχισαν μια γιγαντιαία επίθεση. Τα κανόνια
βαρούσαν τρεις μέρες. Στο τέλος της τρίτης μέρας σίγησαν και το πεζικό πέρασε
στην επίθεση κατά των βουλγαρικών χαρακωμάτων. Ήταν άδεια.
Ήταν
ολωσδιόλου μάταια η διαμονή μου στην Μακεδονία;
Είχαμε
αποπλεύσει από την Μήλο και ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα. Με το ξημέρωμα ήμουν στη
γέφυρα. Η ομίχλη αριστερά σιγά-σιγά ξανοίγει και αναδύεται η κορυφή του
Ολύμπου. Εγώ κι αν είμαι κάποιος που μπορεί να πει: Et deos vidi (σημ. μτφρ., λατιν. Και είδα τους θεούς).
Στη
Θεσσαλονίκη.
Ένα
πρωί καθόμουν στο καφενείο, στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, μαζί με έναν σύντροφο:
Αντέλμο Αμπαντονάτι.
Ήταν
από το Ποτζιμπόνσι. Το όνομα κάνει τον άνθρωπο. Ο Αμπαντονάτι (σημ. μτφρ.,
ιταλ. Εγκαταλειμμένου), ιδιαίτερα όταν καθόταν, αφηνόταν στην εγκατάλειψη: τα
χέρια, τα πόδια για λογαριασμό του το καθένα. Για να σηκωθεί όρθιος, πρώτα
έπρεπε να μαζέψει το κορμί του που ήταν χυμένο ολόγυρα.
Πίναμε
ο καθένας μας από ένα "βαρύν γλυκόν": καφές πηχτός και πολύ
ζαχαρωμένος.
Ο
Αμπαντονάτι τέλειωσε το τσιγάρο, πέταξε τη γόπα.
Καθώς
η γόπα σχημάτιζε μια παραβολική τροχιά ανάμεσα στο χέρι τού Αμπαντονάτι και της
μακεδονικής γης, εμφανίστηκε, δεν ξέρω κι εγώ αν από το χώμα ή από τον αέρα,
ένα πλάσμα σαν αστραπή που άρπαξε τη γόπα εν πτήσει.
Ο
σερβιτόρος, που είχε φυσήξει την μύτη του με τα δάχτυλα και τώρα τα σκούπιζε
στην ποδιά του, τράβηξε μια κλωτσιά στον αναπάντεχο τύπο και του φώναξε: "Άιντε, άιντε, Καταΐφ!"
Καταΐφ
είναι το όνομα ενός ανατολίτικου μαλλιαρού γλυκού ποτισμένου με μέλι και
κουβαριασμένου πάνω σε ένα στρώμα κρέμας.
Καταΐφ
έλεγαν κι εκείνο το είδος Πουκ της Ανατολίας, επειδή έμοιαζε η κιτρινωπή φωλιά πουλιών
που κάλυπτε το κεφάλι του με την μαλλιαρή κουβαριασμένη πάστα, που στην Ανατολή
στολίζει το μάρμαρο του ζαχαροπλάστη.
Αλλά
κάτω από εκείνη την κιτρινωπή φωλιά τι υπήρχε;
Για
πρόσωπο δεν μπορεί να γίνει λόγος, ούτε, από κάτω, για ανθρώπινα μέλη. Φύρδην
μίγδην κάτι ζωντανό, μέσα σε κρεμάμενα κουρέλια. Τίποτ' άλλο.
Κι
όμως, ο Καταΐφ ζούσε. Κι όχι μόνο ζούσε, αλλά είχε και αισθήσεις. Κι όχι μόνο είχε
αισθήσεις, αλλά αγαπούσε κιόλας.
Αγαπούσε
την ανάμνηση της αντανάκλασης ενός προσώπου˙
και ερωτευμένος καθώς ήταν με την αντανάκλαση του προσώπου, όλο και έψαχνε,
παντού, οπουδήποτε.
Ερωτευμένος.
Ερωτευμένος σε αναζήτηση του αγαπητικού αντικειμένου.
Το
κεφάλι, ή καλύτερα ό,τι σ' αυτόν ήταν κεφάλι, προτεταμένο, λες για να νιώσει
πρώτο και γρηγορότερα την μυρωδιά αυτού που τα μάτια πρόσμεναν να αντικρίσουν.
Τη
νύχτα ο Καταΐφ χωνόταν στην τρύπα ενός βράχου στο Ζεϊντενλίκ, πάνω από τη
Θεσσαλονίκη. Γύρω στο μεσημέρι πήγαινε και διπλωνόταν σαν ένα σακί με κουρέλια
στα συρματοπλέγματα που περιέβαλλαν τα στρατόπεδα και τα νοσοκομεία
εκστρατείας. Του πέταγαν τα αποφάγια από τις καραβάνες και τις γαβάθες των
αρρώστων. Μετά περιφερόταν στην πόλη, κι έψαχνε: έψαχνε την αγαπημένη ανάμνηση.
Τα
παιδιά του φώναζαν από πίσω:
"Πού 'ναι; Πού 'ναι;"
Το
πράγμα είχε ως εξής:
Ήταν
καρναβάλι. Ένα τσούρμο γαβριάδες είχαν πάρει τον Καταΐφ, του είχαν κρεμάσει μια
μάσκα στο πρόσωπο, ροζέ με μάτια γαλανά και δυο χείλια όλο χαμόγελο, του είχαν
δέσει και μια πατσαβούρα στο κεφάλι.
Ήταν
εκεί κοντά μια γούρνα όπου έφερναν να ποτίσουν τα γαϊδούρια.
Ο
Καταΐφ έσκυψε το κεφάλι στο νερό. Ένα πρόσωπο τον κοιτούσε χαμογελώντας.
Ένας
από τους πιτσιρικάδες, για να χαλάσει το είδωλο, να το σβήσει, πήδηξε μέσ' στη
γούρνα. Οι υπόλοιποι τράβηξαν σκίζοντας τη μάσκα από το πρόσωπο του Καταΐφ.
Από
τότε ο Καταΐφ ψάχνει.
Ήταν
παιδί; Ήταν γέρος; Κι από πότε ψάχνει;
Ο
Αμπαντονάτι δεν ξέρει. Αλλά προσθέτει: "Η μοναδική περίπτωση, σ' ολόκληρο
τον κόσμο, απόλυτου ναρκισσισμού".
Μια
νύχτα ξέσπασε μια μεγάλη φωτιά στην πολιτεία, και μια τεράστια μαύρη καλιακούδα.
Ανεβήκαμε
σε ένα σπίτι, ο Αμπαντονάτι κι εγώ, να κατεβάσουμε τα υπάρχοντα μιας
οικογένειας Εβραίων.
Κοίταξα
από το παράθυρο, έχοντας αγκαλιά ένα στρώμα.
Ετοιμαζόμουν
να το πετάξω κάτω: στάθηκα.
Δύο
στρατιώτες μαύροι παραμόνευαν έξω από το μπροστινό κοσμηματοπωλείο με την
ξιφολόγχη στο χέρι. Ο κοσμηματοπώλης βγήκε από το μαγαζί, μουσάτος, κουβαλώντας
μια βαλίτσα γεμάτη θησαυρούς.
Ένας
από τους μαύρους του 'ριξε κατάστηθα με την ξιφολόγχη. Ο άλλος -στο μεταξύ είχε
"εμφανιστεί" όπως έκανε πάντα, κι ούτε ήξερες από πού, ο Καταΐφ- έριξε
με τη σειρά του σ' εκείνο το κινούμενο κουβάρι από κουρέλια.
Πάνω
στο στρώμα της οικογένειας Χασσόν που το ξαπλώσαμε καταμεσίς στο δρόμο,
βολέψαμε προσεκτικά, ο Αμπαντονάτι κι εγώ, τον μουσάτο κοσμηματοπώλη από τη μια
μεριά, τον Καταΐφ από την άλλη.
Για
να βεβαιωθώ αν ακόμα απέμενε έστω και μια ικμάδα ζωής κάτω από εκείνο το σωρό
από κουρέλια σκόρπια κατάχαμα και ακίνητα πια, ανασήκωσα με το χέρι μου την
κιτρινωπή φωλιά, και τότε μονάχα ανακάλυψα ότι κάτω από το καταΐφι υπήρχαν ένα
ζευγάρι μάτια. Ανθρώπινα.
Διάπλατα
ανοιχτά. Και συνέχιζαν να ψάχνουν.
Πάνω
στον λόφο του Ζεϊντενλίκ, ένα πρωί, από δεκαπέντε μέρες η πολιτεία είχε πάψει
να καπνίζει, να σκοτεινιάζει, δύο σειρές στρατιωτών είχαν παραταχθεί πάνω στη
γυμνωμένη γη, κάτω από τον ουρανό όπου είχε αρχίσει να απλώνεται η αυγή. Η
πρώτη σειρά με το ένα γόνατο στη γη, όρθια η δεύτερη. Και σε απόσταση, καμιά εικοσαριά
βήματα, είκοσι άνδρες καθισμένοι με την πλάτη, καθένας σε μια καρέκλα.
Από
τους είκοσι, οι δυο σα να 'ταν μαύροι.
Το
κροτάλισμα μιας ροκάνας έσκισε τον ακόμα παρθένο αέρα. Λίγος καπνός υψώθηκε,
σχηματίζοντας ένα συννεφάκι.
Τα
είκοσι ανθρωπάκια έγειραν στο πλάι κι έπεσαν, παντρεμένο το καθένα με την
καρέκλα του. Σαν κάποιος να είχε τραβήξει ένα σκοινί.
Ποιος
τράβηξε το σκοινί;
Ο μουσάτος κοσμηματοπώλης κρυβόταν, βέβαια, στην
ένδοξη πυρκαγιά της αυγής.
Αλλά
ο Καταΐφ, σίγουρα, δεν του έδινε ένα χεράκι.
Αθώος
ζωντανός. Αθώος νεκρός.
Αθώος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου