Σελίδες

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

"Μαμά, μαμά, τι είναι τα βελιούρια;" - Σώζοντας στιγμές της ιστορίας!

“Μαμά, μαμά, τι είναι τα βελιούρια[1];’’

του Ελευθέριου Γούσια  

Μέρος Α΄

Πήγαινε συχνά  τα πρώτα χρόνια- τα ξέγνοιαστα- γιατί μετά τον πήγαινε περισσότερο η έγνοια.
Τότε που υπήρχε ακόμα ο μεγάλος πεύκος, αλλά και κάποια μικρότερα. Τότε που τα πελώρια κλωνάρια του ίσκιωναν το μέρος μες στο καταμεσήμερο - γιατί το καταμεσήμερο ήταν η αγαπημένη του ώρα για τις περιηγήσεις.- Με τις ξεραμένες πευκοβελόνες να τσιμπάνε τα γυμνά του πόδια περιδιάβαινε και διάβαζε τα γραμμένα στα μάρμαρα των τάφων. Ονόματα, ημερομηνίες, ηλικίες, μικρά στιχάκια που έγραφαν για την πίκρα του θανάτου. Κι εκεί, ανάμεσα στα βελιούρια και τις αγριοτριανταφυλλιές, τα ακλάδευτα χιονάκια και τις αγριάδες σκόνταφτε σε ξεχασμένα μνήματα που το μόνο που μαρτυρούσε την ύπαρξή τους ήταν εκείνα τα χιλιοασβεστωμένα και παφλένια[2] κουτιά-εν είδει εικονοστασίου- που χρησίμευαν στο να κρατάνε μέσα το καντήλι αναμμένο.
Άλλα πεσμένα, άλλα τσακισμένα και στερεωμένα με πέτρες φύλαγαν τον τόπο του αποδημήσαντος εις Κύριον. Όλα τους είχαν ένα μικρό πορτάκι στο κάτω μέρος, με τζαμάκι, τόσο μικρό που αν το ποτήρι της καντηλόκουπας ήταν μεγαλούτσικο μετά βίας μπορούσε ένα κανονικό χέρι να το βάλει και να το βγάλει απ τη θέση του. Η θέση δε, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα στρόγγυλο απ τον ίδιο τον τσίγκο στο κέντρο της τετράγωνης βάσης όλου του κατασκευάσματος. Άνωθεν της μικρής πορτίτσας είχε ως φεγγίτες τρία μικρά τζαμάκια σε διάταξη ισοσκελούς τριγώνου αλλά αντεστραμμένου- κι αυτά στρόγγυλα.- Έτσι, όταν περνούσες σούρουπο ή νύχτα, το φέγγισμα της φλόγας δημιουργούσε την εικόνα προσωπείου σε όλο το κατασκεύασμα, αφού η πόρτα φάνταζε με στόμα και τα τρία τζαμάκια με μύτη και μάτια. Παρ'όλη τη στενότητα είχε αρκετό ύψος, οι τέσσερις πλευρές κατέληγαν σε σκεπή με απόληξη έναν σταυρό, στην πίσω πλευρά είχε δύο υποδοχές για να μπει ο πάσσαλος που θα το στερέωνε στο έδαφος. Αυτά λοιπόν τα τενεκεδένια κουτάκια υπήρχαν σε κάθε  ταπεινό μνήμα το οποίο οριοθετούνταν από απλές πέτρες ,ασβεστωμένες κι αυτές. Υπήρχαν Όμως κι οι τάφοι των οικονομικά ισχυρών.( "Άρα τις εστί; Bασιλεύς η στρατιώτης; Δούλος ή ελεύθερος;…Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα[3]" ) που περιβάλλονταν από μάρμαρα και καλύπτονταν από μαρμαρόπλακες. Ανάμεσα στούς δύο αυτούς τύπους μνημείων υπήρχε κι΄ένας άλλος, αυτός που είχε γύρωθεν κράσπεδο τσιμεντένιο και στην κορφή έναν μαρμαρένιος σταυρό με το όνομα κ.τ.λπ. Σ έναν τέτοιο είχε έπεσε το βλέμμα του και διάβασε: KΩΝ/ΝΟΣ Δ. ΜΠΑΛΤΑΚΟΣ ΕΠΙ ΓΕΡΜΑΝΩΝ 14-04-44 ΕΤΩΝ 18.


Μέρος Β΄


"Πάνω στο ποδήλατο φορώντας ένα καπέλο, τον σκότωσαν οι γερμανοί καταμεσής στο δρόμο...... Κι΄ ήταν παιδί, στα 18."

Η ιστορία του ήταν γνωστή απ΄ τη μητέρα του, χιλιοειπωμένη, μα η θανατερή διήγηση ήταν το ίδιο τρομακτική κι’ενδιαφέρουσα κάθε φορά που την άκουγε. Λες και σε κάθε  εξιστόρηση εκείνο το παιδί δεχόταν μια σφαίρα ακόμη στο ήδη νεκρό κορμί του. 
Η μέρα ήταν από μόνη της πένθιμη-Μεγάλη Παρασκευή- και συνάμα βροχερή, η τρομοκρατία της γερμανικής κατοχής, οι εκτελέσεις, ο φόβος κι η πείνα κόντευαν να κλείσουν τον τέταρτο χρόνο-ήταν το έτος 1944- Ο έρημος αμαξωτός δρόμος που χώριζε το χωριό στη μέση και ένωνε το Βραχώρι με τα υπόλοιπα χωριά της Τριχωνίδας έγινε ο τόπος που χύθηκε το αίμα του νεαρού Κων/ντίνου για να λερωθεί με το χώμα ώσπου το νερό της βροχής να το ξεπλύνει και να καθαρίσει...
Μονάκριβο τον είχε η μάνα του, κι εκείνη τη μέρα, θες από αμυαλία θες από αντρειωσύνη, βγήκε να ανταμώσει την άνοιξη γιατί όπως και να το ΄θελες ο καιρός είχε αρχίσει να γλυκαίνει- 14 Απριλίου- και σε δυό μέρες θα ήταν Ανάσταση, κι ο τόπος είχε χλοήσει!
          Έτσι λοιπόν, όταν ανακάλυψε τον τάφο του αδικοσκοτωμένου ήταν σαν να γνώριζε τον συνονόματό του, ήξερε γι αυτόν, τον είχε αναστατώσει και τον είχε λυπήσει ο θάνατος του. Του ήταν παλιός γνώριμος, τον συμπαθούσε και κρυφίως, ίσως να τον θαύμαζε.
Το μνήμα του χορταριασμένο, κανείς δεν  τάρασσε την ησυχία του νεκρού με επισκέψεις για ξεχορτάριασμα ασβεστώματα και τέτοια. Μες απ αυτή την αφροντισιά ανέδυε μια μακάρια ανάπαυση, τα ξεσταχυασμένα βελιούρια έκαναν τον τόπο να μοιάζει με αλώνι του Χάρου, αλώνι που ο θεριστής δεν πάει με τον καιρό μα με δική του κρίση.
 Εκεί αναπαύονταν λοιπόν ο Κων/ντίνος Δ. Μπαλτάκος ετών 18, που στις 14-04-44 εφονεύθη απο τους γερμανούς επειδή πάνω στο μαθητικό του πηλίκιο είχε το εθνόσημο της πατρίδας του που βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, και όταν έψαξε ξανά τον τάφο για να καταγράψει ακριβώς τα στοιχεία, δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Ήξερε περίπου το μέρος αλλά τα δεδομένα γύρω άλλαζαν διότι κάποιοι τάφοι ανακαινίζονταν και φτιάχνονταν. Κοίταξε, ξανακοίταξε παραμέρισε χορτάρια έψαξε μήπως έσπασε ο σταυρός  αλλά τίποτα κανένα ίχνος δεν μαρτυρούσε την ύπαρξή του.
Έφυγε απαγοητευμένος, προσπάθησε να θυμηθεί την ημερομηνία, θυμόταν πως είχε πολλά τεσσάρια... άρχισε να συνθέτει τα νούμερα " σίγουρα 1944  άλλο ένα τέσσερα σημαίνει Απρίλιος, ωραία!!!" του έμεινε η ημέρα " τέσσερις, δεκατέσσερις ή εικοσιτέσσερις " προβληματίστηκε, θα διάλεγε το τέσσερις. Ικανοποιήθηκε εν μέρει απ τα στοιχεία που με μαθηματική επαγωγή σχεδόν επανέφερε αλλά λυπήθηκε διότι ήταν σχεδόν σίγουρος πως ο χώρος του μνημείου καταπατήθηκε, από άλλους αφού συνεχιστής της οικογένειας δεν υπήρχε. Άλλωστε από καιρό το κοιμητήρι είχε γεμίσει και η κοινότητα το είχε επεκτείνει αγοράζοντας το διπλανό οικόπεδο στο οποίο έπρεπε κάποιος να πληρώσει για να εξασφαλίσει την αιώνια κατοικία (ίσως η μόνη σωστή επένδυση εν ζωή, αφού δεν έχει φόρους κληρονομιάς, μεταβίβασης, δωρεάς εν ζωή ούτε μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο).
Εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα-δεν είχε και πολύ ζέστη διότι φυσούσε- αποφάσισαν να πάνε στα μνήματα, από μέρες το έλεγαν αλλά πάντα κάτι τύχαινε. Δύο μέρες πριν είχε πάει και τάραξε την ησυχία των κεκοιμημένων, αφού με το σκαλιστήρι πάλεψε με τα βελιούρια τόσο εντός όσο και γύρωθεν του τάφου. Τώρα είχε ρίξει στον ώμο ένα λάστιχο ποτίσματος, αρκετά μακρύ, κι έβαλε στην τσέπη δυό φυτίλακια, λάδι και τσακμάκι είχε αφήσει απ την πρότερη επίσκεψη.
Είχε βέβαια και παρέα δεν θα πήγαινε μονάχος του, η κουστωδία αποτελούνταν από, την αδερφή του που ζούσε με την οικογένειά της στον Πειραιά, αλλά εκείνες τις μέρες παραθέριζε στο χωριό με τα δυό της παιδιά, την ανιψιά του την Αννούλα και τον ανιψιό του Ζώη. Στον μέσον της διαδρομής αντάμωσαν την κυρά-Άννα, χαιρετήθηκαν κι η κυρά- Άννα σχολίασε πόσο παρατημένο ήταν γενικώς το νεκροταφείο και για τα ζιζάνια, που έζωναν τα μνήματα. Ανέφερε μάλιστα και τα καθαρισμένα βελιούρια στον δικό τους τάφο.
Ο μικρός Ζώης άκουσε καινούργια λέξη" βελιούρια'' στην οποία δίνανε μεγάλη βαρύτητα στην κουβέντα τους: έτσι τα βελιούρια αλλιώς τα βελιούρια, πόσο βαθιές ρίζες έχουν και δεν ξεπατώνονται και άλλα τέτοια. Ποιός ξέρει στην παιδική του φαντασία τι να νόμισε πως είναι τα βελιούρια, δεν άντεξε και εν μέσω της κουβέντας σκούντηξε τη μητέρα του και τη ρώτησε χαμηλοφώνως: Μαμά, μαμά τι είναι τα βελιούρια;
Μετά το μάθημα φυτολογίας, συνεχίσανε για το σκοπό τους και αφού κάνανε τα απαραίτητα στον τάφο των προγόνων τους, περιδιάβηκαν στο κοιμητήρι διαβάζοντας και σχολιάζοντας. Είναι εκείνο το περίεργο αίσθημα που αρέσκεσαι σ΄αυτήν την ιδιαίτερη βόλτα, μέσα σ αυτό πένθιμο περιβάλλον με τον θάνατο να σε περιτριγυρίζει και τους νεκρούς δυό μέτρα κάτω απ΄τα πόδια σου, αισθάνεσαι κάτι περίεργο που σε καταλαγιάζει.
Δεν νοιώθεις αυτό το αποκρουστικό πάγωμα του θανάτου αλλά ημερεύεις και συλλογάσαι τόσο τη σιγουριά της αναπόφευκτης αυτής καταστάσεως η οποία ισορροπεί με την άλλη πάλι σιγουριά πως εσύ δεν ανήκεις εκεί.-Κι εδώ θυμόμαστε τη σκέψη κάποιου πατέρα της εκκλησίας;: πως ο θάνατος δεν μας αγγίζει διότι όταν έρχεται εμείς έχουμε πάει ήδη αλλού..- αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση της Ανάστασης.
Εκεί λοιπόν, ο μικρός Ζώης τράβηξε δική του κατεύθυνση οδηγώντας εν αγνοία του στα νέα δεδομένα της υπόθεσης του αφανισθέντος  εξ ολοκλήρου μνήματος. Τι είχε συμβεί; Συγγενείς ανακαίνισαν και επέκτειναν προφανώς το μνημείο του περιλαμβάνοντας στην νέα κατασκευή και το παλαιό του Κ. Μπαλτάκου. Διότι επάνω στον καινούργιο μαρμάρινο τάφο υπήρχε αυτούσιος ο παλαιός σταυρός. Έκπληξη κι ευχαρίστηση συνάμα γέμισε την καρδιά του γράφοντος την ιστορία. Γιατί η ιστορία έσωζε τα σημάδια της, ίσως αδιάφορο για του πολλούς μα αυτόν τον ένοιαζαν οι λίγοι, που ξεχωρίζουν αυτούς  που αφήνουν δίπλα στ΄όνομά τους κάτι που μπορούν να το πάρουν οι επόμενοι και να το πάνε παραπέρα, αξίες που δεν ζυγίζονται με την οκά μα με το πόσο καλύτερος άνθρωπος γίνεσαι.
       





[1] Ζιζάνιο των αγρών.Επ.ον. Sorgum halepense

[2] Κατασκευασμένο από τσίγκο.

[3] Νεκρώσιμα ιδιόμελα.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Η ελληνική ποίηση ταξιδεύει (και μας ταξιδεύει)!!!!


Μια ελπιδοφόρα είδηση που έρχεται απ' έξω και μας χαροποιεί ιδιαίτερα!!!!




Στίχοι ποιημάτων της Σαπφούς, του Καβάφη και του Γκάτσου θα κοσμούν τα βαγόνια του μετρό στο Λονδίνο από σήμερα και για τις επόμενες έξι εβδομάδες.

Οι στίχοι θα είναι γραμμένοι στα ελληνικά και στα αγγλικά, ενώ θα υπάρχουν και στίχοι ξένων ποιητών στους οποίους υμνούν την Ελλάδα, όπως ο λόρδος Βύρων.

Η συμβολική πολιτιστική κίνηση, θα πραγματοποιηθεί μετά από τη συνεργασία που προηγήθηκε μεταξύ της ελληνικής πρεσβείας και της οργάνωσης Poems on the Underground.

Οι αφίσες με τα ποιήματα που θα μπουν στο μετρό παρουσιάστηκαν την προηγούμενη Πέμπτη σε τελετή στο Keats House στο Χάμστετ του Λονδίνου.




Πηγή: http://www.athensmagazine.gr/portal/bestofathens/articles/83160#.Uwyg_-N_sl9

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Α΄ Λογοτεχνικός Διαγωνισμός ποιήματος και διηγήματος με την ονομασία «Μίμης Σουλιώτης»


Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών "Δημιουργική Γραφή" του Πανεπιστημίιου Δυτικής Μακεδονίας και το "Βιβλιολογείον" προκηρύσσουν τον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό ποιήματος και διηγήματος με την ονομασία «Μίμης Σουλιώτης».

Ο Διαγωνισμός απευθύνεται σε όσους γράφουν ποίηση και πεζό λόγο στην ελληνική γλώσσα, ανεξαρτήτως τόπου διαμονής, εθνικότητας και ηλικίας.

Διάρκεια Διαγωνισμού
Ως ημερομηνία έναρξης του Διαγωνισμού ορίζεται η 14η Φεβρουαρίου 2014 και ως ημερομηνία λήξης η 15η Απριλίου 2014 (για όσους αποστείλουν μέσω ταχυδρομείου, λαμβάνεται ως αποδεικτικό στοιχείο η σφραγίδα του Ταχυδρομείου). Κάθε συμμετοχή που θα σταλεί εκτός των συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων θα θεωρείται εκπρόθεσμη και δεν θα γίνεται αποδεκτή.

Το θέμα του Διαγωνισμού
Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο.

Η Υποβολή των κειμένων
Οι υποψήφιοι μπορούν να συμμετάσχουν με ένα μόνο ποίημα έκτασης μέχρι 500 λέξεις ή ένα μόνο διήγημα μέχρι 1000 λέξεις, που να μην έχει δημοσιευθεί σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή.  Η Κριτική Επιτροπή θα επιδείξει ιδιαίτερη αυστηρότητα στην τήρηση του ανώτατου ορίου των λέξεων από τους συγγραφείς των κειμένων.
Για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό κατατίθεται το ποσό των 10 ευρώ στην τράπεζα Πειραιώς στον αριθμό λογαριασμού: 5250-038184-576 με υποχρεωτική αναγραφή του ονοματεπωνύμου και την ένδειξη: «Για το Διαγωνισμό Διηγήματος και Ποίησης»(κωδ. 1334).  Σε περίπτωση που ο υποψήφιος επιθυμεί να συμμετάσχει και στους δυο διαγωνισμούς πρέπει να καταθέσει το ποσό των 20 ευρώ.
Τα κείμενα που θα υποβληθούν θα πρέπει να είναι σε γραμματοσειρά 12 TimesNewRoman ελληνικά, διάστιχο 1.5 και υποβάλλονται ηλεκτρονικά ή ταχυδρομικά.
Η υποβολή των προτάσεων μπορεί να γίνει με  δύο τρόπους:
  •        μέσω ηλεκτρονικής φόρμας στη διεύθυνση: http://dim-grafi.uowm.gr/index.php/contest2014/cwcontest2014, όπου θα συμπληρώνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία του διαγωνιζόμενου, ενώ παράλληλα θα κατατίθεται ως συνημμένο αρχείο η απόδειξη πληρωμής της συμμετοχής στο διαγωνισμό.

  • μέσμέσω ταχυδρομείου, όπου θα αποστέλλονται 3 αντίγραφα (σε γραμματοσειρά 12 TimesNewRoman ελληνικά, διάστιχο 1.5) και ένα cd που θα περιέχει το αρχείο με το κείμενο. Επίσης, θα εσωκλείεται έγγραφο, το οποίο θα φέρει τα εξής στοιχεία: όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση μόνιμης κατοικίας, τηλέφωνο επικοινωνίας, ηλεκτρονική διεύθυνση του υποψηφίου καθώς και η απόδειξη πληρωμής από την τράπεζα. Η ταχυδρομική διεύθυνση αποστολής είναι η εξής:
·  
Π.Μ.Σ. «Δημιουργική Γραφή»
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
3ο χλμ. Εθνικής Οδού Φλώρινας - Νίκης
Τ.Θ. 21, 53100, Φλώρινα

Όροι του Διαγωνισμού
  •                       Από το σύνολο των συμμετοχών θα διακριθούν πενήντα ποιήματα και τριάντα διηγήματα, που θα εκδοθούν α. σε  έντυπη ειδική συλλογή και β. Θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Δημιουργική Γραφή». Για τη συγκεκριμένη έκδοση οι συγγραφείς παραχωρούν αυτοδίκαια στους οργανωτές τα πνευματικά τους δικαιώματα και αποδέχονται ότι το μέρος των εσόδων από την πώληση του βιβλίου στα βιβλιοπωλεία που αντιστοιχεί στο ποσοστό των δικαιωμάτων των συγγραφέων θα παραχωρηθεί στο «Βιβλιολογείον".

  •               Οι τρεις(3) πρωτεύσαντες από κάθε κατηγορία (ποίηση – πεζός λόγος) θα έχουν το δικαίωμα της δωρεάν παρακολούθησης  στα Διά Βίου Μάθησης Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής, διαδικτυακά ή διά ζώσης, που θα προσφέρει κατά την ακαδημαϊκή χρονιά 2014-2015 το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

  •                Η τελική απόφαση της Κριτικής Επιτροπής δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και  είναι οριστική. Σε όλους τους διακριθέντες θα απονεμηθεί έπαινος και τιμητικό δίπλωμα. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η βράβευση και η απονομή επαίνων και τιμητικών διπλωμάτων θα πραγματοποιηθεί σε ειδική εκδήλωση - ημερίδα τον Ιούνιο του 2014 στη Φλώρινα.
  •                      
  •                  Οι διοργανωτές διατηρούν το δικαίωμα να μεταβάλουν τις ημερομηνίες του Διαγωνισμού.
          Η συμμετοχή στο Διαγωνισμό προϋποθέτει και συνεπάγεται την πλήρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή του συνόλου των παραπάνω όρων.

Η Κριτική Επιτροπή
Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής: Κωτόπουλος Η. Τριαντάφυλλος, ποιητής, Επιστημονικά Υπεύθυνος του Π.Μ.Σ. «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Την κριτική επιτροπή για το Διαγωνισμό Ποιήματος αποτελούν οι:
Παυλίνα Παμπούδη, ποιήτρια.
Στρατής Πασχάλης, ποιητής,
Κωτόπουλος Η. Τριαντάφυλλος, ποιητής.

Την κριτική επιτροπή για το Διαγωνισμό Διηγήματος αποτελούν οι:
Σώτη Τριανταφύλλου, συγγραφέας.
Μισέλ Φάις, συγγραφέας,
Γιώργος Παναγιωτίδης, λογοτέχνης.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Αλμπέρτο Σαβίνιο. Ο Καταΐφ


Δυο λόγια για τον Αλμπέρτο Σαβίνιο
Φαίδων Χατζηαντωνίου
Ο Αλμπέρτο Σαβίνιο το 1930.

   Ο Αλμπέρτο Σαβίνιο, ψευδώνυμο του Αντρέα ντε Κίρικο, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 1891. Ο αδελφός του Τζιόρτζιο είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα στον Βόλο, το 1888. Ο πατέρας Εβαρίστο ντε Κίρικο, σικελός μηχανικός, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα είχε έρθει στην Ελλάδα για τη μελέτη και κατασκευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών. Η εργασία του υποχρέωνε την οικογένεια σε διαρκείς μετακινήσεις σ’ ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο, τον περισσότερο καιρό, όμως, έμεναν στον Βόλο και στην Αθήνα και, μετά το 1899, μόνιμα στην Αθήνα.
   Μετά τον θάνατο του Εβαρίστο, το 1905, η μητέρα Τζέμμα αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα με τα δύο παιδιά. Στο μεταξύ ο Αντρέα είχε προλάβει να πάρει με άριστα το πτυχίο του στο πιάνο και στη σύνθεση από το Ωδείο Αθηνών (1903) σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών. Καθηγητής του ένας από τους κορυφαίους έλληνες μουσουργούς της εποχής, με αξιόλογη παρουσία και στην Ιταλία, ο Σπύρος Σαμάρας, συνθέτης του Ύμνου των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896.
   Η Ελλάδα για τον Σαβίνιο ήταν μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Οι παιδικές του αναμνήσεις από τη γενέθλια γη και οι μελέτες της ωριμότητάς του γύρω από την ελληνική ιστορία και τη μυθολογία αλλά και οι συχνές αναφορές του σε πρόσωπα και πράγματα της νεώτερης Ελλάδας, κάνουν το έργο του ιδιαίτερα ελκυστικό στον έλληνα αναγνώστη. Ο Σαβίνιο ζωγραφίζει, γράφει λογοτεχνία και αρθρογραφεί, συνθέτει λυρικά έργα σε δικά του λιμπρέτα, γράφει θεατρικά έργα, κάνει σκηνικά και κοστούμια και σ’ όλ’ αυτά η Ελλάδα είναι παρούσα: όχι μόνο η γενέθλια Αθήνα και η Θεσσαλία των παιδικών του χρόνων αλλά και η Μακεδονία του Μεγάλου Πολέμου.
Αλμπέρτο Σαβίνιο. Πέρασμα ενός αγγέλου, 1930.
   Την Μακεδονία ο Σαβίνιο τη γνώρισε στρατευμένος, καθώς υπηρέτησε στην ιταλική μεραρχία της Στρατιάς της Ανατολής. Την μετάθεσή του στο μακεδονικό μέτωπο την είδε σαν μια ευκαιρία να ξαναβρεθεί στη μυθική χώρα των παιδικών του χρόνων. Κείμενα που έγραψε στη Θεσσαλονίκη από το καλοκαίρι του 1917 ως το φθινόπωρο του ‘18 με τον γενικό τίτλο “Η επιστροφή του Αργοναύτη” τα δημοσίευσε στον Ερμαφρόδιτο, το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Φλωρεντία το 1918. Αλλά και αργότερα, στις επιφυλλίδες που δημοσίευε σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες, συχνά επέστρεφε στην Ελλάδα της μνήμης και του μύθου.
   Το αφήγημα "Ο Καταΐφ", που μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Corriere d’Informazione, στο φύλλο της 20-21 Δεκεμβρίου 1948. Έχει συμπεριληφθεί στον τόμο: Αlberto Savinio, Opere, Bompiani, Milano 1989, σσ. 860-863.


Αλμπέρτο Σαβίνιο
Ο Καταΐφ

Μετάφραση: Φαίδων Χατζηαντωνίου

   Έφθασα στην Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1917. Αποσπασμένος στη μεραρχία Α.Μ. Είχα μετατεθεί στην Μακεδονία κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Πολέμου. Αιτιολογικό της μετάθεσης η γνώση μου της νεοελληνικής γλώσσας. Εκεί, στην γη του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, στα αρχαία χρόνια, και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ερχόμουν να θέσω την γνώση μου των ελληνικών στην υπηρεσία του στρατιωτικού μας σώματος που, κάτω από την γενική διοίκηση του στρατηγού Σαράιγ, δρούσε σε αρμονία με το γαλλικό, το αγγλικό, το σερβικό σώμα.
   Υπήρχε ανάμεσα σε εκείνα τα στρατεύματα και ένα ρωσικό στρατιωτικό σώμα. Αλλά χάρη σε ένα καινούργιο στρατιωτικό νόμο που είχε ψηφίσει ο Κερένσκι, δεν πήγαινε κάποιος στον πόλεμο με επιστράτευση αλλά μόνο επειδή ο ίδιος είχε κλίση. Ο γενικός διοικητής του ρωσικού στρατιωτικού σώματος συγκέντρωσε τους άνδρες του, ρώτησε ποιος ήθελε να πάει να πολεμήσει και ποιος δεν ήθελε. Δεν ξέρω πόσοι απάντησαν ναι και πόσοι όχι: ξέρω ότι το ρωσικό στρατιωτικό σώμα διαλύθηκε.
   Έφτασα στην Μακεδονία το καλοκαίρι του 1917: άφησα την Μακεδονία το φθινόπωρο του '18. Ούτε μια φορά σ’ αυτό το διάστημα δεν είχα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τα ελληνικά μου προς όφελος της μεραρχίας Α.Μ. Μια στρατιά είναι μεγάλη για τον αριθμό ανδρών, οπλισμού, μέσων: είναι ακόμα πιο μεγάλη για πράγματα άχρηστα.
   Ο πόλεμος στην Μακεδονία είχε στο μεταξύ λήξει.
   Να πώς:
   Μια μέρα τα συμμαχικά στρατεύματα άρχισαν μια γιγαντιαία επίθεση. Τα κανόνια βαρούσαν τρεις μέρες. Στο τέλος της τρίτης μέρας σίγησαν και το πεζικό πέρασε στην επίθεση κατά των βουλγαρικών χαρακωμάτων. Ήταν άδεια.
   Ήταν ολωσδιόλου μάταια η διαμονή μου στην Μακεδονία;
   Είχαμε αποπλεύσει από την Μήλο και ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα. Με το ξημέρωμα ήμουν στη γέφυρα. Η ομίχλη αριστερά σιγά-σιγά ξανοίγει και αναδύεται η κορυφή του Ολύμπου. Εγώ κι αν είμαι κάποιος που μπορεί να πει: Et deos vidi (σημ. μτφρ., λατιν. Και είδα τους θεούς).
   Στη Θεσσαλονίκη.
   Ένα πρωί καθόμουν στο καφενείο, στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, μαζί με έναν σύντροφο: Αντέλμο Αμπαντονάτι.
   Ήταν από το Ποτζιμπόνσι. Το όνομα κάνει τον άνθρωπο. Ο Αμπαντονάτι (σημ. μτφρ., ιταλ. Εγκαταλειμμένου), ιδιαίτερα όταν καθόταν, αφηνόταν στην εγκατάλειψη: τα χέρια, τα πόδια για λογαριασμό του το καθένα. Για να σηκωθεί όρθιος, πρώτα έπρεπε να μαζέψει το κορμί του που ήταν χυμένο ολόγυρα.
   Πίναμε ο καθένας μας από ένα "βαρύν γλυκόν": καφές πηχτός και πολύ ζαχαρωμένος.
   Ο Αμπαντονάτι τέλειωσε το τσιγάρο, πέταξε τη γόπα.
   Καθώς η γόπα σχημάτιζε μια παραβολική τροχιά ανάμεσα στο χέρι τού Αμπαντονάτι και της μακεδονικής γης, εμφανίστηκε, δεν ξέρω κι εγώ αν από το χώμα ή από τον αέρα, ένα πλάσμα σαν αστραπή που άρπαξε τη γόπα εν πτήσει.
   Ο σερβιτόρος, που είχε φυσήξει την μύτη του με τα δάχτυλα και τώρα τα σκούπιζε στην ποδιά του, τράβηξε μια κλωτσιά στον αναπάντεχο τύπο και του φώναξε: "Άιντε, άιντε, Καταΐφ!"
   Καταΐφ είναι το όνομα ενός ανατολίτικου μαλλιαρού γλυκού ποτισμένου με μέλι και κουβαριασμένου πάνω σε ένα στρώμα κρέμας.
   Καταΐφ έλεγαν κι εκείνο το είδος Πουκ της Ανατολίας, επειδή έμοιαζε η κιτρινωπή φωλιά πουλιών που κάλυπτε το κεφάλι του με την μαλλιαρή κουβαριασμένη πάστα, που στην Ανατολή στολίζει το μάρμαρο του ζαχαροπλάστη.
   Αλλά κάτω από εκείνη την κιτρινωπή φωλιά τι υπήρχε;
   Για πρόσωπο δεν μπορεί να γίνει λόγος, ούτε, από κάτω, για ανθρώπινα μέλη. Φύρδην μίγδην κάτι ζωντανό, μέσα σε κρεμάμενα κουρέλια. Τίποτ' άλλο.
   Κι όμως, ο Καταΐφ ζούσε. Κι όχι μόνο ζούσε, αλλά είχε και αισθήσεις. Κι όχι μόνο είχε αισθήσεις, αλλά αγαπούσε κιόλας.
   Αγαπούσε την ανάμνηση της αντανάκλασης ενός προσώπου˙ και ερωτευμένος καθώς ήταν με την αντανάκλαση του προσώπου, όλο και έψαχνε, παντού, οπουδήποτε.
   Ερωτευμένος. Ερωτευμένος σε αναζήτηση του αγαπητικού αντικειμένου.
   Το κεφάλι, ή καλύτερα ό,τι σ' αυτόν ήταν κεφάλι, προτεταμένο, λες για να νιώσει πρώτο και γρηγορότερα την μυρωδιά αυτού που τα μάτια πρόσμεναν να αντικρίσουν.  
   Τη νύχτα ο Καταΐφ χωνόταν στην τρύπα ενός βράχου στο Ζεϊντενλίκ, πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Γύρω στο μεσημέρι πήγαινε και διπλωνόταν σαν ένα σακί με κουρέλια στα συρματοπλέγματα που περιέβαλλαν τα στρατόπεδα και τα νοσοκομεία εκστρατείας. Του πέταγαν τα αποφάγια από τις καραβάνες και τις γαβάθες των αρρώστων. Μετά περιφερόταν στην πόλη, κι έψαχνε: έψαχνε την αγαπημένη ανάμνηση.
   Τα παιδιά του φώναζαν από πίσω:
   "Πού 'ναι; Πού 'ναι;"
   Το πράγμα είχε ως εξής:
   Ήταν καρναβάλι. Ένα τσούρμο γαβριάδες είχαν πάρει τον Καταΐφ, του είχαν κρεμάσει μια μάσκα στο πρόσωπο, ροζέ με μάτια γαλανά και δυο χείλια όλο χαμόγελο, του είχαν δέσει και μια πατσαβούρα στο κεφάλι.
   Ήταν εκεί κοντά μια γούρνα όπου έφερναν να ποτίσουν τα γαϊδούρια.
   Ο Καταΐφ έσκυψε το κεφάλι στο νερό. Ένα πρόσωπο τον κοιτούσε χαμογελώντας. 
   Ένας από τους πιτσιρικάδες, για να χαλάσει το είδωλο, να το σβήσει, πήδηξε μέσ' στη γούρνα. Οι υπόλοιποι τράβηξαν σκίζοντας τη μάσκα από το πρόσωπο του Καταΐφ.
   Από τότε ο Καταΐφ ψάχνει.
   Ήταν παιδί; Ήταν γέρος; Κι από πότε ψάχνει;
   Ο Αμπαντονάτι δεν ξέρει. Αλλά προσθέτει: "Η μοναδική περίπτωση, σ' ολόκληρο τον κόσμο, απόλυτου ναρκισσισμού".
   Μια νύχτα ξέσπασε μια μεγάλη φωτιά στην πολιτεία, και μια τεράστια μαύρη καλιακούδα.
   Ανεβήκαμε σε ένα σπίτι, ο Αμπαντονάτι κι εγώ, να κατεβάσουμε τα υπάρχοντα μιας οικογένειας Εβραίων.
   Κοίταξα από το παράθυρο, έχοντας αγκαλιά ένα στρώμα.
   Ετοιμαζόμουν να το πετάξω κάτω: στάθηκα.
   Δύο στρατιώτες μαύροι παραμόνευαν έξω από το μπροστινό κοσμηματοπωλείο με την ξιφολόγχη στο χέρι. Ο κοσμηματοπώλης βγήκε από το μαγαζί, μουσάτος, κουβαλώντας μια βαλίτσα γεμάτη θησαυρούς.
   Ένας από τους μαύρους του 'ριξε κατάστηθα με την ξιφολόγχη. Ο άλλος -στο μεταξύ είχε "εμφανιστεί" όπως έκανε πάντα, κι ούτε ήξερες από πού, ο Καταΐφ- έριξε με τη σειρά του σ' εκείνο το κινούμενο κουβάρι από κουρέλια.
   Πάνω στο στρώμα της οικογένειας Χασσόν που το ξαπλώσαμε καταμεσίς στο δρόμο, βολέψαμε προσεκτικά, ο Αμπαντονάτι κι εγώ, τον μουσάτο κοσμηματοπώλη από τη μια μεριά, τον Καταΐφ από την άλλη.
   Για να βεβαιωθώ αν ακόμα απέμενε έστω και μια ικμάδα ζωής κάτω από εκείνο το σωρό από κουρέλια σκόρπια κατάχαμα και ακίνητα πια, ανασήκωσα με το χέρι μου την κιτρινωπή φωλιά, και τότε μονάχα ανακάλυψα ότι κάτω από το καταΐφι υπήρχαν ένα ζευγάρι μάτια. Ανθρώπινα.
   Διάπλατα ανοιχτά. Και συνέχιζαν να ψάχνουν.
   Πάνω στον λόφο του Ζεϊντενλίκ, ένα πρωί, από δεκαπέντε μέρες η πολιτεία είχε πάψει να καπνίζει, να σκοτεινιάζει, δύο σειρές στρατιωτών είχαν παραταχθεί πάνω στη γυμνωμένη γη, κάτω από τον ουρανό όπου είχε αρχίσει να απλώνεται η αυγή. Η πρώτη σειρά με το ένα γόνατο στη γη, όρθια η δεύτερη. Και σε απόσταση, καμιά εικοσαριά βήματα, είκοσι άνδρες καθισμένοι με την πλάτη, καθένας σε μια καρέκλα.
   Από τους είκοσι, οι δυο σα να 'ταν μαύροι.
   Το κροτάλισμα μιας ροκάνας έσκισε τον ακόμα παρθένο αέρα. Λίγος καπνός υψώθηκε, σχηματίζοντας ένα συννεφάκι.
   Τα είκοσι ανθρωπάκια έγειραν στο πλάι κι έπεσαν, παντρεμένο το καθένα με την καρέκλα του. Σαν κάποιος να είχε τραβήξει ένα σκοινί.
   Ποιος τράβηξε το σκοινί;
   Ο μουσάτος κοσμηματοπώλης κρυβόταν, βέβαια, στην ένδοξη πυρκαγιά της αυγής.
   Αλλά ο Καταΐφ, σίγουρα, δεν του έδινε ένα χεράκι.
   Αθώος ζωντανός. Αθώος νεκρός.
   Αθώος.

           
             


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Ο Ιώβ του Joseph Roth

Ο Ιώβ του Joseph Roth

από τον Αναστάσιο Ντούρο




Ο Μέντελ Σίνγκερ, ένας ήρεμος, φιλήσυχος “ανθρωπάκος”, ένας τιποτένιος δάσκαλος της Τόρα, μετατρέπεται σε ένα τραγικό «μεγάλο» ήρωα που κάνει την επανάσταση του σε μια ξένη χώρα που ενώ ουδέποτε είχε σκεφτεί να ζήσει σ' αυτή, φτάνει η στιγμή που πρωτοστατεί και ξεσηκώνει την φαμίλια του για το μεγάλο ταξίδι. Στη χώρα αυτή μαθαίνει να ζει μακριά από την τυπική, συνηθισμένη και απόκοσμη ζωή του, ζει την ευτυχία ενός πετυχημένου γιού, βιώνει την αποτυχία της “παρανοϊκής” κόρης του, λούζεται από την θλίψη του θανάτου της γυναίκας του και τέλος λυτρώνεται μέσα από το θαύμα της εμφάνισης του πρώην παραπληγικού γιού του που είχε αφήσει πίσω στην πατρίδα.
Ο Μέντελ Σίνγκερ, ένας κατ' οίκον περιορισμένος δάσκαλος σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Γαλικίας, χάνει την πίστη του και μαζί μ' αυτήν χάνει την ελπίδα και την προσδοκία της σωτηρίας. Όλος του ο κόσμος γκρ

εμίζεται. Όλα όσα υμνούσε και δοξολογούσε, μέσα σε μια στιγμή μετατρέπονται σε ένα κόσμο βασανιστικό, που ο ίδιος δεν έχει (και δεν διεκδικεί) καμία θέση. Το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει στην πατρίδα και να ταφεί στα πατρικά εδάφη. Η πίστη του εξανεμίζεται όπως το λιβάνι σαν έρθει σε επαφή με το φλογισμένο κάρβουνο, αλλά αντί ευωδιασμού αποπνέει μυρωδιά καμένης σάρκας, της δικής του σάρκας που καίγεται από μια εσωτερική φωτιά, η ίδια που κάποτε του έδινε δύναμη και κουράγιο. 
O
Joseph Roth το 1918
Η οργή του τον ξεπερνά. Η οργή του τον οδηγεί στην πλήρη επανάσταση. Φτάνει σε σημείο να αποζητά την καύση του ίδιου του Θεού, του δικού του Θεού, τον μόνο που έμαθε να αγαπά σε όλη του τη ζωή. Και ύστερα έρχεται το θαύμα και βάζει τη ζωή του σε μια τάξη ξανά. Γίνεται κυρίαρχος του εαυτού του. Αρχίζει να ελπίζει. Η πίστη επιστρέφει και είναι τόσο ζωοδότρα, όπως το οξυγόνο που του επιτρέπει τις αναγκαίες ανάσες.
Το βιβλίο του Joseph Roth είναι ένα ατόφιος λογοτεχνικός θησαυρός.
Ένα έργο που μιλάει για την πίστη και πως την χάνεις, αλλά και για τα θαύματα που σε οδηγούν στην επανάκτηση της.
...Ήταν μια μέρα λαμπερή και ζεστή. Ο Μέντελ και η Δεβώρα είχαν καθίσει βλέποντας μπροστά – κι απέναντι τους ήταν η Μύριαμ, ο Μακ και ο Σαμ. Το βαρύ αμάξι κυλούσε στους δρόμους με τόση φασαρία, με τόση άγρια δύναμη, που του Μέντελ Σίνγκερ του φαινόταν ότι σκοπό είχε να κομματιάσει πέτρες και άσφαλτο μια για πάντα και να γκρεμίσει τα ίδια τα θεμέλια των σπιτιών. Ένιωθε κάτω από το κορμί του το δερμάτινο κάθισμα να καίει σαν φούρνος αναμμένος. Παρόλο που προχωρούσαν στη σκοτεινή σκιά των ψηλών τοίχων, η ζέστη χυνόταν σαν γκρίζο λιωμένο μολύβι, περνούσε μέσα από το παλιό καλπάκι από μαύρο κρέπι, έσταζε πάνω στο κεφάλι του Μέντελ, χωνόταν μέσα στο κρανίο του και άναβε το μυαλό του το 'νιωθε υγρό, πηχτό, καυτό, να φλέγεται από τον πόνο. Από την ώρα που έφτασαν, δεν είχε κοιμηθεί παρά ελάχιστα, με το ζόρι είχε βάλει δύο μπουκιές στο στόμα του, δεν είχε πιει σχεδόν τίποτα. Φορούσε βαριές μπότες με λαστιχένιες γκέτες, σαν αυτές που φορούσαν όλοι στην πατρίδα. Και τα πόδια του καίγονταν, σαν να 'ταν βουτηγμένα στα κάρβουνα. Σφιγμένη ανάμεσα στα γόνατα του κρατούσε την ομπρέλα του' η ξύλινη λαβή της ζεματούσε, σαν να 'ταν από πυρωμένο σίδερο. Μπροστά στα μάτια του Μέντελ ανέμιζε ένα πυκνό πέπλο υφασμένο από σκόνη, καπνιά και κάψα. Θυμήθηκε την έρημο, μέσα στην οποία βάδιζαν σαράντα ολόκληρα χρόνια οι πρόγονοί του. Μα εκείνοι πήγαιναν τουλάχιστον με τα πόδια, είπε μέσα του. Η ξέφρενη ταχύτητα με την οποία προχωρούσαν τώρα, σου 'δινε την ψευδαίσθηση πως φυσούσε, αλλά δεν φυσούσε προκαλούσε ένα ρεύμα αέρα μα ήταν ένας αέρας πυρωμένος, η καυτή ανάσα της κόλασης. Αντί να δροσίζει, έκαιγε. Ο αέρας δεν ήταν αέρας. Ήταν καμωμένος από θόρυβο και φωνές, από σαματά ασταμάτητο. Ήταν ένα πανδαιμόνιο: εκατοντάδες αόρατες καμπάνες που ούρλιαζαν στριγγά, μεταλλικά αγκομαχητά τρένων που μούγκριζαν απειλητικά, αμέτρητες σάλπιγγες που έκλαιγαν στη διαπασών, τα ικετευτικά σφυρίγματα των τροχών στις στροφές των δρόμων, οι βροντερές φωνές του Μακ που εξηγούσε την Αμερική στους επιβάτες του κάνοντας τα χέρια του χωνί –πανίσχυρο μεγάφωνο, τα μουρμουρητά των ανθρώπων γύρω τους, το δυνατό γέλιο ενός άγνωστου συνεπιβάτη πίσω από την πλάτη του Μέντελ, τα ασταμάτητα λόγια, που εκσφενδόνιζε ο Σαμ στα μούτρα του πατέρα του, λόγια που ο Μέντελ δεν καταλάβαινε –λόγια, όμως, στα οποία ένιωθε την πιεστική ανάγκη ν’ απαντάει γνέφοντας ασταμάτητα, μ’ ένα φοβισμένο και συνάμα φιλικό χαμόγελο, που έσφιγγε τα χείλια του σαν τανάλια σιδερένια και τον πονούσε.
Ακόμα και αν έβρισκε το κουράγιο να κρατήσει το πρόσωπο του σοβαρό, όπως θα ταίριαζε με την κατάσταση του, δεν θα μπορούσε να ξεκολλήσει το χαμόγελο από τα χείλια του. Δεν είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει το ύφος του. Οι μύες του προσώπου του είχαν παγώσει. Θα προτιμούσε να ξεσπάσει σε κλάματα σαν μικρό παιδί. Μύριζε την αψιά μυρωδιά της πίσσας από την καυτή άσφαλτο, τη στεγνή ξερή σκόνη στον αέρα, την ξινή λιπαρή αποφορά από τους υπονόμους και τα τυράδικα, τη διαπεραστική μυρωδιά των κρεμμυδιών, τη γλυκιά μυρωδιά της καμένης βενζίνας από τα αυτοκίνητα, τη σάπια βαλτωμένη μυρωδιά από τα ψαράδικα, τα χιονολούλουδα και τη φαινόλη από τα μάγουλα του γιού του. Κι όλες αυτές οι μυρωδιές ενώνονταν στον καυτό αέρα, που τον χτυπούσε καταπρόσωπο, γινόταν ένα με το σαματά που γέμιζε τ’ αυτιά του. Το κρανίο του κόντευε να σκάσει. Έφτασε γρήγορα να μην ξέρει πια τι άκουγε, τι έβλεπε, τι μύριζε. Συνέχιζε να χαμογελάει, συνέχισε να γνέφει. Η Αμερική ορμούσε μέσα του, η Αμερική τον κομμάτιαζε, τον έκανε θρύψαλα. Λίγα λεπτά αργότερα λιποθύμησε…
Σελ. 117 -118
Joseph Roth

ΙΩΒ

Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου
Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Ιούλιος 2013, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου