Σελίδες

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Φως στο σχοίνισμα της γραφής


Της Αρχοντούλας Διαβάτη

Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Ατζακά Φως της Φονιάς (εκδ. Άγρα).

Το Φως της Φονιάς (2013), το τέταρτο πεζογραφικό βιβλίο του Γιάννη Ατζακά, τρίτο μέρος της άτυπης αυτοβιογραφικής τριλογίας του, που άρχισε με τη νουβέλα Διπλωμένα φτερά (2007) και τον βραβευμένο Θολό βυθό (2008). Ακολούθησε βέβαια το Κάτω από τις οπλές, (2010), άλλης δομής και τεχνικής, εμβόλιμη στην τριλογία νουβέλα.
Στο Φως της Φονιάς  ο συγγραφέας έχει να επινοήσει τον έφηβο Γιάννη, το ορφανό του αντάρτη, που γυρνάει στο νησί του, στον Θεολόγο Θάσου μετά από οκτώ χρόνια περιπλάνησης στις παιδοπόλεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας –τα τελευταία τρία χρόνια φιλοξενούμενος στη Θεσσαλονίκη, στην παράγκα του θείου του– για να ξαναφύγει το φθινόπωρο πάλι για την Καβάλα, όπως αποφάσισε –παρόλο το δραματικό της οικονομικό στένεμα– η γιαγιά του που τον στέλνει και τελειώνει εκεί το γυμνάσιο, με όλο και μεγαλύτερες επιτυχίες, κερδισμένες φιλίες, λογοτεχνικά διαβάσματα που σφραγίζουν τη ζωή του και έναν καθηγητή του που εμπνέει και εμπνέεται, νιώθοντας να παίρνει υπόσταση η διδασκαλία του από ένα παιδί με τα δικά του χαρακτηριστικά. Εδώ τον βρίσκει το γράμμα του χαμένου εξόριστου πατέρα, εδώ και ο έρωτας. Πρέπει και με τα δυο να αρχίσει και να τελειώσει. Με την αμφιθυμία του κατ’ αρχάς απέναντι σε έναν πατέρα που έρχεται κυριολεκτικά από τον άλλο κόσμο με ένα γράμμα του, μέχρι να εμφανιστεί στο τέλος της αφήγησης και της αλληλογραφίας, βοηθώντας από μακριά τον γιο που παραμέλησε τόσα χρόνια. Κι από την άλλη, με έναν δύσκολο ανεπίδοτο έρωτα που αξιώνεται να νιώσει και πηγαινοέρχεται από τότε αμήχανος στους δρόμους του νησιού και καιροφυλακτεί και παραφυλάει να δει τη φιγούρα της στο παράθυρο και περιδιαβαίνει τις εξοχές και τα ξωκκλήσια του νησιού με τη μαχαιριά της αγάπης κρυμμένη απ’ όλους, μοναχικός, θαμπωμένος, με τη μυστική μουσική που έγινε τώρα βόμβος και κείνο το απαλό φως άναψε πάλι μέσα του, έγινε φωτιά κόκκινη. Το παιδί που έχει τα λόγια λίγα κοιτάει μεθυσμένο το φως της Φονιάς, μάρτυρα της δοξαστικής ομολογίας του έρωτα, συνεκδοχή του άφθαρτου πρώτου πάθους, λυδία λίθο όπου δοκιμάζονται αισθήματα, σκέψεις και ιδέες, τα τρία αυτά φωτεινά καλοκαίρια, όσα θέλησε ο συγγραφέας να περάσει ο έφηβος Γιάννης στο νησί. Είναι γόνιμη η μοναξιά επειδή είναι δύσκολη. Η πρώτη μόνωση του έρωτα, καιρός μαθητείας και εγκλεισμού, κατά τον Ρίλκε, στα Γράμματα σε ένα νέο ποιητή.
Πίκρα και ματαίωση αλλά να που υπάρχουν ευτυχώς δυο τρεις φίλοι που πιστεύουν σ’ αυτόν, τον συντροφεύουν και τον ενθαρρύνουν να αναζητήσει από την άλλη πλευρά της δοκιμασίας την ταυτότητά του, την πηγή ίσως της συγγραφικής του συνείδησης, να αυτοπροσδιοριστεί, να βρει ακόμα το σχοίνισμα της γραφής, έναν άλλο έρωτα, και να τον κάνει μοίρα του, βάζοντας σε λέξεις τα παιδικά του βάσανα με τις περιπλανήσεις του στις παιδοπόλεις και την τωρινή ανένδοτη αγάπη του, ως συγγραφική ύλη.
Όπως στον συγγραφέα ως καλλιτέχνη του Τζόις είναι ολόκληρο το μυθιστόρημα μια διαδικασία εξέλιξης ωρίμανσης και χειραφέτησης μέσα από την οποία ο έφηβος ήρωας συγγραφέας βγαίνει από τα σκοτάδια του τραυματισμένου εαυτού και του καιρού του, γράφοντας ένα σπαρακτικό κείμενο εξαιρετικής συγκίνησης.
Είναι αυτοβιογραφία, και είναι γνωστό πως και η αυτοβιογραφία είναι κι αυτή μια αφηγηματική τεχνική, αφού το τι θα επιλέξει να πει και τι όχι για τα πράγματα ο συγγραφέας είναι η δική του μυθοπλασία, ο δικός του διάλογος με την Ιστορία.
Ο χρόνος της αφήγησης είναι γραμμικός μέσα από την τριτοπρόσωπη μονοεστιακή αφήγηση με το προσωπείο του Γιάννη Αρχοντή, το alter ego του συγγραφέα, ενίοτε και τη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου, χωρίς τις μοντερνιστικές εναλλαγές προσώπου ή τα φλασμπάκ που είχαμε στο πρώτο και στο δεύτερο βιβλίο. Το Φως της Φονιάς, εικόνες επιζωγραφισμένες μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας του ‘50, είναι ένα μυθιστόρημα διάπλασης, bildungsroman, κατά το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, μαθητείας και μύησης, με την περιπλάνηση και τις δοκιμασίες του ήρωα υπαγορευμένες άλλωστε από τις ιστορικές συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας, μια και η αγροτική κοινωνία της Θάσου, υπό βουλγαρική κατοχή στη δεκαετία του '40, με συμπλοκές “το κακορίζικο΄49” ανάμεσα σε αντάρτες, χωροφύλακες και Mάυδες, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να ενταχτεί ο νεαρός ήρωας, τώρα που γύρισε –οκτώ χρόνια μετά– από τις παιδοπόλεις για να γίνει από παιδί της Φρειδερίκης, το παιδί του αντάρτη, κι όχι απλά να τριγυρνάει ερωτευμένος στη φύση όπως ο Γλαύκος –στο ταξίδι με τον Έσπερο– του Άγγελου Τερζάκη ή ο Λοίζος στην Ερόικα, του Κοσμά Πολίτη  – αντίστοιχα ελληνικά μυθιστορήματα διάπλασης της γενιάς του ’30.
Είναι νομίζω η Φονιά ένα κατόρθωμα της γλώσσας θαυμαστό που δημιούργησε ο συγγραφέας με τη μνήμη και τη φαντασία του. Tοιχογραφία της ελληνικής επαρχίας της δεκαετίας του πενήντα με γλαφυρή, απροσδόκητη κάποτε, τη ντοπιολαλιά του νησιού, ανοίκεια και προς τον ίδιο τον ήρωα που γυρνάει ως ξένος, τις χοντράδες του γερο Ανέστη και της Κονταργυρής ή τις τρεις γριές Καπνηρίνες και τόσους άλλους ήρωες ταπεινούς της καθημερινότητας, ένα σύμπαν παπαδιαμαντικής αγιότητας. Oπωσδήποτε ούτε ενδοσκόπηση χωρίς ιστορικότητα είναι ούτε και ηθογραφία –αφού υπάρχει έντονη τόση αγωνία για το ψυχογράφημα του ήρωα και τη νοηματοδότηση της ζωής, σε επαφή πάντοτε με την ιστορική πραγματικότητα– και το σπουδαιότερο, έχει κερδηθεί ένα μοναδικό στοίχημα: η αλήθεια της επαρχιακής νησιωτικής κοινότητας, όπου μεγαλώνει ένα μικρό δέντρο κόντρα σε τόσους ενάντιους ανέμους, να γίνει μια στέρεη οικουμενική αλήθεια.

·        Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.

Πηγή: http://www.bookpress.gr/kritikes/pezografia/atzakas-giannis-agra-fos-tis-fonias


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου