Σελίδες

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Δεν είναι εύκολο να γράφεις, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας

του Κώστα Κρεμμύδα

«Αν μπορούσαμε να φτιάξουμε μια χώρα με όλους τους εξόριστους και καταδικασμένους της Λατινικής Αμερικής, αυτή θα είχε το μέγεθος του πληθυσμού της Νορβηγίας. Ποιητές και ζητιάνοι, μουσικοί και προφήτες, πολεμιστές και πλάνητες, όλα τα πλάσματα αυτής της υπερβατικής πραγματικότητας δεν ζητάμε τίποτα άλλο παρά λίγη φαντασία, γιατί το πιο ουσιαστικό μας πρόβλημα ήταν η έλλειψη συμβατικών μέσων για να μπορέσουμε να πιστέψουμε στη ζωή μας. Κι αυτός φίλοι μου, είναι ο σταυρός της μοναξιάς μας», έλεγε στις 8 Δεκεμβρίου του 1982 στην τελετή για την απονομή του βραβείου Νόμπελ ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez).
Αν σκεφτούμε πως το βιβλίο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ισπανικά στις 5 Ιουνίου του 1967 από τον εκδοτικό οίκο της Καταλανής Carmen Balcells, μεταφράστηκε σε πάνω από 30 γλώσσες, απέσπασε τέσσερα εθνικά βραβεία, ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 600.000 αντίτυπα, το όνομά του έγινε γνωστό σε εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, οι απόψεις του μπόρεσαν να περάσουν από τον Φιντέλ Κάστρο μέχρι τον Μπιλ Κλίντον και τον κομαντάντε Μάρκος, αν θυμηθούμε πως οι συνεντεύξεις του γίνονταν για χρόνια πρωτοσέλιδα και όχι μόνο στο λογοτεχνικό χώρο, ενώ το έργο και η προσωπικότητά του ήταν σεβαστή για δεκάδες ηγέτες κρατών, τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε την αναποτελεσματικότητα της τέχνης, τη μηδενική συμβολή της στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για έναν καλύτερο κόσμο.
Κι όμως ο Μάρκες στα μυθιστορήματα, τις συνεντεύξεις, τις παρεμβάσεις του δεν έπαψε να υπερασπίζεται το πολιτικό/πολιτισμικό όραμά του να δημιουργηθεί η αληθινή, η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου από το Ρίο Μπράβο ως την Παταγωνία, μια ενότητα της Λατινικής Αμερικής όπως την ονειρεύτηκε ο Μπολιβάρ τις απόψεις που οποίου θεωρούσε «πιο επίκαιρες από ποτέ», διατύπωνε το αίτημα να ανακαλύψει από την αρχή η Ευρώπη και να σεβαστεί τη διαφορετικότητα αλλά και τις αξίες του λαού της, την πίστη των Λατινοαμερικάνων να διαμορφώσουν τη δική τους ζωή ελεύθεροι πέρα από τον πόνο, την αδικία τη φτώχεια, δεν έπαυε να αποκαλύπτει τις θηριωδίες της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, να ιστορεί μέσα από ένα κουβάρι εικόνων, αναμνήσεων, στιγμών, αιώνων, όσα θεωρούσε χρήσιμο να εκφράσει με την ελπίδα πως μπορεί κάποτε να εισακουστεί. Άλλωστε εδώ εδράζεται κατά κάποιον τρόπο και το σκεπτικό της απόφασης για το βραβείο Νόμπελ: «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».

Ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα της Κολομβίας. Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, ενώ από το 1954 εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Κολομβίας κι αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά αναμετρούμενος τόσο με τη λογοκρισία όσο και με την πάγια αγωνία του συγγραφέα στην αναζήτηση του κατάλληλου θέματος, όπως σχολιάζει χιουμοριστικά στο άρθρο «Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης»: Κατ’ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η δουλειά, να γράφεις δεκατέσσερα εκατοστά ανοησίας κάθε μέρα, δεν είναι εύκολη, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας. Έπειτα, υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού.
Πρώτα βιβλία του «Τα νεκρά φύλλα» (La hojarasca) το 1955, και «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» (El coronel no tiene quien le escriba) που δημοσιεύθηκε το 1958 –χρονιά του γάμου του με τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο με την οποία απέκτησε δύο γιους– στο περιοδικό Mito και κυκλοφόρησε το 1961. Με την κήρυξη της κουβανικής επανάστασης εγκαταστάθηκε στην Αβάνα όπου δούλεψε μέχρι το 1961 οπότε κι επέστρεψε στην Κολομβία κι από κει οικογενειακώς στο Μεξικό όπου έζησε μέχρι το θάνατό του στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε από το 1999 προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων.

Το έργο του Μάρκες ίσως αποτελεί το ιδανικό για κάθε συγγραφέα: εδράζεται σε όσα έζησε, πόνεσε, αφουγκράστηκε, ονειρεύτηκε, βασισμένο αποκλειστικά στην ιστορία της πολύπαθης Λατινικής Αμερικής διαχύθηκε και εισπράχθηκε από την Ευρώπη –ίσως ο μόνος ισπανόφωνος συγγραφέας που «προσφέρει και δεν παίρνει τίποτα από την Ευρώπη» (Φ. Δ. Δρακονταειδής)–, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να μιλήσει για όσα τον έπνιγαν δίχως ευφυολογήματα και τερτίπια καλλιτεχνικο-αισθητικά: με λιτή γραφή, ποιητικότητα, ρεαλισμό, μετατρέποντας το εθνικό σε παγκόσμιο, αποδεικνύοντας πως η τέχνη, η μουσική, το μοντάζ, η «ξυλουργική της λογοτεχνίας» μπορεί κάποτε να μοντάρει μια ντουλάπα χρήσιμη και ασφαλή για την πραμάτεια μας και ν’ ανοίξει μια πόρτα στον κόσμο. Από κει και πέρα όλα επαφίενται σε μας, στην κρίση και τις δυνατότητές μας. Γιατί…, όπως καταλήγει και στο περίφημο μυθιστόρημά του, …ράτσες καταδικασμένες σ’ εκατό χρόνια μοναξιάς δεν θα χουν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου