Σελίδες

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Πώς Εκτίσθη η «Κοίμηση της Θεοτόκου» ( Στο χωριό Φιλώτι Νάξου)

Νίκος Β. Σφυρόερας

Ελληνική Δημιουργία, τ.37, 1949
 
Νίκος Σφυρόερας (1913-1989) 
Κάτω στο νησί μου, στη Ναξιά, είν’ ένα χωριό μεγάλο και πασίχαρο, το Φιλώτι, χτισμένο στο Ριζόβουνο του Ζα. Το Φιλώτι έχει δυο χιλιάδες κοντά ψυχομέτρι και μια παληά, όμορφη και μαρμαροπελέκητη εκκλησιά, την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Κάθε χρονιά που γιορτάζει η Χάρη της, μαζεύονται οι πανηγυριώτες απ΄όλα τα γύρω χωριά του λιόφυτου κάμπου της Δρυμαλιάς κι από τα κοντινά βουνοχώρια, έρχονται οι βοσκοί, οι Φιλωτίτες, από τους «όξω τόπους» και «τ’ακρωτήρια» και γίνεται μεγάλο πανηγύρι από τη μια νύχτα ως την άλλη στο χωριό. Την αγαπούνε, την παινούνε και τη σιγυρίζουνε οι Φιλωτίτες την εκκλησιά τους, μα πιο πολλοί οι βοσκοί, γιατί ετούτοι ξέρουνε και την ιστορία της και πώς έγινε να χτιστεί και να την έχει σήμερα καμάρι το Φιλώτι.
Στά παληά χρόνια το χωριό δεν είχε εκκλησιά. Οι Φιλωτίτες λειτουργιόντουσαν στο μικρό μονοκκλήσι τ’ Άϊ-Νικόλα που δεν έβανε μηδέ τις γρηές στα ’σπερνά. Άλλη μια μικρή εκκλησίτσα που είχε το χωριό, χτισμένη εκεί πούναι σήμερα η Κοίμηση, τήνε γκρεμίσανε οι κουρσάροι, σαν ρημάξανε τ’ Αργιά και το Φιλώτι στα 1544. Ύστερα ήρθε ένας Φράγκος άρχοντας στο χωριό, ο Μπαρότσης, έχτισε ένα πύργο και τον τόπο της γκρεμισμένης εκκλησιάς τον πήρε και τον έκανε λαχανόκηπο κι’ έχτισε στη μέση μια φραγκοκκλησιά. Μα στον ίδιο τόπο, πούτανε δικός τους, πατρογονικός, θέλανε κι’ οι Φιλωτίτες να χτίσουνε την εκκλησιά τους. Ο Μπαρότσης με τη δύναμή του, με τα φλουριά, με τα γρόσια του και με τις «αβανιές» του στους Τούρκους, δεν τους άφινε. Είδανε κι’ αποείδανε οι χριστιανοί πως με το καλό δεν γίνεται δουλειά με τον σκυλόφραγκο αφέντη, μαζευτήκανε λοιπόν, μια μέρα οι προεστοί κι’ οι δημογέροντες του χωριού, ο Ψαρράς, ο Χατζη-Βλασερός, ο Γαληνός κι’ ο παπα-Αρώνης, χτυπήσανε την καμπάνα τ’ άϊ-Νικόλα, συναχτήκανε οι χωριανοί, μπήκανε στο λαχανόκηπο με το «έτσι θέλω» κι’ αρχίσανε ν’ ανοίγουνε θεμέλια και να χτίζουνε τη γκρεμισμένη εκκλησιά. Όπου, νάσου ο Μπαρότσης με τους μπράβους του κι’ αρχίζει μεγάλος σαματάς. Τσαπιά, φτιάρια, γιαταγάνια, σηκωθήκανε κατά πάνω στο Μπαρότση και τους ανθρώπους του και μη μπορώντας να τα βάλει με τους παλληκαράδες ετούτους του Χριστού και της Παναγίας, γέμισε τα πουγγιά του γρόσια και βενέτικα και τα δισάκκια του πεσκέσια, κατέβηκε στη Χώρα και κατάφερε τον Τούρκο βοεβόντα να σταματήσει τη δουλειά. Οι Φιλωτίτες, οι έρημοι, σκύψανε τα κεφάλια, μαζέψανε τα σύνεργά τους και γυρίσανε πίσω στα σπίτια και στις μάντρες τους, με το μεγάλο καημό στην ψυχή πως η εκκλη σιά τους δεν χτίζεται.
Γενική άποψη του ορεινού χωριού "Φιλώτι" 

Ο προεστώς, ο Ψαρράς.πούπαμε παραπάνω. ήτανε κι’ εκείνος βοσκός κι’ αφού άνοιξε ένα λάκκο κι’ έχωσε το γιαταγάνι του, πήρε το βοσκίστικο ραβδί του και τράβηξε για τη μάντρα του, στο Καλαντό, τρεις ώρες στράτα από το Φιλώτι, κατά τη Νοτιά του νησιού. Έβοσκε τα ζα του, τυροκομούσε, έλεγε κι’ άκουγε παληές ιστορίες με τους άλλους βοσκούς και σαν τον έπαιρνε το μεράκι, κάθιζε στο λίγο ίσκιο μιας αγριόφιδας και τραγουδούσε τον καημό του με το τραγούδι πούχε ακούσει κι’ εκείνος από τον πατέρα του:
Φεύγετε Αργιώτες, φεύγετε, φεύγετε Φιλωτίτες
κι’ εμένα Τούρκοι με κρατούν, Σαρακηνοί με σφάζουν,
σφάζουν και τα μωρά παιδιά και τις γρηές γυναίκες
κι’ η Παναγιά η Αργιώτισσα κουσεύεται κι’ εκείνη...
Μερακωμένος έτσι πούτανε απ’ το τραγούδι και τη μοναξιά, ο Ψαρράς πετούσε ξαφνικά μιαν αγριοφωνάρα π’ αντιλαλούσε ο τόπος και σκορπίζανε τα ζα σαστισμένα απ’ την οργή του βοσκού τους:
-Έϊ, μωρέ, μωρέ! Ωώϊ, ωά! Ακούτε μωρές ραγιάδες: Κάλιο μακελειό στον Τούρκο παρά κρέας στο Βενετσάνο! Ωώϊ, ωά!
Τέτοιος ήτανε ο Ψαρράς, τα καμώματά του κι’ οι κουβέντες του, Μα ξέχασα να πω πως το μικρό του τόνομα το λέγανε Στέφανος κι’ οι χωριανοί του τούχανε κολλήσει και δυο παρατσούκλια: Λούμπας και Αναγνώστης. Το Λούμπας γιατί με την εξυπνάδα του έρριχνε πάντα στη «λούμπα» όποιους τον πειράζανε και τ’ Αναγνώστης γιατί ξεκινούσε κάθε Κυριακή από τη μάντρα και πήγαινε στην εκκλησιά και με τα λίγα κολλυβογράμματα πούξαιρε βοηθούσε τον παπά-Αρώνη στην λειτουργία.
Περνούσε ο καιρός. Ο Ψαρράς έβοσκε τα ζα του στο Καλαντό και κάθε σαββατοκύριακο πηγαινοερχότανε από την μάντρα στο χωριό κι’ από το χωριό στην μάντρα. Ήτανε τότε το 1690. Ήρθε η άνοιξη , τ’ Άϊ Γιωργιού. Μα επειδή η γιορτή του έπεφτε Μεγαλοβδομάδα και θα γινότανε ανήμερα της Λαμπρής, ο Ψαρράς δεν πήγε για την λειτουργία στο χωριό παρά καθότανε στο μιτάτο του κι’ ετοίμαζε τα λαμπριάτικά του πεσκέσια. Η μέρα ήτανε συννεφιασμένη και θολή, μα κανένας δεν περίμενε το κακό που θα ξεσπούσε σε λίγο. Κι’ εκεί, κοντά στο μεσημέρι, σηκώθηκε ένας άγριος ανεμοσίφουνας που ξερρίζωνε τα δέντρα και ρήμαζε τα γεννήματα. Μα τούτο ήτανε το λιγώτερο, γιατί το πιο μεγάλο κακό άρχισε σαν ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού και ρίχνανε το χαλάζι χοντρό σαν ρεβύθι. Στεριά και θάλασσα βουΐζανε απ’ τον χαλασμό. Οι βοσκοί σταυροκοπιόντουσαν κλεισμένοι στα μιτάτα τους και τα ζα, τρομαγμένα, λουφάζανε στις απανεμιές.
Παναγία η Φιλωτίτισσα 

Μέσα σ’ εκείνο τ’ ανεμόβροχο και τη μάνητα τουρανού και του πελάου, ένα μεγάλο καράβι φάνηκε ν’ ανεβαίνει και να δέρνεται ξυλάρμενο ανάμεσα στ’ αφρομανιασμένο μπουγάζι Ναξιάς και Νιος. Τόδερνε η θάλασσα, τόσερνε ο αγέρας, το χτυπούσε το χαλάζι κι’ εκείνο, σα νάτανε ένα στοιχειωμένο καράβι, χωρίς ζωντανή ψυχή μέσα, μια ανέβαινε τ’ αγριεμένα θαλασσόβουνα, μια κατέβαινε και χανότανε στ’ αφρισμένα λαγούμια του πελάου. Κακιά ώρα τώχε βρει το έρημο....
Εκείνη την ώρα ο Ψαρράς καθότανε, όπως είπαμε, στο μιτάτο του και για μια στιγμή που βγήκε έξω, βλέπει ξαφνικά τ’ άγνωστο καράβι να θαλασσοδέρνεται και να το σπρώχνουνε τα μανιασμένα κύματα πάνω στην άγρια βραχιά του γιαλού. Δεν χάνει καιρό, ρίχνει στους ώμους του την κουκουλωτή καζακίνα του, βγαίνει στην «αμπασιά» της μάντρας και βάζει τις φωνές:
-Βοηηήθεια! Καραάβι πνίγεταιαιαι! Μηδέ φωνή, μηδέ ακρόασια. Για καλή του τύχη βρέθηκε νάναι εκεί κοντά άλλη μια μάντρα, των Βλασεράδω. Φεύγει ο σκύλος του μπροστά, φεύγει ο Ψαρράς ξοπίσω, πάει, τους βρίσκει εκεί.
-Το και το, βρε παιδιά, για το Θεό! Καράβι πνίγεται... Παίρνουνε οι Βλασεράδες δυο φορτωματάρικα σκοινιά και ξεκινάνε με τον Ψαρρά για τη θάλασσα. Μα προτού προφτάξουνε στο γιαλό, τ’ ακυβέρνητο, θαλασσοδαρμένο καράβι έπεσε μ’ άγρια χλαπαταγή πάνω στην αγριοβραχιά. Αλλού τα κατάρτια, αλλού τα καραβόξυλα, κομμάτια – κομμάτια το σκαρί. Να μην τα πολυλογούμε, δεν προφτάξανε να του κάνουνε τίποτα οι ανθρώποι μας και, πάει το καράβι, χάθηκε κι’ επάνω στην αφρομανούσα θάλασσα παλεύανε τώρα μοναχοί κάμποσοι άνθρωποι που χτυπιόντουσαν με τα καραβόξυλα, με τα βράχια και με τα κύματα και βγάνανε κάτι πνιγμένες, απελπισμένες, αλλόγλωσσες φωνές:
-Ιμπτάτ, Αλλαχίμ! Ιμπτάτ, Αλλαχίμ! Τζαν Χουρταράν, ιοκ’μ! (Βοήθεια, Θεέ μου! Βοήθεια Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανείς να σώσει τις ψυχές μας!)
Αφουγκράζονται τις φωνές οι δυο βοσκοί, οι Βλασεράδες, σταματάνε και δεν κοτούνε να σιμώσουν το γιαλό.
-Τούρκοι είναι, λένε του Ψαρρά! Αντίχριστοι είναι! Πάμε να φύγουμε...
-Ελάτε ‘δω βρέ! μπήγει την αγριοφωνάρα του εκείνος. Και παίρνει τα σκοινιά, τα ρίχνει στο γιαλό κι’ αρχίζει να μαζεύει τους Τουρκαλάδες.
Όλοι-όλοι τους ήτανε καμμιά τριανταριά και μόνο δέκα κι’ ένα τουρκάκι, ως δέκα χρονώ, μπόρεσε ο Ψαρράς κι’ οι Βλασεράδες και σώσανε κι’ οι άλλοι, πάνε, τους φάγανε τα κύματα και τα θαλασσίματα. Παίρνουνε τότες οι βοσκοί τους σωσμένους, τους πάνε στο μιτάτο του Ψαρρά, ανάβουνε φωτιά να ζεσταθούνε και να στεγνώσουνε τους δένουνε τις λαβωματιές τους κι’ αρμέγουνε και τα ζα και τους δίνουνε τό γάλα τους. Το βράδυ πάλι σφάζει ο Ψαρράς ένα ρίφι, σφάζουνε και οι Βλασεράδες δυό, τρώνε και κάνουνε όλοι το σταυρό τους που τους γλύτωσε ο Άϊ-Γιώργης. Μόνο το μικρό Τουρκάκι, πούτανε χτυπημένο στο κεφάλι κι’αρρωστημένο απ’ την τρομάρα και το θαλασσόδαρμα, δεν μπορούσε μηδέ να φάει, μηδέ να πιει, παρά ήτανε ξαπλωμένο και τυλιγμένο σ’ έναν ανάπλι, στη γωνιά του μιτάτου κι’ έτρεμε και παραμιλούσε, το καημένο, απ’ τον πυρετό. Οι Τούρκοι, λένε στον Ψαρρά, πως το παιδί είναι από μεγάλο σόϊ και πως το πήγαινε ο μπάρμπας του με το καράβι στην Πόλη και πνίγηκε. Το παιδί το λέγανε Χουσεΐν. Ο Ψαρράς το συμπάθησε. Τ’ άρχισε στα γιατροσόφια κι’ όλη νύχτα δεν τάφησε από το πλάϊ του.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι, αφού φάγανε πάλι κι’ ήπιανε, κάμανε και κουμπάνια, ευχαριστήσανε τους βοσκούς με τεμενάδες και φύγανε για τη χώρα για να βρούνε καράβι να μπαρκάρουνε. Τον Χουσεΐν, που ήτανε ακόμη άρρωστος, τους είπε ο Ψαρράς να τον αφήσουνε, ωσπού να γίνει το παιδί καλά κι’ ύστερα θα το πάγαινε εκείνος στη χώρα, να το παραδώσει του βοεβόνδα. Κατεβήκανε οι Τούρκοι στη Χώρα. Είπανε τα καθέκαστα του βοεβόντα., Αμπτουλά Τσελεπή τονε λέγανε, κι’ εκείνος άνοιγε τα μάτια του και τους άκουγε που ο Ψαρράς, που δεν τον είχε αφήσει να χτίσει την εκκλησιά στο Φιλώτι, έκαμε στους Τούρκους τέτοιο καλό. Συφώνησε και για το παιδί κι’ έτσι ο Χουσεΐν απόμεινε του Ψαρρά.
Ήρθε το Μεγάλο Σάββατο, Φόρτωσε ο Ψαρράς τα μουλάρια του με τα βοσκίστικα της Λαμπρής, φόρτωσε και τον Χουσεΐν και τα πήγε και τα ξεφόρτωσε, όλα μαζύ, στην αυλή του, στο Φιλώτι. Είδε η γυναίκα του, η Πλυτή, το Τουρκάκι, έβαλε τις φωνές.
-Δε θέλω ν’ αναθρέψω Τούρκο! Δεν θέλω Τούρκο μες στο σπίτι μου! φώναζε η γυναίκα.
Ο Χουσεΐν δεν καταλάβαινε τι έψελνε του άντρα της η Πλυτή, έννοιωθε όμως πως είναι οι φωνές για κείνο και ζάρωσε σε μια γωνιά αμίλητο και λυπημένο.
-Βρε Πλυτή, απαντούσε ο Ψαρράς. Κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό. Το παιδί ο Θεός μας τώστειλε. Καλό είναι, όμορφο είναι, έξυπνο είναι. Εκεί πώχουμε τρία δικά μας, θα τώχουμε κι’ αυτό. Θα το βαφτίσουμε και θα το κάμουμε παιδί μας...
-Κάμε ότι θες, άρχιζε πάλι τη σύχυση η Πλυτή: Εγώ μια φορά τούρκο δεν θέλω μες στο σπίτι μου...
-Βρε αμάν, βρε ζαμαν, πάλι ο άντρας, τίποτα η γυναίκα, τίποτα...
Τι να κάμει ο άνθρωπος; Λαμπρή δεν έκαμε από το γυναικοκαυγά.
Ξημερώνει, λοιπόν, ο Θεός τη Δευτέρα, παίρνει ο Ψαρράς τον Χουσεΐν και ξανά πάλι για την μάντρα στον Καλαντό. Αρχίζει ο Χουσεΐν να βόσκει τα ζα και το βράδυ ο Ψαρράς να παίρνει το ραβδί του και να του μαθαίνει γράμματα πάνω στο χώμα. Σε κάμποσες βδομάδες πάει κι’ η Πλυτή στην μάντρα για το θέρος. Βλέπει το παιδί στη δουλειά κι’ αρχίζει να το συμπαθά. Τελειώνει το θέρος, το παίρνει στο χωριό, του κάνει καινούργια ρούχα κι’ αρχίζει να τ’ αγαπά σαν παιδί της. Αρχίζει κι’ ο Χουσεΐν να λέει την Πλυτή: -Μάννα! και τον Ψαρρά –Αφέντη! Ύστερα από ‘να χρόνο ξέρει το παιδί και τα ελληνικά, φωνάζει μοναχό του τους ψυχογονιούς του, και τους λέει:
-Θέλω να γενώ χριστιανός!
Φωνάζουνε τότε, ο Ψαρράς με τη γυναίκα του, τον παπά-Σταμάτη Τζανιά, βάνουνε το παιδί στην Κατήχηση κι’ ύστερα το βαφτίζουνε και το βγάνουνε Γιώργη, επειδή σώθηκε από το πνίξιμο την ημέρα τ’ Άϊ-Γιωργιού.
Περάσανε έξη χρόνια κι’ο Χουσεΐν-Γιώργης είχε γίνει πια δεκαοχτώ χρονώ κοπέλλι, το δεξί χέρι του Ψαρρά και το καμάρι της Πλυτής. Εκεί νάσου μια μέρα ο Αμπτουλά-βοεβόντας στο χωριό μ’ ένα Τούρκο καραβοκύρη και ζητά το παιδί. Λένε οι Φιλωτίτες.
-Πάει μας χάλασε ο Ψαρράς ο Λούμπας, που έκαμε το Τουρκάκι χριστιανό.
Φεύγει η Πλυτή από το σπίτι, φεύγουνε τ’ άλλα παιδιά. Μένει ο Ψαρράς κι ο Χουσεΐν-Γιώργης. Βλέπουνε τους Τούρκους ήσυχους παίρνουνε θάρρος. –Το παιδί, λέει ο Αμπτουλά του Ψαρρά, είναι μεγάλου άρχοντα στην Ισταμπούλ. Ήρθαμε να σε πληρώσουμε τα έξοδά σου και να το πάρουμε.
Ο Ψαρράς μένει αμίλητος. Ο Χουσεΐν-Γιώργης αρχίζει το κλάμμα. Ακούει τα χαμπέρια κι’ η Πλυτή και φανερώνεται.
-Το παιδί, λέει, θέλω κι’ όχι γρόσια. Μα τί να κάνουμε; Έκλαιγε η Πλυτή, έκλαιγε ο Ψαρράς, έκλαιγε το παιδί. Το παίρνουνε οι Τούρκοι και φεύγουνε.
***
Περάσοντα εικοσιπέντε χρόνια, ετούτηγ η ιστορία που σας διηγιέμαι , κατά πώς τη βρήκα σε κάτι παληά ελληνοτουρκικά χαρτιά του νησιού μου, είτανε πια ξεχασμένη και στο χωριό και στο νησί. Μόνο που οι Φιλωτίτες είχανε πιαστεί στον καυγά με τον άρχοντα τον Μπαρότση, να του πάρουνε το μπαξέ, και να χτίσουνε εκκλησιά. Κουβαλούσανε πέτρα οι Φιλωτίτες, μπαίνουνε στον μπαξέ, ξαναβάνουνε θεμέλια, φεύγει ο Μπαρότσης και πάει στη Χώρα να βρει τον βοεβόντα. Εκείνος, πούθελε να ξεπληρώσει τα καλά του Ψαρρά για τους Τούρκους που γλύτωσε και για το παιδί, έκανε τον μισοκακόμοιρο κι’ έλεγε πως δεν μπορούσε ν’ ανακατευτεί με δουλειές των χριστιανών.
Παίρνουνε κουράγιο οι Φιλωτίτες, φέρνουνε μαρμαράδες από την Τήνο, χτίστες από τον Μωρηά, προχωρούνε στο χτίσιμο. Ο Μπαρότσης κι’ οι Φράγκοι το παίρνουνε κατάκαρδα, γράφουνε του Γάλλου αμπασαδώρου (πρεσβευτή) στην Πόλη, πάει εκείνος στα Βασιλικά σκαλιά και καταφέρνει και πάει φιρμάνι στον βοεβόντα Ναξίας και πάει εκείνος ο κακόμοιρος με πόνο του και σταματάει το χτίσιμο της εκκλησιάς. Πιάνει και τον Ψαρρά, τον στέλνει δεμένο στην Πόλη.
-Πάει, του πήρανε το κεφάλι του, τόνε κλαίγανε και τόνε μοιρολογούσανε οι Φιλωτίτες.
Παγαινάμενος ο Ψαρράς στην Πόλη, εξηνταπεντάρης γέρος πια, τον ρίχνουνε στο μπουντρούμι. Μα γερό ψημένο κόκκαλο ο γέρος, άντεχε.
Περνάνε δυο μήνες. Έρχεται κι’ ο Μπαρότσης απ’ τη Ναξιά, φορτωμένος φλουριά και βενέτικα, βγάνανε τον Ψαρρά απ’ τη φυλακή, πάνε στον μεγάλο καδή κι’ αρχίζει η δίκη για την εκκλησιά. Βέβαιος ο Μπαρότσης πως θα την κερδίσει, βέβαιος κι’ ο Ψαρράς πως σε μια ώρα δεν θάχει μηδέ το κεφάλι του. Εκεί όμως που φωνάζει ο καδής τα ονόματά τους, ακούεται και λέει να λύσουνε τις αλυσίδες του Ψαρρά. Ξαφνιάζονται όλοι... Αρχίζει να μιλεί ο Μπαρότσης, μιλούνε κι’ οι ψευδομάρτυρές του, τι να πει κι’ ο Ψαρρας, τελειώνει η δίκη. Σηκώνεται επάνω ο καδής, λέει:
-Εν ονόματι του Μεγαλοπρεπεστάτου, Δικαιοτάτου, Ευσπλαχνικωτάτου, Φιλανθρωποτάτου, Νικητού, Ήρωος και Τροπαιούχου, Πολυχρονεμένου Αυθέντου ημών, Σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, κηρύττω αθώον τον κατηγορούμενον και εκδίδω τον παρόντα ημέτερον δικαστικόν και ηγεμονικόν ορισμόν ίνα τελειωθεί η εκκλησία του κατά την νήσον Ναξίαν χωρίου Φιλώτι χωρίς να δύναται τινάς να το εμποδίση ειδ’ άλλως θέλει πειραθή της ηγεμονικής ημών αγανακτήσεως, ως φιλόδικος και απειθής. Ούτω προστάττομεν ηγεμονικώς και ούτω γενέσθω εξ αποφάσεως.
Ακούγανε όλοι την απόφαση, μένανε βουβοί. Παίρνει ο Μπαρότσης το γραμματέα της πρεσβείας και φεύγουνε σαν βρεγμένες γάτες. Στέκεται ασάλευτος και σαστισμένος ο Ψαρράς. Σηκώνεται τότε επάνω ο καδής, πάει κοντά του, τον βλέπει στα μάτια, χαμογελά και του λέει:
-Ος γκελτίν! Κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό! Αφέντη μου, δεν με γνωρίζεις; Είμαι ο Χουσεΐν-Γιώργης, το ψυχοπαίδι σου.
Και πέφτει στην αγκαλιά του κι αρχίζει να φιλεί το γέρο με δάκρυα, Κλαίει κι’ ο γέρο-Ψαρράς και φιλεί τον Χουσεΐν καδή, τον Χουσεΐν-Γιώργη, το παιδί του...
Παίρνει ο Χουσεΐν τον γέρο-Ψαρρά στο σαράϊ του, τον καλοκαθίζει ένα μήνα κι’ ύστερα τον ετοιμάζει να φύγει για την Ναξιά και του δίνει δυο κασσέλες μπαξίσια, μια σακκούλα φλουριά, μια κουμπούρα κι’ ένα Σουλτανικό φιρμάνι.
-Αφέντη μου! του λέει ο Χουσεΐν: Ετούτο το φιρμάνι του Σουλτάνου σου δίνει το δικαίωμα να πάρεις όσο τόπο θέλεις για την εκκλησιά, χωρίς να μπορεί κανείς να σ’ εμποδίσει, Η σακκούλα με τα φλουριά είναι από μένα. Τα μισά δικά σου, τ’ άλλα μισά να χτίσεις το καμπαναριό της εκκλησιάς. Την κουμπούρα στη δίνω για να χτυπήσεις όποιονα τολμήσει να σ’ εμποδίσει στο χτίσιμο της εκκλησιάς. Κι’ άμα βγεις στη Χώρα, βάρα δυο κουμπουριές για το γινάτι των Φράγκων, κι άμα σε πειράξει κανείς, βάρα του και δείχνε το φιρμάνι.
Έτσι έφυγε ο γέρο-Ψαρράς από την Πόλη για τη Ναξιά, μ’ ένα μεγάλο καΐκι, που ναύλωσε ξεπίτηδες ο Χουσεΐν.
Έφτασε στη Ναξιά. Μα γνωστικός και καλός άνθρωπος δεν έκαμε κανενός κακό μηδέ με την κουμπούρα, μηδέ με το φιρμάνι. Σαν βγήκε στο λιμάνι του νησιού με τόσα αμανάτια, καλοντυμένος και με την κουμπούρα στη ζώνη του, τον πλησιάζει ο βοεβόντας και δυο τούρκοι φορατζήδες να πληρώσει το φόρο και να του πάρουνε τη κουμπούρα. Τους δείχνει ο Ψαρράς φιρμάνι, τον αφήνουνε. Τον καμαρώνανε και χαίρονταν οι χωριάτες. Το μαθαίνουνε κι’ οι χωριανοί του, παίρνουνε τα ξεφτέρυγα, ντουμπάκια, τζαμπούνες, φεύγουνε παπάδες και λαϊκοί και πάνε και καλοσωρίζουνε τον Ψαρρά.
Την άλλην ημέρα πάει εκείνος, κάνει ζάφτι όλο τον λαχανόκηπο του Μπαρότση, παίρνει και το διπλανό χωράφι για νεκροταφείο. Χαράζει μια μεγάλη αυλή για την εκκλησιά, μια πλατεία δίπλα, πιάνει κι όσο τόπο ήθελε για να χτιστούνε κελιά και σπίτια των χωριανών κι’ όλοι πια βαλθήκανε και τελειώνουνε την εκκλησιά τους. Το καμπαναριό το κάμανε μαρμαροπελέκητο με τα φλουριά του Χουσεΐν. Και στις 15 Αυγούστου του 1718 γίνανε τα εγκαίνιά της και της δώσανε και το παληό όνομα της γκρεμισμένης από τους κουρσάρους εκκλησιάς: «Κοίμησις της Θεοτόκου».
Από τότε γίνεται στο Φιλώτι το πανηγύρι της. Κι’ οι βοσκοί, οι Φιλωτίτες, που πάνε στο χωριό να προσκυνήσουνε τη Χάρη της, γυρίζουνε και βλέπουνε το καμπαναριό της και το δείχνουνε και στους ξένους, πούναι επάνω, σε μια πλάκα του, σκαλισμένη η εικόνα του Ψαρρά. Εκείνος έχτισε την εκκλησιά τους.
Έγραψα κ’εγώ, ο ταπεινός δούλος του Θεού, την ιστορία της, όπως την άκουσα από τα στόματα των βοσκών και τηνε διάβασα στα χαρτιά της και να μένει εις τον αιώνα, εις μνημόσυνον των κτιτόρων της και εις έλεος κ’ αμού του γράψαντος ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου. Αμήν.





Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Οι ζωές των άλλων είναι ο πλούτος μας

του Ισίδωρου Ζουργού

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ομιλία του συγγραφέα (και εκπαιδευτικού) Ισίδωρου Ζουργού προς τους τελειόφοιτους της Ελληνογαλλικής Σχολής Καλαμαρί. Εκφωνήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 28 Ιουνίου 2014.

Φωτογραφία από τη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας, κατά την οποία ο Ισίδωρος Ζουργός διάβασε αποσπάσματα από τα  βιβλία του. 

Βρίσκομαι καλεσμένος εδώ απόψε από τη διεύθυνση του σχολείου για να απευθυνθώ ιδιαίτερα σε σας, νεαρές κυρίες και κύριοι, και να προσθέσω κι εγώ μερικά λόγια σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής σας, ξένος ανάμεσά σας είναι η αλήθεια, όμως δάσκαλος κι εγώ, ένας από τους πολλούς που ζούνε για χρόνια ανάμεσα σε παιδιά και νέους, με τη μυρωδιά του σχολείου και της αυλής πάνω στο δέρμα, με το χτύπημα του κουδουνιού να επανέρχεται σ’ εκείνο το διάκενο, που αφήνουν καμιά φορά τα όνειρα της νύχτας. Σήμερα όμως παρίσταμαι όχι ως δάσκαλος αλλά ως συγγραφέας, ως γεννήτορας βιβλίων ο οποίος νομίζει πως έχει κάτι να σας πει.
Ίσως να το έχετε σκεφτεί κι εσείς μερικές φορές ότι μια επιπρόσθετη δυσκολία στους αποχαιρετισμούς είναι η έγνοια μήπως το τυπικό που τους περιβάλλει απορροφήσει την ουσία, μήπως τα «πρέπει» τους αλυσοδέσουν αυτά που αισθανόμαστε, μήπως με άλλα λόγια η φροντίδα της κορνίζας υποκαταστήσει το ίδιο το κάδρο. Σας διαβεβαιώ πως η στόχευσή μου είναι να σας πω δυο λόγια με την πυξίδα της καρδιάς, χωρίς κορνίζες, όπως ταιριάζει όταν μιλάς σε νέους ανθρώπους.
Φαντάζομαι πως θα έχετε επιπλέον έγνοιες και σκέψεις πέρα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων, καθώς θα έχετε ακούσει πολλές φορές από τους γονείς σας, τους καθηγητές σας, τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης να επαναλαμβάνουν ότι είστε εκείνη η γενιά, που καλείστε να ζήσετε με ψαλιδισμένα όνειρα, αλλά με την οφειλή να ξαναστήσετε στα πόδια της μια ολόκληρη χώρα. Πολλοί από σας ίσως προγραμματίζουν από τώρα τη μετάβαση σε άλλους τόπους, για σπουδές αρχικά κι ύστερα για αναζήτηση εργασίας. Όμως τι μπορεί να σας πει ένας συγγραφέας για τους έλικες της ζωής, που ανοίγονται μπροστά σας, τι μπορούν να πουν τα βιβλία για το μέλλον σας; Ως συγγραφέας ίσως έπρεπε κατευθείαν από εκεί να ξεκινήσω, από τα βιβλία.
Φωτογραφία από την ίδια εκδήλωση.

«Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο από το να προσπαθώ να ζω σύμφωνα με ό,τι πιο αληθινό ήθελε να βγει από μέσα μου. Γιατί άραγε ήταν τόσο πολύ δύσκολο;» Αυτό αναρωτιόταν στα 1920 ο Έρμαν Έσσε, Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας. Η φράση που ακούσατε είναι παρμένη από τον Ντέμιαν, ένα μυθιστόρημα χρονικό μιας εφηβείας, που έμελε να γίνει το ευαγγέλιο της γερμανικής νεολαίας, πριν ακόμη περάσει ολόκληρη η χώρα στην εποχή των ναζιστικών παγετώνων. Αυτό το ίδιο βιβλίο το διάβαζα και εγώ στα 1980, όταν ήμουν στη δική σας ηλικία και αναρωτιόμουν ολόκληρα μερόνυχτα : Άραγε θα είναι τόσο δύσκολο να προσπαθήσω να ζήσω με τον τρόπο που έγραφε ο Έρμαν Έσσε; Ήταν δύσκολο τελικά, λέω τώρα, 35 χρόνια μετά, αλλά πάντως όχι ακατόρθωτο. Αυτό το πρόταγμα ζωής που μου παρουσίασε ένα βιβλίο στα δεκαεπτά μου χρόνια, τελικά πάλι με βιβλία το στήριξα. Το να προσπαθείς να ζεις σύμφωνα με τις πηγές που αναβλύζουν από μέσα σου είναι ένας μακροχρόνιος πόλεμος, άλλες μάχες τις κερδίζεις, άλλες τις χάνεις, άλλοτε συνθηκολογείς πρόσκαιρα, άλλοτε πεισμώνεις και κλείνεσαι για καιρό πίσω από τείχη ως ελεύθερος πολιορκημένος. Ένα μέρος από το οπλοστάσιο αυτού του μακροχρόνιου πολέμου ήταν τα βιβλία.
Αυτό το φαινόμενο άρνησης της αυθεντικότητας του προσώπου που έθετε ο Ντέμιαν, στη γλώσσα της φιλοσοφίας συχνά το ονομάζουν έκλειψη του υποκειμένου και το μεθοδεύουν η μόδα, οι θεωρίες του συρμού που ονομάζονται τώρα με μια κομψότητα μαζική κουλτούρα, επίσης κάποιες μικρές και μεγάλες εξουσίες… Γενικά το προβάλλουν θεωρίες και απόψεις αμέτοχες όλες τους της ανθρωπιστικής παιδείας. Τελικά όλοι αναρωτιόμαστε πώς το αυτονόητο, να είσαι δηλαδή ο εαυτός σου, βρίσκεται συνεχώς σε κίνδυνο; 
Προχωρώντας στην εξομολόγηση της δικής μου αναγνωστικής ιστορίας, στη μακροχρόνια δηλαδή προσωπική μου σχέση με τα βιβλία, δεν ήταν μόνο ο Ντέμιαν που με σημάδεψε, με στοίχειωσε να το πω καλύτερα. Ήταν ο Γιάννης Αγιάννης των Αθλίων του Ουγκώ και ως τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη ο κατάλογος είναι μακρύς. Προφανώς όμως το να αναφέρω μπροστά σας αυτή την εποχή τη λέξη διάβασμα, ανάγνωση, βιβλία, είναι λίγο παρακινδυνευμένο από τη στιγμή που μόλις έχετε αποδράσει από έναν εξαντλητικό μαραθώνιο προετοιμασίας και εξετάσεων. Νομίζω όμως πως έχετε καταλάβει ότι προφέρω τη λέξη ανάγνωση χωρίς καμιά χροιά καταναγκασμού, γιατί προφανώς δεν αναφέρομαι στην υποχρεωτική σχολική μελέτη, στις εξετάσεις ή στην αναγκαστική επιστημονική ανάγνωση και ενημέρωση, που σας περιμένει στην μελλοντική επαγγελματική σας ζωή. Μιλάω για κείνη την αβίαστη ανάγνωση που συνοδεύεται από  απόλαυση, εννοώ αυτή την ελεύθερη βοσκή των βιβλίων που εσείς έχετε επιλέξει, γιατί αυτά θα είναι που θα ερεθίσουν τη φαντασία και την περιέργειά σας για τα οδυσσειακά ταξίδια, αυτά που κυρίως η λογοτεχνία μπορεί να σας προσφέρει, χωρίς να αποκλείουμε βέβαια τον κινηματογράφο και το θέατρο.
                                                   Φωτογραφία από την ίδια εκδήλωση.


«Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο από το να προσπαθώ να ζω σύμφωνα με ό,τι πιο αληθινό ήθελε να βγει από μέσα μου. Γιατί άραγε ήταν τόσο πολύ δύσκολο;» Αυτό αναρωτιόταν στα 1920 ο Έρμαν Έσσε, Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας. Η φράση που ακούσατε είναι παρμένη από τον Ντέμιαν, ένα μυθιστόρημα χρονικό μιας εφηβείας, που έμελε να γίνει το ευαγγέλιο της γερμανικής νεολαίας, πριν ακόμη περάσει ολόκληρη η χώρα στην εποχή των ναζιστικών παγετώνων. Αυτό το ίδιο βιβλίο το διάβαζα και εγώ στα 1980, όταν ήμουν στη δική σας ηλικία 

Θα προσπαθήσω όμως τώρα να προλάβω τυχόν απορίες και αντιρρήσεις σας. Ζήσατε τα τελευταία χρόνια πραγματικά στον σφυγμό και στις αλυσίδες ενός συστήματος, το οποίο απέρριπτε μια τέτοια ανάγνωση ως ξένο σώμα, ένα εξεταστικό σύστημα που ευνοούσε την αποστήθιση και παραγκώνιζε τη δημιουργική φαντασία και την κριτική σκέψη. Δεν είστε εδώ και κάποια χρόνια αναγνώστες, γιατί οι συνθήκες δεν σας επέτρεψαν να είστε. Όσοι και όσες από σας είχατε αρχίσει να κτίζετε αναγνωστικές συνήθειες στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, στο λύκειο απομακρυνθήκατε από τα εξωσχολικά βιβλία, όπως συνηθίζουμε ακόμη με παλιομοδίτικο τρόπο να τα αποκαλούμε. Η σχέση των μαθητών με τη λογοτεχνία είναι ένα από τα πρώτα σφάγια στο θυσιαστήριο των εισαγωγικών εξετάσεων. Στα χρόνια όμως που έρχονται θα κληθείτε να βρείτε το κομμένο νήμα και να βγείτε από αυτόν τον λαβύρινθο τον γεμάτο μνήμες άγχους και απώθησης.
Οι δημοκρατικές κοινωνίες απαιτούν από τους πολίτες τους όχι μόνο ενημέρωση και πληροφόρηση, κάτι που προσφέρεται αφειδώς από το διαδίκτυο, αλλά και συγκροτημένη σκέψη όπως και δημιουργική φαντασία και επινοητικότητα. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση το διαδίκτυο, επιτρέψτε μου αυτό να το πιστεύω, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Όλες αυτές οι ικανότητες που αναφέραμε προάγονται όχι από βιαστικά ηλεκτρονικά κοιτάγματα αλλά από την ανάγνωση της λογοτεχνίας, του δοκιμίου, του βιβλίου γενικότερα. Το διαδίκτυο είναι ένας ωκεανός, αυτό το ξέρετε καλύτερα από εμένα και δεν μπορείτε να τον περάσετε με ένα μικρό βαρκάκι. Θα χρειαστείτε γαλέρες και ατμόπλοια, τα οποία εσείς πρέπει να ναυπηγήσετε με υλικά από συγκροτημένα κείμενα, θα χρειαστεί να ροκανίσετε και να κολλήσετε τα μαδέρια τους συντροφιά με βιβλία.
Μα γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, να διαβάζουμε βιβλία; Αξίζει άραγε τον κόπο και αν ναι πώς να τα διαβάζουμε, ποιους τίτλους να επιλέγουμε και με ποιο τρόπο; Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις που μου έχουν κάνει επανειλημμένα πολλοί μαθητές και μαθήτριες σε γυμνάσια και λύκεια, όπου με είχαν προσκαλέσει για να μιλήσουμε για βιβλία. Προς τι άραγε, επιτείνω τώρα εγώ το ερώτημα, αυτή η μανία της ανάγνωσης; Από τον Μέγα Βασίλειο για παράδειγμα, πριν από χίλια επτακόσια χρόνια, όταν στον γνωστό λόγο του προς τους νέους ζητάει απ’ αυτούς να ετοιμάσουν τη συνείδησή τους με τη μελέτη της κοσμικής σοφίας των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, ως τον Ντανιέλ Πενιάκ, τωρινό συγγραφέα και εκπαιδευτικό ο οποίος με πολύ θάρρος και χιούμορ θέσπισε τα δικαιώματα του σημερινού αναγνώστη. Προς τι λοιπόν η ανάγνωση; Περιορισμένος σήμερα από τον χρόνο θα επιχειρήσω να συνοψίσω μια απάντηση σχεδόν τηλεγραφική.

Ο καθένας μας είναι κλεισμένος στο δωμάτιο της ιδιωτικότητάς του ενώ έξω υπάρχει ο κόσμος, πολύχρωμος, σκληρός αλλά και τρυφερός, βίαιος και ερωτικός, αντιφατικός… Διαβάζουμε λοιπόν για να διευρύνουμε κι άλλο αυτήν τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας μέσα από την οποία αντικρίζουμε τον κόσμο, για ν’ ανοίξουμε την οπτική μας στο θαύμα με ό,τι απόλαυση και αγωνία αυτό συνεπάγεται, άλλωστε η λέξη κόσμος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κόσμημα, δηλαδή στολίδι. Η ανάγνωση, αγαπητά μου αγόρια και κορίτσια, συνεισφέρει τελικά στο ακόνισμα της ματιάς μας η οποία πέφτει πάνω σε αυτό το στολίδι, στη διεύρυνση της ζωής ως εμπειρία, στη χωροθέτηση του κόσμου και στην προσπάθεια ερμηνείας του. Φυσικά όποιος διαβάζει δε σημαίνει απαραίτητα πως γίνεται αυτόματα και καλύτερος άνθρωπος από κάποιον άλλο που δεν είναι αναγνώστης, όμως βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην ενσυναίσθηση της ελευθερίας, ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του άλλου, γιατί μέσω των βιβλίων έχει γνωρίσει και άλλες ζωές. Φανταστείτε τελικά το μυθιστόρημα ως ένα ζιπαρισμένο αρχείο της ζωής ενός ανθρώπου. Οι ζωές των άλλων είτε τις γνωρίζουμε ως φυσικές παρουσίες είτε τις πλησιάζουμε μέσω της ανάγνωσης είναι ο πλούτος μας.
Κλείνοντας σας εύχομαι να ζήσετε μια ευτυχισμένη και δημιουργική ζωή προσπαθώντας να την καταστήσετε σε αρμονία με ό,τι πιο αληθινό αναβλύζει από μέσα σας, όπως θα έλεγε και ο Έρμαν Έσσε, όσο είναι αυτό δυνατό, όσο μπορέσετε να το καταφέρετε. Ανοίξτε την αγκαλιά σας στους ανθρώπους και φροντίστε να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσει μαζί και κάποια βιβλία, γιατί τα βιβλία είναι η κατάφαση της ίδιας της ζωής, γιατί και τα βιβλία τελικά άνθρωποι είναι κι αυτά.
Πηγή: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.vivlia&id=35128

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ταξιδεύοντας στον Άθω με τον Le Corbusier

από τον Αναστάσιο Ντούρο


Αγαπημένη του συνήθεια η εναλλαγή βιβλίων και η ταυτόχρονη η ανάγνωση τους. Τον γοήτευε η συναναστροφή των ηρώων διαφορετικών έργων εντός του κακοσχηματισμένου κρανίου του, ενώ το αποτέλεσμα των συζητήσεων τους, του έδινε την ευκαιρία να κατανοήσει με πληρότητα την ψυχοσύνθεση τους και να κατασταλάξει στην ποιότητα των δημιουργών τους.

Συνήθιζε επίσης να ταξιδεύει με διαφορετικά βιβλία, τα οποία επέλεγε ανάλογα με τον τελικό προορισμό, προσπαθώντας να συνδέσει τον τόπο με το έργο και τον συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό θεωρούσε ότι είχε πολλαπλό όφελος, καθώς αποτυπωνόταν εντός του οι μυρωδιές του χώρου, συνοδευόμενες από τις αναμνήσεις των συγγραφέων και τις ζωές των ηρώων τους.

Έτσι, κατά την τελευταία του επίσκεψη στο Άγιον Όρος, βρέθηκε να κρατάει ανά χείρας το έργο του κορυφαίου αρχιτέκτονα Charles Edouard Jeanneret, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Le Corbusier. Το βιβλίο περιείχε τα κείμενα του για την Ελλάδα, καθώς επίσης  φωτογραφίες και σχέδια.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κρατούσε το χαρτόδετο βιβλίο με το σχέδιο της προσωπογραφίας του φιλέλληνα αρχιτέκτονα στο εξώφυλλο του, μια λιτή δημιουργία του Πικάσο, και το ξεφύλλιζε βιαστικά προσμένοντας τη στιγμή που θα απομονωθεί σε κάποιο χώρο και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις ιδέες και τις σκέψεις του.

Αργά το απόγευμα, ο αρχοντάρης της μονής Ιβήρων, του παραχώρησε ένα μικρό κελί με το προνόμιο του δικού του μπαλκονιού, γεγονός που τον χαροποίησε ιδιαίτερα, μιας και η θέα του καταπράσινου βουνού και της καταγάλανης θάλασσας, του δημιουργούσαν μια αίσθηση πληρότητας, έστω και προσωρινής.
Εντός και εκτός του κελιού του, επικρατούσε μια γαλήνια ησυχία, που δύσκολα την συναντούσε στον έξω κόσμο. Πουλιά κελαηδούσαν στον δικό τους ρυθμό, πετώντας από κλαδί σε κλαδί. Φτερουγίσματα, τιτιβίσματα και η ηρεμία του τοπίου, εισέβαλλαν από το μπαλκόνι και πλημμύρισαν το λιτό δωμάτιο.

Άφησε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και ξάπλωσε. Είχε χρόνο μέχρι τον εσπερινό.

Με δυο μαξιλάρια στο προσκεφάλι ξεκίνησε την ανάγνωση και ευθύς αναζήτησε το κεφάλαιο που αφορά τον Άθω. Ήταν το πρώτο κεφάλαιο. Κάτω από τον τίτλο αναγράφεται το έτος του ταξιδιού, 1914. Στην διπλανή σελίδα δεσπόζει ένα σχέδιο του Le Corbusier που αναπαριστά την μονή Σιμωνόπετρας ιδωμένη από την θάλασσα. Καθώς διαβάζει την πρώτη αράδα, αισθάνεται ότι βουτάει στα βαθιά από ένα απόκρημνο βράχο ύψους πολλών μέτρων:
«Ένας ανησυχητικός εκλεκτικισμός μας κάνει να ρέπουμε καθημερινά προς γεροντικές ανεκτικότητες και να υποτιμούμε τον παρόντα χρόνο. Ποιος κυκεώνας από γεροντισμούς απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής μας δράσης! Και η πρακτική κι ενεργός δράση αποδυναμώνεται, παραπαίει, κουβαλώντας σχεδόν το πρόσωπο στη ράχη, κινδυνεύοντας να απολιθωθεί σαν τη γυναίκα του Λωτ, επειδή κοίταξε υπερβολικά πίσω της.»
Και λίγο παρακάτω…
«Η μοναστική ψυχή του Άθω, οι ασκητές, οι αδελφοί που ασκούνται στην προσευχή, φαντάστηκαν το όραμα μιας κρύπτης, και τοποθέτησαν το ωχρό χρυσάφι των ενοράσεων τους μέσα στο αυστηρό, σκιασμένο και πνιγμένο στις εικόνες όστρακο ενός ιερού. Ωστόσο, αν και περιορισμένου όγκου, αυτή η αρχιτεκτονική μου εμπνέει τον θαυμασμό και ώρες πολλές κυλούν για να συλλαβίσω τη σταθερή και δογματική της γλώσσα.»

Γυρίζει τις σελίδες αρπάζοντας λέξεις από εδώ και από εκεί. Είναι τόσα πολλά τα νοήματα. Απολαμβάνει την αποσπασματική ανάγνωση, μια μικρή τελετουργία μέχρι να ξεκινήσει πάλι από την αρχή και να δοθεί ολοκληρωτικά.

«Η εκκλησία του Άθω είναι μια λίθινη φόρμουλα που μπορεί να συγκριθεί με το μπουμπούκι του δέντρου που, από πολύ μικρό, πριν τις ζεστές βροχές της άνοιξης, περιέχει κάτω από τη στιλπνή και στέρεη ασπίδα του όλους τους θησαυρούς – του καλοκαιριού: το λουλούδι – του φθινοπώρου: τον καρπό – και του χειμώνα: την αργή και σκοτεινή κυοφορία. Υπάρχει ένας θόλος πολύ μικρός, - τέσσερα μέτρα, κατά κανόνα-  τοποθετημένος με τρόπο ώστε από τον πελώριο εξωτερικό χώρο που τον πολιορκούν οι αύρες της θάλασσας, η θέα της και η παρουσία του βουνού, αφού διασχίζει κανείς το νάρθηκα κι ένα είδος πρόναου (η λιτή), να φαίνεται μεγάλος και αυτάρκης, δυνατός, ψηλός και τοποθετημένος σαν κοίλος βολβός που τον βλέπεις στον σωλήνα μιας διόπτρας…»


Πριν προλάβει να κατανοήσει πλήρως όσα ο Le Corbusier έγραφε πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, σήμανε το σήμαντρο και ευθύς το τάλαντο. Από τον οξύ ήχο του μετάλλου στον γλυκό ήχο του ξύλου. Σηκώθηκε δίχως ιδιαίτερο κέφι και κατευθύνθηκε προς το καθολικό. Σαν πέρασε την λιτή κι βρέθηκε στον κυρίως ναό, στάθηκε σε μια γωνιά και κοίταξε τον θόλο προσπαθώντας να αναγνωρίσει τα στοιχεία της περιγραφής που πριν λίγο είχε διαβάσει, το λουλούδι, τον καρπό και την αργή κι σκοτεινή κυοφορία. 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Μαγεία και μυστήριο αιώνων

Ναός Αγίας Σοφίας, Θεσσαλονίκη: οι άγγελοι που κρατούν τη δόξα του Χριστού είναι από τις ωραιότερες μορφές της βυζαντινής τέχνης. Τη δεκαετία του ’80 η Μελίνα Μερκούρη ξεναγήθηκε με την ιδιότητα της υπουργού Πολιτισμού στα ψηφιδωτά του ναού και έμεινε άφωνη από το κάλλος και την πνευματικότητά τους.

Του Δημήτρη Ρηγόπουλου

«Αυτό να μην το χάσει ο Τζούλης»
Πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και παρθενική θητεία της Μελίνας Μερκούρη στην ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και ξενάγηση στις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της πόλης. Σκαρφαλωμένη σε σκαλωσιά μαζί με την τότε έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χρυσάνθη Μαυροπούλου - Τσιούμη, στέκεται σε απόσταση αναπνοής από τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας. Δεν ακούγεται τίποτα. Η Μελίνα μοιάζει άναυδη. Περνάνε λίγα λεπτά πριν σπάσει η ίδια την απόκοσμη σιωπή: «Αυτό να μην το χάσει ο Τζούλης».

Τα εντοίχια βυζαντινά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης θεωρούνται (και είναι) αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης ανυπολόγιστης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Αριστουργήματα που όμως «δεν έχουν τύχει της ανάλογης προσοχής», υπογραμμίζει ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής, επίσης έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά την περίοδο 1996 - 2007.

Αν ξετυλίξει κανείς την ιστορία συντήρησης και ανάδειξής τους, από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι σήμερα, τους πολλούς μοναχικούς αγώνες φωτισμένων αρχαιολόγων που πάλεψαν με την άγνοια και τα πενιχρά οικονομικά του ελληνικού κράτους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στα ψηφιδωτά της βυζαντινής Θεσσαλονίκης αποτυπώνεται μία άγνωστη διπλωματική ήττα της σύγχρονης Ελλάδας.
Αν ρωτήσετε έναν Βρετανό ή έναν Ισπανό μεσαίας μόρφωσης για τα πιο διάσημα ψηφιδωτά στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να σας μιλάνε για τα ανεκτίμητα ψηφιδωτά που διασώζονται στα μνημεία της όμορφης ιταλικής πόλης Ραβένα: στο μαυσωλείο της Γάλας Πλακιδίας, στη Βασιλική του Αγίου Βιταλίου στην Κλάσε, στο Βαπτιστήριο του Νέωνος, στο Βαπτιστήριο των Αριανών...

Κανείς, όμως, δεν θα αναφέρει τη λέξη «Θεσσαλονίκη». Ρωτήστε τον κ. Μωυσή και την κ. Ραχήλ Καπόν που αναζήτησαν χορηγούς και βοήθεια εκτός Ελλάδας στην προσπάθεια να εκδώσουν το πρώτο εμπεριστατωμένο βιβλίο για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. Η πιο συνηθισμένη αντίδραση που εισέπρατταν στο εξωτερικό ήταν «ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης». Τι κι αν ειδικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν την ανωτερότητά τους ακόμα και σε σχέση με τα διάσημα «ξαδελφάκια» τους της Ραβένας; Τελικά, το βιβλίο κυκλοφόρησε στην ελληνική και στη διεθνή αγορά με μεγάλες οικονομικές θυσίες από τους δύο ιδρυτές των εκδόσεων Καπόν.

Έκδοση και ημερίδα

Η έκδοση «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης  4ος - 14ος αιώνας» (συγγραφείς: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη), εκτός από την υποδειγματική τεκμηρίωση των ψηφιδωτών της πόλης με εικόνες εξαιρετικής ποιότητας και την κάλυψη ενός μεγάλου κενού στην ελληνική και και στη διεθνή βιβλιογραφία, έδωσε το έναυσμα για τη διοργάνωση διεθνούς ημερίδας, πριν από λίγες ημέρες, στο φημισμένο Courtauld Institute of Art του Λονδίνου, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Λεβέντη. Η ανταπόκριση της επιστημονικής κοινότητας ξεπέρασε κάθε προσδοκία, φέρνοντας στη βρετανική πρωτεύουσα καθηγητές και μελετητές των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης από κάθε γωνία του πλανήτη. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για ένα κάποτε σχετικά παροπλισμένο κομμάτι της βυζαντινής Ιστορίας.
Αντιπαράθεση για τη Ροτόντα
Παρά τον μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων και τον γοητευτικό θεματικό πλουραλισμό, πολλοί είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στις αναμενόμενες αντιπαραθέσεις σχετικά με τη χρονολόγηση ορισμένων μνημείων και κυρίως του τεράστιου ψηφιδωτού της Ροτόντας, που έχει χρονολογηθεί από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα.

Οι ομιλητές δεν τους απογοήτευσαν καθώς ο διάλογος υπήρξε ανά διαστήματα έντονος. Η κ. Μυρτώ Χατζάκη από το Ιδρυμα Λεβέντη, επιμελήτρια της ημερίδας, θεωρεί ότι η ημερίδα υπήρξε πολύ σημαντική: «Η ανταλλαγή ιδεών και απόψεων επισήμανε τι πρέπει ακόμα να γίνει, υπογράμμισε τα “θολά σημεία”, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να μπορέσει η έρευνα να προχωρήσει, εστιάζοντας σε θέματα ερμηνείας και χρονολόγησης, αλλά και στην ανάγκη να εκμεταλλευτούν οι ερευνητές τα σύγχρονα μέσα που προσφέρει η τεχνολογία».

Ειδικότερα ως προς τη Ροτόντα, ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής υποστήριξε την άποψή του ότι δεν πρόκειται για χριστιανικά ψηφιδωτά αλλά για ψηφιδωτά με έντονα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής λατρείας. «Η ερμηνεία αυτή, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική του κτιρίου, που είναι ένα τυπικό δείγμα μαυσωλείου της ύστερης αρχαιότητας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα -με τη βοήθεια και άλλων παραγόντων βέβαια- ότι η Ροτόντα είναι μαυσωλείο που ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε στη Θεσσαλονίκη πριν από το 324, όταν σκόπευσε να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσά του. Μετά το 324 και τη νίκη του έναντι του Λικινίου, ο δρόμος προς την Ανατολή ήταν ανοιχτός και αποφάσισε να ιδρύσει την Κωνσταντινούπολη όπου έκτισε το μαυσωλείο του και όπου ετάφη».

Εξαιρετικά καχύποπτος με αυτήν τη θέση εμφανίστηκε ο καθηγητής Μπιτ Μπρενκ από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Υποστήριξε ότι η σύγχρονη έρευνα στις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από σημαντικό αριθμό υποθέσεων και ελάχιστη ουσιαστική βελτίωση στη βάση των γνώσεών μας: «Η πολλαπλότητα τεχνο-ιστορικών μεθόδων τείνουν να έχουν δημιουργήσει, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, περισσότερες παρανοήσεις παρά να έχουν οδηγήσει σε αξιόπιστα συμπεράσματα». Και πρότεινε να δοθεί περισσότερος χώρος σε πρόσφατες χημικές αναλύσεις νεότερων αναλυτών όπως ο Βενιαμίν Φούρλας. Πιο κατηγορηματικός ο καθηγητής Hjalmar Torp από το Πανεπιστήμιο του Οσλο, επέμεινε στο συμπέρασμά του ότι τα ψηφιδωτά έγιναν όταν η Ροτόντα μετατράπηκε σε εκκλησία. «Αυτό ήταν ένα σχέδιο το οποίο προγραμματίσθηκε και ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395)».

Για την κ. Χρυσάνθη Μαυροπούλου - Τσιούμη το θέμα της χρονολόγησης δεν είναι τελικά το πιο σημαντικό. «Στην Ελλάδα πάσχουμε από πολιτική δημοσιεύσεων. Ας διδαχθούμε από τους Ιταλούς ή ακόμα και από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Οταν έχεις δημοσιεύσεις μπορείς να μελετήσεις σε βάθος». Αλλά ας είμαστε αισιόδοξοι: η μαγεία, τα μυστικά και το μυστήριο που περιβάλλουν τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης είναι ένα δώρο που εξακολουθούμε να κρατάμε στα χέρια μας. Η αρχή έχει γίνει.


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ο James Joyce και η Θεσσαλονίκη

του Μάκη Καραγιάννη 


H σημερινή Bloomsday είναι μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε τη σχέση του Joyce με τη Θεσσαλονίκη. Όπως αναφέρει στη βιογραφία του ο Ρίτσαρντ Έλλμαν αλλά και η Μαντώ Αραβαντινού, ένας από τους καλούς του φίλους στη Ζυρίχη ήταν ο θεσσαλονικιός Πωλ Ρουτζιέρο. Καθολικός το θρήσκευμα, σπούδασε στο γαλλικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, όπου έμεινε μέχρι το 1912. Ο Ρουτζιέρο ήταν τραπεζικός και βοήθησε πάρα πολλές φορές τον Τζόυς. Στη «Λέσχη των Ξένων» ο Τζόυς συζητούσε μαζί του και του εξομολογούνταν τις δυσκολίες με τους εκδότες του. Πίστευε ότι η καλύτερη πύλη εισόδου στο πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας ήταν η σύγχρονη. Γι’ αυτό έκανε παρέα με Έλληνες όπως ο Παύλος Φωκάς ή ο φρουτέμπορας Νικόλαος Σάντος που ήξερε να παραθέτει προφορικά αποσπάσματα της «Οδύσσειας». Μάλιστα η στρουμπουλή σύζυγός του, που δεν έβγαινε από το σπίτι της όλη μέρα για να διατηρεί σε καλή κατάσταση το δέρμα της και επιπλέον έφτιαχνε μόνη της κρέμες προσώπου, έχει ένα μερίδιο στη σκιαγράφηση της ηρωίδας του «Οδυσσέα» δηλ. της Μόλλυς Μπλουμ. (Ρ. Έλλμαν, σελ. 450).

Ο ίδιος ο Τζόυς σε μια σημείωσή του με τίτλο «BIRTH-NIGHT» μιλώντας για τον εορτασμό των γενεθλίων του γράφει: : “...but the evening was sure to close with a rendering by Ruggiero and J. of the Greek National Anthem—Χαίρε, χαίρε, Ελέυθεριά (Hail Hail oh!
Liberty!)”. (Budgen, Frank / James Joyce and the making of 'Ulysses', p. xvi)
Α propos, πάνω στο γραφείο του όταν πέθανε βρήκαν δυο βιβλία. Το ένα ήταν το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας. Όπως φαίνεται και από τα «Σημειωματάρια της Ζυρίχης» που παραθέτει η Μαντώ Αραβαντινού η εκμάθηση των ελληνικών ήταν η μόνιμη φροντίδα του. Τετράδια και σελίδες στις οποίες ο Τζόυς μάθαινε λέξεις, που χρησιμοποιούσε αργότερα στο Οδυσσέα, ή αντέγραφε αποσπάσματα ελληνικών εφημερίδων, ένα από τα οποία αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη. 

Αυτό ήταν το πραγματολογικό υλικό για το παρακάτω απόσπασμα του μυθιστορήματος «Το όνειρο του Οδυσσέα» που αναφέρεται στον Τζόυς:
............................

«Tο µυαλό µου, όµως, είχε κολλήσει σε ένα απόσπασµα από τα Σηµειωµατάρια της Ζυρίχης του Τζέηµς Τζόυς. Αγωνιζόταν, τότε, να µάθει λέξη λέξη τα ελληνικά από τον φίλο του Παύλο Φωκά. Πίστευε ότι ανήκε σ’ αυτήν τη γλώσσα. Ότι ήταν το πεπρωµένο του. Βρήκα την εγγραφή µε τη δεξιοκλινή γραφή, τα ωραία ελληνικά του γράµµατα και κάποια µικρά ορθογραφικά λάθη, όπως τη θυµόµουν:

Κατ’ ειδησεις εκ Θεσσαλονίκης Εντός της εβδοµάδος θα αναχωρήση το πρώτον ελληνικόν σύνταγµα δια το µέτωπον του πολέµου, πλήρως καταρτισθέν υπό της επιτροπής της εθνικής αµύνης, υπό την διοίκησιν του ταγµατάρχου κ. Ζ…
Το σύνταγµα τούτο θα περελάση δια των κεντρικοτέρων οδών της πόλεως.
Ο Στρατηγός Σαράιγ εξέφρασεν την επιθυµίαν να παρακολουθύση την παρέλασιν από της πλατείας της ελευθερίας ένθα θα λάβουν θέσιν και πάντες οι αρχηγοί της επαναστάσεος.
Τζέηµς Τζόυς, Σηµειωµατάρια της Ζυρίχης 

Τέτοια η µανία αυτού του ανθρώπου µε τους Έλληνες! Ήταν προληπτικός και πίστευε ότι του έφερναν τύχη. Γι’ αυτό και το 1922 οι αλλεπάλληλες δοκιµές για το εξώφυλλο του Οδυσσέα. Ήθελε να πετύχει το ακριβές χρώµα της ελληνικής σηµαίας. Αν το «αγαπηµένο Βροµοδουβλίνο» τον είχε απαρνηθεί, αυτός αναζητούσε άλλες πατρίδες. Τον φαντάζοµαι µε τα στρογγυλά γυαλιά και το στενό µουστάκι, κάτω από το οποίο πάσχιζε να αρθρώσει τις λέξεις, όταν µαζί µε τον θεσσαλονικιό Πολ Ρουτζιέρο έκλειναν τα βράδια τους τραγουδώντας τον ελληνικό εθνικό ύµνο. Τον οµορφότερο, όπως έγραφε, ύµνο στον κόσµο. 
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
» (Το όνειρο του Οδυσσέα, σελ 182)






Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Φέτος διαβάζουμε νομπελίστες #5


Χθες το βράδυ στον κήπο του κτιρίου Νεδέλκου, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Ιουνίου της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας!!!

Ο κήπος μας προσέφερε τις ευχάριστες μυρωδιές του (ιδιαίτερα μετά την επέλαση της ολιγόλεπτης καταιγίδας) και η παρέα εμπνεύστηκε από την ατμόσφαιρα του καταπράσινου κήπου για να συζητήσει για το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τίτλο «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» το οποίο είναι γεμάτο από μυθικές σκηνές οργιώδους βλάστησης καθώς επίσης και σκηνές από σπιτικές αυλές και πολύχρωμους κήπους!!!
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στον «μαγικό ρεαλισμό» του Μάρκες και όλα τα μέλη συμφώνησαν ότι οι περιγραφόμενες σκηνές είναι γεμάτες από ένταση και πάθος, βασικά στοιχεία στο έργο του Κολομβιανού συγγραφέα. Έγινε αναφορά στη διαφορετικότητα της κουλτούρας των λατινοαμερικάνικων χωρών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα τις μεσογειακές και κατά πόσο αυτό μπορεί να επηρεάζει την ανάγνωση του εν λόγω έργου. 
Συζητήθηκε διεξοδικά το ζήτημα του ανεκπλήρωτου έρωτα και αν στις μέρες μας μπορεί να υπάρξει ένας τόσο παθιασμένος έρωτας ο οποίος παραμένει ανεκπλήρωτος για 50 χρόνια και τέλος σχολιάστηκε το γεγονός πως τα σύγχρονα νεαρά παιδιά εκφράζουν τον έρωτα τους μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με το ζευγάρι – ήρωες του έργου του Μάρκες, που είχαν ως μοναδικό μέσο επικοινωνίας τις ερωτικές τους επιστολές.

Φυσικά, όπως συμβαίνει σε κάθε συνάντηση, η συζήτηση άνοιξε ακόμα περισσότερο και με συντροφιά το γλυκόπιοτο κρασί, αναφερθήκαμε σε γενικότερα θέματα πολιτισμού, «λύσαμε» κοινωνικά ζητήματα και ασφαλώς κάναμε σχέδια για το προσεχές μέλλον μιας και ετοιμάζεται το πρώτο ταξίδι της Λέσχης Ανάγνωσης.
Τέλος και μετά από ψηφοφορία, τα μέλη επέλεξαν ως το επόμενο προς ανάγνωση βιβλίο, το έργο του νομπελίστα συγγραφέα Ελίας Καννέτι, που φέρει τον τίτλο «Η τύφλωση».
Η επόμενη συνάντηση δεν καθορίστηκε με ακρίβεια λόγω της μεσολάβησης του καλοκαιριού και θα ανακοινωθεί αργότερα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα:


Ο Ελίας Κανέττι (Elias Canetti, βουλγαρικά: Елиас Канети, 1905 - 1994) ήταν βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας, γεννημένος στη Βουλγαρία από Εβραίους Σεφαραδίτες γονείς, που έγραψε στα γερμανικά. Είναι ευρύτερα γνωστός για το μυθιστόρημα «Η τύφλωση» (Die Blendung) και τη μελέτη «Μάζα και Εξουσία» που αφορά τη συμπεριφορά του πλήθους η οποία εκφράζεται σε δραστηριότητες όπως η ομαδική βία και οι θρησκευτικές συγκεντρώσεις. Ο Κανέττι βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1981.

Γεννήθηκε στο Ρουστσούκ της Βουλγαρίας στις 25 Ιουλίου του 1905· ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους της οικογένειας του. Οι πρόγονοί του, από την πλευρά του πατέρα του, είχαν μετακομίσει στο Ρουστσούκ από την Αδριανούπολη όπου είχαν εγκατασταθεί αρχικά μετά την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία το 1492. Το αρχικό όνομα της οικογένειας ήταν Cañete από το όνομα ενός χωριού στην Ισπανία. Η μητέρα του Κανέττι καταγόταν από μια από τις παλαιότερες Σεφαραδίτικες οικογένειες της Βουλγαρίας, την οικογένεια Arditti, της οποίας ορισμένα μέλη ήταν φυσικοί και αστρονόμοι στη βασιλική αυλή του Αλφόνσου του Δ΄ και του Πέτρου του Δ΄ της Αραγωνίας). Στο Ρουστσούκ ο πατέρας και ο παππούς τού Κανέττι ασχολούνταν με το εμπόριο.
Ο Κανέττι έζησε μέχρι το 1911 στο Ρουστσούκ οπότε η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία. Το 1912 μετά το ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, μετακόμισε με την μητέρα και τα αδέρφια του, στη Βιέννη. Εκεί ο Κανέττι, ο οποίος ήδη μιλούσε λαντίνο, βουλγαρικά, αγγλικά, που τα είχε μάθει τον ένα χρόνο που έζησε στο Λονδίνο, καθώς και λίγα γαλλικά, έμαθε τα γερμανικά από την μητέρα του η οποία επέμενε ιδιαίτερα να μάθει τη γλώσσα αυτή και του τα δίδαξε η ίδια. Το 1916 μετακόμισαν στη Ζυρίχη, όπου έζησαν πέντε χρόνια και έπειτα στη Φρανκφούρτη, μέχρι το 1924, οπότε ο Κανέττι, αφού τελείωσε το γυμνάσιο, επέστρεψε στη Βιέννη για να σπουδάσει χημεία.

Όμως, αν και πήρε το πτυχίο χημείας από το πανεπιστήμιο της Βιέννης πέντε χρόνια αργότερα, δεν εργάστηκε ποτέ ως χημικός. Ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να ασχολείται με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία και εντάχθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Κανέττι έκλινε προς την αριστερά και πήρε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου του 1927. Το 1934 παντρεύτηκε τη Βέζα Τάουμπνερ-Καλντερόν (Veza Taubner-Calderon) που στάθηκε αφοσιωμένη βοηθός στο έργο του. Το 1938, μετά το Άνσλους μετακόμισε στο Λονδίνο όπου συνδέθηκε με τη ζωγράφο Μαρί-Λουίζ φον Μοτεσίσκι (Marie-Louise von Motesiczky) και αργότερα με τη συγγραφέα Άιρις Μέρντοχ (Iris Murdoch). Το 1971 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, την Έρα Μπούσορ (Hera Buschor) με την οποία απέκτησαν μία κόρη. Ο Κανέττι παρέμεινε στην Αγγλία μέχρι τη δεκαετία του '70, έχοντας πάρει τη Βρετανική υπηκοότητα ήδη από το 1952. Παρόλα αυτά συνέχισε να γράφει στα γερμανικά. Αργότερα επέστρεψε στη Ζυρίχη όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Το 1981, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας "για το συγγραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από ευρύτητα απόψεων, από πλούτο ιδεών και από καλλιτεχνική δύναμη". Πέθανε στη Ζυρίχη στις 14 Αυγούστου του 1994.

«Η τύφλωση»


«Η Τύφλωση» είναι μια επιβλητική αλληγορία για την αντιπαράθεση του πνεύματος με την πραγματικότητα, για το μεγαλείο και την αθλιότητα του μοναχικού στοχαστή μέσα στον κόσμο.
Πρωταγωνιστής της «Τύφλωσης» είναι ο Κην, ένας διάσημος σινολόγος, που ζει απομονωμένος μέσα στη γιγάντια βιβλιοθήκη του. Όλος ο κόσμος γι αυτόν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του, αλλά το κεφάλι του δεν μετράει διόλου για τον έξω κόσμο. Όταν η γριά, κουτοπόνηρη οικονόμος του τον παγιδεύει και τον αναγκάζει να την παντρευτεί, ο Κην έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την καθημερινή ζωή, και «σώζεται» αναζητώντας καταφύγιο στην τρέλα.






Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΟΤΑΝ Ο ΓΚΡΕΓΚΟΡ ΣΑΜΣΑ ΞΥΠΝΗΣΕ ΕΝΑ ΠΡΩΙ…


Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 Δεν θ’ αποτελεί ίσως υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι είναι ο Κάφκα (και όχι ο Τζόυς, ας πούμε, ή ο Προυστ) ο συγγραφέας που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα. Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές γλώσσες στον κόσμο απ’ τις οποίες να λείπει το επίθετο «καφκικός». Και μπορεί στα ελληνικά λεξικά να μην καταγράφεται επισήμως η λέξη, χρησιμοποιείται όμως ευρέως, όπως και σε περισσότερες από εκατό γλώσσες σε ολόκληρο τον κόσμο, στις οποίες, όπως σημειώνει ο George Steiner, το επίθετο αυτό συνδέεται με τις σταθερές της απανθρωπιάς και του παραλογισμού του καιρού μας. Μιλάμε συχνά (και γινόμαστε κατανοητοί) για καφκική ατμόσφαιρα, καφκική λογική, καφκικό στοιχείο, καφκικό κτίριο, καφκικό εφιάλτη, καφκικό αδιέξοδο, καφκικό χαρακτήρα, καφκική κατάσταση: στη «Δίκη» ο Γιόζεφ Κ. βασανίζεται από την ενοχή, καθώς είναι ένας κατηγορούμενος χωρίς να γνωρίζει γιατί κατηγορείται· στον «Πύργο» ο χωρομέτρης βασανίζεται από την αδυναμία του, καθώς είναι αποκλεισμένος από τον χώρο στον οποίο επιθυμεί να διεισδύσει και να ενταχθεί· στην «Αμερική» ο ήρωας του βιβλίου βασανίζεται από την επιθυμία του για μια νέα αρχή· στη «Μεταμόρφωση» ο Γκρέγκορ Σάμσα βασανίζεται από αυτοαπέχθεια λόγω της φρικτής του αλλαγής σε ένα τερατώδες ζωύφιο.

Γράφει ο Μπόρχες, ένας από τους σημαντικότερους και δημιουργικότερους επιγόνους του Τσέχου συγγραφέα: «Η πιο αναμφισβήτητη αρετή του Κάφκα είναι η επινόηση αφόρητων καταστάσεων. Του αρκούν λίγες πινελιές για να τις σκαριφήσει ανεξίτηλα· π.χ.: “Το ζώο αρπάζει το μαστίγιο απ’ τα χέρια του αφέντη του κι αυτομαστιγώνεται ώσπου να γίνει το ίδιο αφέντης, και δεν καταλαβαίνει ότι όλο αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση που την προκάλεσε ένας καινούργιος κόμπος στο μαστίγιο”· ή: “Στο ναό εισβάλλουν λεοπαρδάλεις που πίνουν το κρασί απ’ τα δισκοπότηρα· κι αυτό συμβαίνει επανειλημμένα· στο τέλος, προβλέπεται ότι αυτό πρέπει να συμβεί, και εντάσσεται στις τελετουργίες του ναού”. Στον Κάφκα, η ανάπτυξη είναι λιγότερο θαυμαστή απ’ την ιδέα. Όσο για τους ήρωές του, μόνο ένας υπάρχει στο έργο του: ο homo domesticus –τόσο εβραίος και τόσο γερμανός – που φιλοδοξεί να καταλάβει μια θέση, όσο ταπεινή κι αν είναι, σε μια οποιαδήποτε Τάξη, στον κόσμο, σ’ ένα υπουργείο, σ’ ένα φρενοκομείο, σε μια φυλακή. Το ουσιώδες είναι η κεντρική ιδέα και η ατμόσφαιρα· ούτε η εξέλιξη του μύθου ούτε το φιλοσοφικό του φορτίο. Εξ ου και τα διηγήματά του υπερτερούν των μυθιστορημάτων του».


Απ’ όλα, ενδεχομένως, τα έργα του Κάφκα αυτό που περισσότερο διαβάζεται, και με τη μεγαλύτερη μάλιστα απόλαυση, είναι η «Μεταμόρφωση», γραμμένη στα τέλη του 1912 και δημοσιευμένη όσο ακόμα ζούσε ο Κάφκα. Ο λόγος είναι ότι σε αυτή τη νουβέλα των εκατό περίπου σελίδων εξισορροπούνται ιδανικά όλα τα σημαντικά στοιχεία ενός έργου, όπως τα κατονομάζει ο Μπόρχες. Η κεντρική ιδέα είναι συγκλονιστική, η ατμόσφαιρα χαρακτηριστικά καφκική, η εξέλιξη του μύθου συναρπαστική, το φιλοσοφικό φορτίο τεράστιο. Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο σε αυτό το έργο είναι το γεγονός ότι, αν και πρόκειται σαφέστατα για μια αλληγορία, μια αινιγματική όπως όλες και πολυδιάστατη αλληγορία που επιδέχεται δεκάδες ερμηνείες, είναι πρωτίστως μια συναρπαστική ιστορία που διαβάζεται με περιέργεια και αγωνία για την πλοκή της, με συγκίνηση για τη μοίρα του πρωταγωνιστή της και με απόλαυση για τη γλωσσική της ακριβολογία. Στη «Μεταμόρφωση» ο Κάφκα είναι πάνω απ’ όλα αφηγητής και μόνο ύστερα διανοητής ή δάσκαλος και αφηγείται μια εξαιρετικά απλή όσο και συγκλονιστική ιστορία:
Ο Γκρέγκορ Σάμσα, πλασιέ στο επάγγελμα, είναι ο προστάτης της οικογένειάς του, του χρεοκοπημένου πατέρα του, της μητέρας του και της μικρής του αδελφής. Κάποιο πρωί ξυπνάει στο κρεβάτι του και συνειδητοποιεί ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο και αποκρουστικό έντομο. Παρόλο το εξωφρενικό και παράλογο της κατάστασής του, προσπαθεί να παραμείνει λογικός και να δεχθεί τη νέα αυτή αδιανόητη πραγματικότητα σαν κάτι φυσιολογικό: δεν αντιδράει με θυμό, με απελπισία ούτε καν με φόβο. Παραμένει κλεισμένος στο δωμάτιό του, τρέφεται με τα αποφάγια που του αφήνει η αδελφή του και μια γριά υπηρέτρια, προσπαθεί να κρύβεται, όταν μπαίνει κάποιος στο δωμάτιό του, για να μην του προκαλεί τρόμο και απέχθεια, δέχεται ως δικαιολογημένη την οργή του πατέρα του, αισθάνεται μέσα του τη ζωώδη και την ανθρώπινη πλευρά του να παλεύουν και αφήνεται τελικά να πεθάνει πληγωμένος, αποδιωγμένος και εγκαταλελειμμένος. Το ακριβώς αντίθετο από την οικογένειά του, η οποία μόλις τον ξεφορτώνεται αισθάνεται ανανεωμένη και αισιόδοξη.

Είναι χαρακτηριστική η πρώτη και η τελευταία φράση του βιβλίου, το οποίο ξεκινάει με την περιγραφή του σώματος του Γκρέγκορ Σάμσα: «Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα –η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πλάκα- και ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του, μπόρεσε να δει τη στρογγυλή καφετιά κοιλιά του που χωριζόταν σε τμήματα από κάτι τοξοειδείς ζώνες. Μπροστά στα μάτια του ανάδευαν αβοήθητα ένα σωρό μικρά ποδαράκια, θλιβερά λεπτεπίλεπτα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα». Ενώ οι τελευταίες σειρές της νουβέλας αναφέρονται στο σώμα της αδελφής του: «Και σαν να επιβεβαίωνε και η ίδια το νέο τους όνειρο και τις καλές τους προθέσεις, στο τέρμα της διαδρομής η κόρη τους σηκώθηκε πρώτη απ’ όλους από το κάθισμα και τέντωσε το δροσερό κορμί της».
«Η μεταμόρφωση», όπως και ολόκληρο το έργο του Κάφκα, μπορεί να διαβαστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Ο Μίκαελ Λέβι, στο βιβλίο του «Franz Kafka, Ανυπότακτος ονειροπόλος», έχει ταξινομήσει τις ποικίλες ερμηνείες του έργου του Κάφκα που έχουν επιχειρηθεί ώς σήμερα σε έξι μεγάλες κατηγορίες: 1. Τις στενά λογοτεχνικές αναγνώσεις, που περιορίζονται ηθελημένα στο κείμενο, αγνοώντας το «πλαίσιό» του. 2. Τις βιογραφικές, ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές αναγνώσεις. 3. Τις θεολογικές, μεταφυσικές και θρησκευτικές αναγνώσεις. 4. Τις αναγνώσεις υπό το πρίσμα της ιουδαϊκής ταυτότητας. 5. Τις κοινωνικοπολιτικές αναγνώσεις. 6. Τις μεταμοντέρνες αναγνώσεις, που καταλήγουν εν γένει στο συμπέρασμα ότι η σημασία των γραπτών του Κάφκα είναι «απροσδιόριστη». Και οι έξι αυτοί τρόποι ερμηνείας μπορούν νομίζω να εφαρμοστούν στη «Μεταμόρφωση». Αυτή είναι, αναμφισβήτητα, άλλη μια απόδειξη της αξίας του έργου, αν βέβαια χρειαζόμαστε κι άλλη απόδειξη εκτός από την απόλαυση και τον συγκλονισμό που μας προσφέρει η ανάγνωσή του.