από τον Αναστάσιο Ντούρο
Αγαπημένη του συνήθεια η εναλλαγή
βιβλίων και η ταυτόχρονη η ανάγνωση τους. Τον γοήτευε η συναναστροφή των ηρώων
διαφορετικών έργων εντός του κακοσχηματισμένου κρανίου του, ενώ το αποτέλεσμα
των συζητήσεων τους, του έδινε την ευκαιρία να κατανοήσει με πληρότητα την
ψυχοσύνθεση τους και να κατασταλάξει στην ποιότητα των δημιουργών τους.
Συνήθιζε επίσης να ταξιδεύει με
διαφορετικά βιβλία, τα οποία επέλεγε ανάλογα με τον τελικό προορισμό,
προσπαθώντας να συνδέσει τον τόπο με το έργο και τον συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό
θεωρούσε ότι είχε πολλαπλό όφελος, καθώς αποτυπωνόταν εντός του οι μυρωδιές του
χώρου, συνοδευόμενες από τις αναμνήσεις των συγγραφέων και τις ζωές των ηρώων τους.
Έτσι, κατά την τελευταία του
επίσκεψη στο Άγιον Όρος, βρέθηκε να κρατάει ανά χείρας το έργο του κορυφαίου
αρχιτέκτονα Charles Edouard Jeanneret,
που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Le Corbusier. Το βιβλίο περιείχε τα κείμενα του για την Ελλάδα,
καθώς επίσης φωτογραφίες και σχέδια.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού,
κρατούσε το χαρτόδετο βιβλίο με το σχέδιο της προσωπογραφίας του φιλέλληνα
αρχιτέκτονα στο εξώφυλλο του, μια λιτή δημιουργία του Πικάσο, και το ξεφύλλιζε
βιαστικά προσμένοντας τη στιγμή που θα απομονωθεί σε κάποιο χώρο και θα βρεθεί
αντιμέτωπος με τις ιδέες και τις σκέψεις του.
Αργά το απόγευμα, ο αρχοντάρης της
μονής Ιβήρων, του παραχώρησε ένα μικρό κελί με το προνόμιο του δικού του
μπαλκονιού, γεγονός που τον χαροποίησε ιδιαίτερα, μιας και η θέα του
καταπράσινου βουνού και της καταγάλανης θάλασσας, του δημιουργούσαν μια αίσθηση
πληρότητας, έστω και προσωρινής.
Εντός και εκτός του κελιού του,
επικρατούσε μια γαλήνια ησυχία, που δύσκολα την συναντούσε στον έξω κόσμο.
Πουλιά κελαηδούσαν στον δικό τους ρυθμό, πετώντας από κλαδί σε κλαδί.
Φτερουγίσματα, τιτιβίσματα και η ηρεμία του τοπίου, εισέβαλλαν από το μπαλκόνι
και πλημμύρισαν το λιτό δωμάτιο.
Άφησε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή
και ξάπλωσε. Είχε χρόνο μέχρι τον εσπερινό.
Με δυο μαξιλάρια στο προσκεφάλι
ξεκίνησε την ανάγνωση και ευθύς αναζήτησε το κεφάλαιο που αφορά τον Άθω. Ήταν
το πρώτο κεφάλαιο. Κάτω από τον τίτλο αναγράφεται το έτος του ταξιδιού, 1914.
Στην διπλανή σελίδα δεσπόζει ένα σχέδιο του Le Corbusier που αναπαριστά την μονή
Σιμωνόπετρας ιδωμένη από την θάλασσα. Καθώς διαβάζει την πρώτη αράδα,
αισθάνεται ότι βουτάει στα βαθιά από ένα απόκρημνο βράχο ύψους πολλών μέτρων:
«Ένας ανησυχητικός εκλεκτικισμός μας κάνει να ρέπουμε καθημερινά προς
γεροντικές ανεκτικότητες και να υποτιμούμε τον παρόντα χρόνο. Ποιος κυκεώνας
από γεροντισμούς απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής μας δράσης! Και
η πρακτική κι ενεργός δράση αποδυναμώνεται, παραπαίει, κουβαλώντας σχεδόν το
πρόσωπο στη ράχη, κινδυνεύοντας να απολιθωθεί σαν τη γυναίκα του Λωτ, επειδή
κοίταξε υπερβολικά πίσω της.»
Και λίγο παρακάτω…
«Η μοναστική ψυχή του Άθω, οι ασκητές, οι αδελφοί που ασκούνται στην
προσευχή, φαντάστηκαν το όραμα μιας κρύπτης, και τοποθέτησαν το ωχρό χρυσάφι
των ενοράσεων τους μέσα στο αυστηρό, σκιασμένο και πνιγμένο στις εικόνες
όστρακο ενός ιερού. Ωστόσο, αν και περιορισμένου όγκου, αυτή η αρχιτεκτονική
μου εμπνέει τον θαυμασμό και ώρες πολλές κυλούν για να συλλαβίσω τη σταθερή και
δογματική της γλώσσα.»
Γυρίζει τις σελίδες αρπάζοντας
λέξεις από εδώ και από εκεί. Είναι τόσα πολλά τα νοήματα. Απολαμβάνει την αποσπασματική
ανάγνωση, μια μικρή τελετουργία μέχρι να ξεκινήσει πάλι από την αρχή και να
δοθεί ολοκληρωτικά.
«Η εκκλησία του Άθω είναι μια λίθινη φόρμουλα που μπορεί να συγκριθεί
με το μπουμπούκι του δέντρου που, από πολύ μικρό, πριν τις ζεστές βροχές της άνοιξης,
περιέχει κάτω από τη στιλπνή και στέρεη ασπίδα του όλους τους θησαυρούς – του καλοκαιριού:
το λουλούδι – του φθινοπώρου: τον καρπό – και του χειμώνα: την αργή και
σκοτεινή κυοφορία. Υπάρχει ένας θόλος πολύ μικρός, - τέσσερα μέτρα, κατά κανόνα- τοποθετημένος με τρόπο ώστε από τον πελώριο
εξωτερικό χώρο που τον πολιορκούν οι αύρες της θάλασσας, η θέα της και η
παρουσία του βουνού, αφού διασχίζει κανείς το νάρθηκα κι ένα είδος πρόναου (η
λιτή), να φαίνεται μεγάλος και αυτάρκης, δυνατός, ψηλός και τοποθετημένος σαν
κοίλος βολβός που τον βλέπεις στον σωλήνα μιας διόπτρας…»
Πριν προλάβει να κατανοήσει πλήρως
όσα ο Le Corbusier έγραφε πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, σήμανε το σήμαντρο και
ευθύς το τάλαντο. Από τον οξύ ήχο του μετάλλου στον γλυκό ήχο του ξύλου. Σηκώθηκε
δίχως ιδιαίτερο κέφι και κατευθύνθηκε προς το καθολικό. Σαν πέρασε την λιτή κι
βρέθηκε στον κυρίως ναό, στάθηκε σε μια γωνιά και κοίταξε τον θόλο προσπαθώντας
να αναγνωρίσει τα στοιχεία της περιγραφής που πριν λίγο είχε διαβάσει, το
λουλούδι, τον καρπό και την αργή κι σκοτεινή κυοφορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου