Σελίδες

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ταξιδεύοντας στον Άθω με τον Le Corbusier

από τον Αναστάσιο Ντούρο


Αγαπημένη του συνήθεια η εναλλαγή βιβλίων και η ταυτόχρονη η ανάγνωση τους. Τον γοήτευε η συναναστροφή των ηρώων διαφορετικών έργων εντός του κακοσχηματισμένου κρανίου του, ενώ το αποτέλεσμα των συζητήσεων τους, του έδινε την ευκαιρία να κατανοήσει με πληρότητα την ψυχοσύνθεση τους και να κατασταλάξει στην ποιότητα των δημιουργών τους.

Συνήθιζε επίσης να ταξιδεύει με διαφορετικά βιβλία, τα οποία επέλεγε ανάλογα με τον τελικό προορισμό, προσπαθώντας να συνδέσει τον τόπο με το έργο και τον συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό θεωρούσε ότι είχε πολλαπλό όφελος, καθώς αποτυπωνόταν εντός του οι μυρωδιές του χώρου, συνοδευόμενες από τις αναμνήσεις των συγγραφέων και τις ζωές των ηρώων τους.

Έτσι, κατά την τελευταία του επίσκεψη στο Άγιον Όρος, βρέθηκε να κρατάει ανά χείρας το έργο του κορυφαίου αρχιτέκτονα Charles Edouard Jeanneret, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Le Corbusier. Το βιβλίο περιείχε τα κείμενα του για την Ελλάδα, καθώς επίσης  φωτογραφίες και σχέδια.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κρατούσε το χαρτόδετο βιβλίο με το σχέδιο της προσωπογραφίας του φιλέλληνα αρχιτέκτονα στο εξώφυλλο του, μια λιτή δημιουργία του Πικάσο, και το ξεφύλλιζε βιαστικά προσμένοντας τη στιγμή που θα απομονωθεί σε κάποιο χώρο και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις ιδέες και τις σκέψεις του.

Αργά το απόγευμα, ο αρχοντάρης της μονής Ιβήρων, του παραχώρησε ένα μικρό κελί με το προνόμιο του δικού του μπαλκονιού, γεγονός που τον χαροποίησε ιδιαίτερα, μιας και η θέα του καταπράσινου βουνού και της καταγάλανης θάλασσας, του δημιουργούσαν μια αίσθηση πληρότητας, έστω και προσωρινής.
Εντός και εκτός του κελιού του, επικρατούσε μια γαλήνια ησυχία, που δύσκολα την συναντούσε στον έξω κόσμο. Πουλιά κελαηδούσαν στον δικό τους ρυθμό, πετώντας από κλαδί σε κλαδί. Φτερουγίσματα, τιτιβίσματα και η ηρεμία του τοπίου, εισέβαλλαν από το μπαλκόνι και πλημμύρισαν το λιτό δωμάτιο.

Άφησε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και ξάπλωσε. Είχε χρόνο μέχρι τον εσπερινό.

Με δυο μαξιλάρια στο προσκεφάλι ξεκίνησε την ανάγνωση και ευθύς αναζήτησε το κεφάλαιο που αφορά τον Άθω. Ήταν το πρώτο κεφάλαιο. Κάτω από τον τίτλο αναγράφεται το έτος του ταξιδιού, 1914. Στην διπλανή σελίδα δεσπόζει ένα σχέδιο του Le Corbusier που αναπαριστά την μονή Σιμωνόπετρας ιδωμένη από την θάλασσα. Καθώς διαβάζει την πρώτη αράδα, αισθάνεται ότι βουτάει στα βαθιά από ένα απόκρημνο βράχο ύψους πολλών μέτρων:
«Ένας ανησυχητικός εκλεκτικισμός μας κάνει να ρέπουμε καθημερινά προς γεροντικές ανεκτικότητες και να υποτιμούμε τον παρόντα χρόνο. Ποιος κυκεώνας από γεροντισμούς απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής μας δράσης! Και η πρακτική κι ενεργός δράση αποδυναμώνεται, παραπαίει, κουβαλώντας σχεδόν το πρόσωπο στη ράχη, κινδυνεύοντας να απολιθωθεί σαν τη γυναίκα του Λωτ, επειδή κοίταξε υπερβολικά πίσω της.»
Και λίγο παρακάτω…
«Η μοναστική ψυχή του Άθω, οι ασκητές, οι αδελφοί που ασκούνται στην προσευχή, φαντάστηκαν το όραμα μιας κρύπτης, και τοποθέτησαν το ωχρό χρυσάφι των ενοράσεων τους μέσα στο αυστηρό, σκιασμένο και πνιγμένο στις εικόνες όστρακο ενός ιερού. Ωστόσο, αν και περιορισμένου όγκου, αυτή η αρχιτεκτονική μου εμπνέει τον θαυμασμό και ώρες πολλές κυλούν για να συλλαβίσω τη σταθερή και δογματική της γλώσσα.»

Γυρίζει τις σελίδες αρπάζοντας λέξεις από εδώ και από εκεί. Είναι τόσα πολλά τα νοήματα. Απολαμβάνει την αποσπασματική ανάγνωση, μια μικρή τελετουργία μέχρι να ξεκινήσει πάλι από την αρχή και να δοθεί ολοκληρωτικά.

«Η εκκλησία του Άθω είναι μια λίθινη φόρμουλα που μπορεί να συγκριθεί με το μπουμπούκι του δέντρου που, από πολύ μικρό, πριν τις ζεστές βροχές της άνοιξης, περιέχει κάτω από τη στιλπνή και στέρεη ασπίδα του όλους τους θησαυρούς – του καλοκαιριού: το λουλούδι – του φθινοπώρου: τον καρπό – και του χειμώνα: την αργή και σκοτεινή κυοφορία. Υπάρχει ένας θόλος πολύ μικρός, - τέσσερα μέτρα, κατά κανόνα-  τοποθετημένος με τρόπο ώστε από τον πελώριο εξωτερικό χώρο που τον πολιορκούν οι αύρες της θάλασσας, η θέα της και η παρουσία του βουνού, αφού διασχίζει κανείς το νάρθηκα κι ένα είδος πρόναου (η λιτή), να φαίνεται μεγάλος και αυτάρκης, δυνατός, ψηλός και τοποθετημένος σαν κοίλος βολβός που τον βλέπεις στον σωλήνα μιας διόπτρας…»


Πριν προλάβει να κατανοήσει πλήρως όσα ο Le Corbusier έγραφε πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, σήμανε το σήμαντρο και ευθύς το τάλαντο. Από τον οξύ ήχο του μετάλλου στον γλυκό ήχο του ξύλου. Σηκώθηκε δίχως ιδιαίτερο κέφι και κατευθύνθηκε προς το καθολικό. Σαν πέρασε την λιτή κι βρέθηκε στον κυρίως ναό, στάθηκε σε μια γωνιά και κοίταξε τον θόλο προσπαθώντας να αναγνωρίσει τα στοιχεία της περιγραφής που πριν λίγο είχε διαβάσει, το λουλούδι, τον καρπό και την αργή κι σκοτεινή κυοφορία. 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Μαγεία και μυστήριο αιώνων

Ναός Αγίας Σοφίας, Θεσσαλονίκη: οι άγγελοι που κρατούν τη δόξα του Χριστού είναι από τις ωραιότερες μορφές της βυζαντινής τέχνης. Τη δεκαετία του ’80 η Μελίνα Μερκούρη ξεναγήθηκε με την ιδιότητα της υπουργού Πολιτισμού στα ψηφιδωτά του ναού και έμεινε άφωνη από το κάλλος και την πνευματικότητά τους.

Του Δημήτρη Ρηγόπουλου

«Αυτό να μην το χάσει ο Τζούλης»
Πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και παρθενική θητεία της Μελίνας Μερκούρη στην ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και ξενάγηση στις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της πόλης. Σκαρφαλωμένη σε σκαλωσιά μαζί με την τότε έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χρυσάνθη Μαυροπούλου - Τσιούμη, στέκεται σε απόσταση αναπνοής από τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας. Δεν ακούγεται τίποτα. Η Μελίνα μοιάζει άναυδη. Περνάνε λίγα λεπτά πριν σπάσει η ίδια την απόκοσμη σιωπή: «Αυτό να μην το χάσει ο Τζούλης».

Τα εντοίχια βυζαντινά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης θεωρούνται (και είναι) αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης ανυπολόγιστης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Αριστουργήματα που όμως «δεν έχουν τύχει της ανάλογης προσοχής», υπογραμμίζει ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής, επίσης έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά την περίοδο 1996 - 2007.

Αν ξετυλίξει κανείς την ιστορία συντήρησης και ανάδειξής τους, από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι σήμερα, τους πολλούς μοναχικούς αγώνες φωτισμένων αρχαιολόγων που πάλεψαν με την άγνοια και τα πενιχρά οικονομικά του ελληνικού κράτους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στα ψηφιδωτά της βυζαντινής Θεσσαλονίκης αποτυπώνεται μία άγνωστη διπλωματική ήττα της σύγχρονης Ελλάδας.
Αν ρωτήσετε έναν Βρετανό ή έναν Ισπανό μεσαίας μόρφωσης για τα πιο διάσημα ψηφιδωτά στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να σας μιλάνε για τα ανεκτίμητα ψηφιδωτά που διασώζονται στα μνημεία της όμορφης ιταλικής πόλης Ραβένα: στο μαυσωλείο της Γάλας Πλακιδίας, στη Βασιλική του Αγίου Βιταλίου στην Κλάσε, στο Βαπτιστήριο του Νέωνος, στο Βαπτιστήριο των Αριανών...

Κανείς, όμως, δεν θα αναφέρει τη λέξη «Θεσσαλονίκη». Ρωτήστε τον κ. Μωυσή και την κ. Ραχήλ Καπόν που αναζήτησαν χορηγούς και βοήθεια εκτός Ελλάδας στην προσπάθεια να εκδώσουν το πρώτο εμπεριστατωμένο βιβλίο για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. Η πιο συνηθισμένη αντίδραση που εισέπρατταν στο εξωτερικό ήταν «ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης». Τι κι αν ειδικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν την ανωτερότητά τους ακόμα και σε σχέση με τα διάσημα «ξαδελφάκια» τους της Ραβένας; Τελικά, το βιβλίο κυκλοφόρησε στην ελληνική και στη διεθνή αγορά με μεγάλες οικονομικές θυσίες από τους δύο ιδρυτές των εκδόσεων Καπόν.

Έκδοση και ημερίδα

Η έκδοση «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης  4ος - 14ος αιώνας» (συγγραφείς: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη), εκτός από την υποδειγματική τεκμηρίωση των ψηφιδωτών της πόλης με εικόνες εξαιρετικής ποιότητας και την κάλυψη ενός μεγάλου κενού στην ελληνική και και στη διεθνή βιβλιογραφία, έδωσε το έναυσμα για τη διοργάνωση διεθνούς ημερίδας, πριν από λίγες ημέρες, στο φημισμένο Courtauld Institute of Art του Λονδίνου, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Λεβέντη. Η ανταπόκριση της επιστημονικής κοινότητας ξεπέρασε κάθε προσδοκία, φέρνοντας στη βρετανική πρωτεύουσα καθηγητές και μελετητές των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης από κάθε γωνία του πλανήτη. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για ένα κάποτε σχετικά παροπλισμένο κομμάτι της βυζαντινής Ιστορίας.
Αντιπαράθεση για τη Ροτόντα
Παρά τον μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων και τον γοητευτικό θεματικό πλουραλισμό, πολλοί είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στις αναμενόμενες αντιπαραθέσεις σχετικά με τη χρονολόγηση ορισμένων μνημείων και κυρίως του τεράστιου ψηφιδωτού της Ροτόντας, που έχει χρονολογηθεί από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα.

Οι ομιλητές δεν τους απογοήτευσαν καθώς ο διάλογος υπήρξε ανά διαστήματα έντονος. Η κ. Μυρτώ Χατζάκη από το Ιδρυμα Λεβέντη, επιμελήτρια της ημερίδας, θεωρεί ότι η ημερίδα υπήρξε πολύ σημαντική: «Η ανταλλαγή ιδεών και απόψεων επισήμανε τι πρέπει ακόμα να γίνει, υπογράμμισε τα “θολά σημεία”, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να μπορέσει η έρευνα να προχωρήσει, εστιάζοντας σε θέματα ερμηνείας και χρονολόγησης, αλλά και στην ανάγκη να εκμεταλλευτούν οι ερευνητές τα σύγχρονα μέσα που προσφέρει η τεχνολογία».

Ειδικότερα ως προς τη Ροτόντα, ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής υποστήριξε την άποψή του ότι δεν πρόκειται για χριστιανικά ψηφιδωτά αλλά για ψηφιδωτά με έντονα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής λατρείας. «Η ερμηνεία αυτή, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική του κτιρίου, που είναι ένα τυπικό δείγμα μαυσωλείου της ύστερης αρχαιότητας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα -με τη βοήθεια και άλλων παραγόντων βέβαια- ότι η Ροτόντα είναι μαυσωλείο που ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε στη Θεσσαλονίκη πριν από το 324, όταν σκόπευσε να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσά του. Μετά το 324 και τη νίκη του έναντι του Λικινίου, ο δρόμος προς την Ανατολή ήταν ανοιχτός και αποφάσισε να ιδρύσει την Κωνσταντινούπολη όπου έκτισε το μαυσωλείο του και όπου ετάφη».

Εξαιρετικά καχύποπτος με αυτήν τη θέση εμφανίστηκε ο καθηγητής Μπιτ Μπρενκ από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Υποστήριξε ότι η σύγχρονη έρευνα στις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από σημαντικό αριθμό υποθέσεων και ελάχιστη ουσιαστική βελτίωση στη βάση των γνώσεών μας: «Η πολλαπλότητα τεχνο-ιστορικών μεθόδων τείνουν να έχουν δημιουργήσει, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, περισσότερες παρανοήσεις παρά να έχουν οδηγήσει σε αξιόπιστα συμπεράσματα». Και πρότεινε να δοθεί περισσότερος χώρος σε πρόσφατες χημικές αναλύσεις νεότερων αναλυτών όπως ο Βενιαμίν Φούρλας. Πιο κατηγορηματικός ο καθηγητής Hjalmar Torp από το Πανεπιστήμιο του Οσλο, επέμεινε στο συμπέρασμά του ότι τα ψηφιδωτά έγιναν όταν η Ροτόντα μετατράπηκε σε εκκλησία. «Αυτό ήταν ένα σχέδιο το οποίο προγραμματίσθηκε και ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395)».

Για την κ. Χρυσάνθη Μαυροπούλου - Τσιούμη το θέμα της χρονολόγησης δεν είναι τελικά το πιο σημαντικό. «Στην Ελλάδα πάσχουμε από πολιτική δημοσιεύσεων. Ας διδαχθούμε από τους Ιταλούς ή ακόμα και από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Οταν έχεις δημοσιεύσεις μπορείς να μελετήσεις σε βάθος». Αλλά ας είμαστε αισιόδοξοι: η μαγεία, τα μυστικά και το μυστήριο που περιβάλλουν τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης είναι ένα δώρο που εξακολουθούμε να κρατάμε στα χέρια μας. Η αρχή έχει γίνει.


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ο James Joyce και η Θεσσαλονίκη

του Μάκη Καραγιάννη 


H σημερινή Bloomsday είναι μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε τη σχέση του Joyce με τη Θεσσαλονίκη. Όπως αναφέρει στη βιογραφία του ο Ρίτσαρντ Έλλμαν αλλά και η Μαντώ Αραβαντινού, ένας από τους καλούς του φίλους στη Ζυρίχη ήταν ο θεσσαλονικιός Πωλ Ρουτζιέρο. Καθολικός το θρήσκευμα, σπούδασε στο γαλλικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, όπου έμεινε μέχρι το 1912. Ο Ρουτζιέρο ήταν τραπεζικός και βοήθησε πάρα πολλές φορές τον Τζόυς. Στη «Λέσχη των Ξένων» ο Τζόυς συζητούσε μαζί του και του εξομολογούνταν τις δυσκολίες με τους εκδότες του. Πίστευε ότι η καλύτερη πύλη εισόδου στο πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας ήταν η σύγχρονη. Γι’ αυτό έκανε παρέα με Έλληνες όπως ο Παύλος Φωκάς ή ο φρουτέμπορας Νικόλαος Σάντος που ήξερε να παραθέτει προφορικά αποσπάσματα της «Οδύσσειας». Μάλιστα η στρουμπουλή σύζυγός του, που δεν έβγαινε από το σπίτι της όλη μέρα για να διατηρεί σε καλή κατάσταση το δέρμα της και επιπλέον έφτιαχνε μόνη της κρέμες προσώπου, έχει ένα μερίδιο στη σκιαγράφηση της ηρωίδας του «Οδυσσέα» δηλ. της Μόλλυς Μπλουμ. (Ρ. Έλλμαν, σελ. 450).

Ο ίδιος ο Τζόυς σε μια σημείωσή του με τίτλο «BIRTH-NIGHT» μιλώντας για τον εορτασμό των γενεθλίων του γράφει: : “...but the evening was sure to close with a rendering by Ruggiero and J. of the Greek National Anthem—Χαίρε, χαίρε, Ελέυθεριά (Hail Hail oh!
Liberty!)”. (Budgen, Frank / James Joyce and the making of 'Ulysses', p. xvi)
Α propos, πάνω στο γραφείο του όταν πέθανε βρήκαν δυο βιβλία. Το ένα ήταν το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας. Όπως φαίνεται και από τα «Σημειωματάρια της Ζυρίχης» που παραθέτει η Μαντώ Αραβαντινού η εκμάθηση των ελληνικών ήταν η μόνιμη φροντίδα του. Τετράδια και σελίδες στις οποίες ο Τζόυς μάθαινε λέξεις, που χρησιμοποιούσε αργότερα στο Οδυσσέα, ή αντέγραφε αποσπάσματα ελληνικών εφημερίδων, ένα από τα οποία αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη. 

Αυτό ήταν το πραγματολογικό υλικό για το παρακάτω απόσπασμα του μυθιστορήματος «Το όνειρο του Οδυσσέα» που αναφέρεται στον Τζόυς:
............................

«Tο µυαλό µου, όµως, είχε κολλήσει σε ένα απόσπασµα από τα Σηµειωµατάρια της Ζυρίχης του Τζέηµς Τζόυς. Αγωνιζόταν, τότε, να µάθει λέξη λέξη τα ελληνικά από τον φίλο του Παύλο Φωκά. Πίστευε ότι ανήκε σ’ αυτήν τη γλώσσα. Ότι ήταν το πεπρωµένο του. Βρήκα την εγγραφή µε τη δεξιοκλινή γραφή, τα ωραία ελληνικά του γράµµατα και κάποια µικρά ορθογραφικά λάθη, όπως τη θυµόµουν:

Κατ’ ειδησεις εκ Θεσσαλονίκης Εντός της εβδοµάδος θα αναχωρήση το πρώτον ελληνικόν σύνταγµα δια το µέτωπον του πολέµου, πλήρως καταρτισθέν υπό της επιτροπής της εθνικής αµύνης, υπό την διοίκησιν του ταγµατάρχου κ. Ζ…
Το σύνταγµα τούτο θα περελάση δια των κεντρικοτέρων οδών της πόλεως.
Ο Στρατηγός Σαράιγ εξέφρασεν την επιθυµίαν να παρακολουθύση την παρέλασιν από της πλατείας της ελευθερίας ένθα θα λάβουν θέσιν και πάντες οι αρχηγοί της επαναστάσεος.
Τζέηµς Τζόυς, Σηµειωµατάρια της Ζυρίχης 

Τέτοια η µανία αυτού του ανθρώπου µε τους Έλληνες! Ήταν προληπτικός και πίστευε ότι του έφερναν τύχη. Γι’ αυτό και το 1922 οι αλλεπάλληλες δοκιµές για το εξώφυλλο του Οδυσσέα. Ήθελε να πετύχει το ακριβές χρώµα της ελληνικής σηµαίας. Αν το «αγαπηµένο Βροµοδουβλίνο» τον είχε απαρνηθεί, αυτός αναζητούσε άλλες πατρίδες. Τον φαντάζοµαι µε τα στρογγυλά γυαλιά και το στενό µουστάκι, κάτω από το οποίο πάσχιζε να αρθρώσει τις λέξεις, όταν µαζί µε τον θεσσαλονικιό Πολ Ρουτζιέρο έκλειναν τα βράδια τους τραγουδώντας τον ελληνικό εθνικό ύµνο. Τον οµορφότερο, όπως έγραφε, ύµνο στον κόσµο. 
Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά!
» (Το όνειρο του Οδυσσέα, σελ 182)






Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Φέτος διαβάζουμε νομπελίστες #5


Χθες το βράδυ στον κήπο του κτιρίου Νεδέλκου, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Ιουνίου της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας!!!

Ο κήπος μας προσέφερε τις ευχάριστες μυρωδιές του (ιδιαίτερα μετά την επέλαση της ολιγόλεπτης καταιγίδας) και η παρέα εμπνεύστηκε από την ατμόσφαιρα του καταπράσινου κήπου για να συζητήσει για το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τίτλο «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» το οποίο είναι γεμάτο από μυθικές σκηνές οργιώδους βλάστησης καθώς επίσης και σκηνές από σπιτικές αυλές και πολύχρωμους κήπους!!!
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στον «μαγικό ρεαλισμό» του Μάρκες και όλα τα μέλη συμφώνησαν ότι οι περιγραφόμενες σκηνές είναι γεμάτες από ένταση και πάθος, βασικά στοιχεία στο έργο του Κολομβιανού συγγραφέα. Έγινε αναφορά στη διαφορετικότητα της κουλτούρας των λατινοαμερικάνικων χωρών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα τις μεσογειακές και κατά πόσο αυτό μπορεί να επηρεάζει την ανάγνωση του εν λόγω έργου. 
Συζητήθηκε διεξοδικά το ζήτημα του ανεκπλήρωτου έρωτα και αν στις μέρες μας μπορεί να υπάρξει ένας τόσο παθιασμένος έρωτας ο οποίος παραμένει ανεκπλήρωτος για 50 χρόνια και τέλος σχολιάστηκε το γεγονός πως τα σύγχρονα νεαρά παιδιά εκφράζουν τον έρωτα τους μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με το ζευγάρι – ήρωες του έργου του Μάρκες, που είχαν ως μοναδικό μέσο επικοινωνίας τις ερωτικές τους επιστολές.

Φυσικά, όπως συμβαίνει σε κάθε συνάντηση, η συζήτηση άνοιξε ακόμα περισσότερο και με συντροφιά το γλυκόπιοτο κρασί, αναφερθήκαμε σε γενικότερα θέματα πολιτισμού, «λύσαμε» κοινωνικά ζητήματα και ασφαλώς κάναμε σχέδια για το προσεχές μέλλον μιας και ετοιμάζεται το πρώτο ταξίδι της Λέσχης Ανάγνωσης.
Τέλος και μετά από ψηφοφορία, τα μέλη επέλεξαν ως το επόμενο προς ανάγνωση βιβλίο, το έργο του νομπελίστα συγγραφέα Ελίας Καννέτι, που φέρει τον τίτλο «Η τύφλωση».
Η επόμενη συνάντηση δεν καθορίστηκε με ακρίβεια λόγω της μεσολάβησης του καλοκαιριού και θα ανακοινωθεί αργότερα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα:


Ο Ελίας Κανέττι (Elias Canetti, βουλγαρικά: Елиас Канети, 1905 - 1994) ήταν βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας, γεννημένος στη Βουλγαρία από Εβραίους Σεφαραδίτες γονείς, που έγραψε στα γερμανικά. Είναι ευρύτερα γνωστός για το μυθιστόρημα «Η τύφλωση» (Die Blendung) και τη μελέτη «Μάζα και Εξουσία» που αφορά τη συμπεριφορά του πλήθους η οποία εκφράζεται σε δραστηριότητες όπως η ομαδική βία και οι θρησκευτικές συγκεντρώσεις. Ο Κανέττι βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1981.

Γεννήθηκε στο Ρουστσούκ της Βουλγαρίας στις 25 Ιουλίου του 1905· ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους της οικογένειας του. Οι πρόγονοί του, από την πλευρά του πατέρα του, είχαν μετακομίσει στο Ρουστσούκ από την Αδριανούπολη όπου είχαν εγκατασταθεί αρχικά μετά την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία το 1492. Το αρχικό όνομα της οικογένειας ήταν Cañete από το όνομα ενός χωριού στην Ισπανία. Η μητέρα του Κανέττι καταγόταν από μια από τις παλαιότερες Σεφαραδίτικες οικογένειες της Βουλγαρίας, την οικογένεια Arditti, της οποίας ορισμένα μέλη ήταν φυσικοί και αστρονόμοι στη βασιλική αυλή του Αλφόνσου του Δ΄ και του Πέτρου του Δ΄ της Αραγωνίας). Στο Ρουστσούκ ο πατέρας και ο παππούς τού Κανέττι ασχολούνταν με το εμπόριο.
Ο Κανέττι έζησε μέχρι το 1911 στο Ρουστσούκ οπότε η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία. Το 1912 μετά το ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, μετακόμισε με την μητέρα και τα αδέρφια του, στη Βιέννη. Εκεί ο Κανέττι, ο οποίος ήδη μιλούσε λαντίνο, βουλγαρικά, αγγλικά, που τα είχε μάθει τον ένα χρόνο που έζησε στο Λονδίνο, καθώς και λίγα γαλλικά, έμαθε τα γερμανικά από την μητέρα του η οποία επέμενε ιδιαίτερα να μάθει τη γλώσσα αυτή και του τα δίδαξε η ίδια. Το 1916 μετακόμισαν στη Ζυρίχη, όπου έζησαν πέντε χρόνια και έπειτα στη Φρανκφούρτη, μέχρι το 1924, οπότε ο Κανέττι, αφού τελείωσε το γυμνάσιο, επέστρεψε στη Βιέννη για να σπουδάσει χημεία.

Όμως, αν και πήρε το πτυχίο χημείας από το πανεπιστήμιο της Βιέννης πέντε χρόνια αργότερα, δεν εργάστηκε ποτέ ως χημικός. Ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να ασχολείται με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία και εντάχθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Κανέττι έκλινε προς την αριστερά και πήρε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου του 1927. Το 1934 παντρεύτηκε τη Βέζα Τάουμπνερ-Καλντερόν (Veza Taubner-Calderon) που στάθηκε αφοσιωμένη βοηθός στο έργο του. Το 1938, μετά το Άνσλους μετακόμισε στο Λονδίνο όπου συνδέθηκε με τη ζωγράφο Μαρί-Λουίζ φον Μοτεσίσκι (Marie-Louise von Motesiczky) και αργότερα με τη συγγραφέα Άιρις Μέρντοχ (Iris Murdoch). Το 1971 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, την Έρα Μπούσορ (Hera Buschor) με την οποία απέκτησαν μία κόρη. Ο Κανέττι παρέμεινε στην Αγγλία μέχρι τη δεκαετία του '70, έχοντας πάρει τη Βρετανική υπηκοότητα ήδη από το 1952. Παρόλα αυτά συνέχισε να γράφει στα γερμανικά. Αργότερα επέστρεψε στη Ζυρίχη όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Το 1981, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας "για το συγγραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από ευρύτητα απόψεων, από πλούτο ιδεών και από καλλιτεχνική δύναμη". Πέθανε στη Ζυρίχη στις 14 Αυγούστου του 1994.

«Η τύφλωση»


«Η Τύφλωση» είναι μια επιβλητική αλληγορία για την αντιπαράθεση του πνεύματος με την πραγματικότητα, για το μεγαλείο και την αθλιότητα του μοναχικού στοχαστή μέσα στον κόσμο.
Πρωταγωνιστής της «Τύφλωσης» είναι ο Κην, ένας διάσημος σινολόγος, που ζει απομονωμένος μέσα στη γιγάντια βιβλιοθήκη του. Όλος ο κόσμος γι αυτόν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του, αλλά το κεφάλι του δεν μετράει διόλου για τον έξω κόσμο. Όταν η γριά, κουτοπόνηρη οικονόμος του τον παγιδεύει και τον αναγκάζει να την παντρευτεί, ο Κην έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την καθημερινή ζωή, και «σώζεται» αναζητώντας καταφύγιο στην τρέλα.






Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΟΤΑΝ Ο ΓΚΡΕΓΚΟΡ ΣΑΜΣΑ ΞΥΠΝΗΣΕ ΕΝΑ ΠΡΩΙ…


Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 Δεν θ’ αποτελεί ίσως υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι είναι ο Κάφκα (και όχι ο Τζόυς, ας πούμε, ή ο Προυστ) ο συγγραφέας που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα. Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές γλώσσες στον κόσμο απ’ τις οποίες να λείπει το επίθετο «καφκικός». Και μπορεί στα ελληνικά λεξικά να μην καταγράφεται επισήμως η λέξη, χρησιμοποιείται όμως ευρέως, όπως και σε περισσότερες από εκατό γλώσσες σε ολόκληρο τον κόσμο, στις οποίες, όπως σημειώνει ο George Steiner, το επίθετο αυτό συνδέεται με τις σταθερές της απανθρωπιάς και του παραλογισμού του καιρού μας. Μιλάμε συχνά (και γινόμαστε κατανοητοί) για καφκική ατμόσφαιρα, καφκική λογική, καφκικό στοιχείο, καφκικό κτίριο, καφκικό εφιάλτη, καφκικό αδιέξοδο, καφκικό χαρακτήρα, καφκική κατάσταση: στη «Δίκη» ο Γιόζεφ Κ. βασανίζεται από την ενοχή, καθώς είναι ένας κατηγορούμενος χωρίς να γνωρίζει γιατί κατηγορείται· στον «Πύργο» ο χωρομέτρης βασανίζεται από την αδυναμία του, καθώς είναι αποκλεισμένος από τον χώρο στον οποίο επιθυμεί να διεισδύσει και να ενταχθεί· στην «Αμερική» ο ήρωας του βιβλίου βασανίζεται από την επιθυμία του για μια νέα αρχή· στη «Μεταμόρφωση» ο Γκρέγκορ Σάμσα βασανίζεται από αυτοαπέχθεια λόγω της φρικτής του αλλαγής σε ένα τερατώδες ζωύφιο.

Γράφει ο Μπόρχες, ένας από τους σημαντικότερους και δημιουργικότερους επιγόνους του Τσέχου συγγραφέα: «Η πιο αναμφισβήτητη αρετή του Κάφκα είναι η επινόηση αφόρητων καταστάσεων. Του αρκούν λίγες πινελιές για να τις σκαριφήσει ανεξίτηλα· π.χ.: “Το ζώο αρπάζει το μαστίγιο απ’ τα χέρια του αφέντη του κι αυτομαστιγώνεται ώσπου να γίνει το ίδιο αφέντης, και δεν καταλαβαίνει ότι όλο αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση που την προκάλεσε ένας καινούργιος κόμπος στο μαστίγιο”· ή: “Στο ναό εισβάλλουν λεοπαρδάλεις που πίνουν το κρασί απ’ τα δισκοπότηρα· κι αυτό συμβαίνει επανειλημμένα· στο τέλος, προβλέπεται ότι αυτό πρέπει να συμβεί, και εντάσσεται στις τελετουργίες του ναού”. Στον Κάφκα, η ανάπτυξη είναι λιγότερο θαυμαστή απ’ την ιδέα. Όσο για τους ήρωές του, μόνο ένας υπάρχει στο έργο του: ο homo domesticus –τόσο εβραίος και τόσο γερμανός – που φιλοδοξεί να καταλάβει μια θέση, όσο ταπεινή κι αν είναι, σε μια οποιαδήποτε Τάξη, στον κόσμο, σ’ ένα υπουργείο, σ’ ένα φρενοκομείο, σε μια φυλακή. Το ουσιώδες είναι η κεντρική ιδέα και η ατμόσφαιρα· ούτε η εξέλιξη του μύθου ούτε το φιλοσοφικό του φορτίο. Εξ ου και τα διηγήματά του υπερτερούν των μυθιστορημάτων του».


Απ’ όλα, ενδεχομένως, τα έργα του Κάφκα αυτό που περισσότερο διαβάζεται, και με τη μεγαλύτερη μάλιστα απόλαυση, είναι η «Μεταμόρφωση», γραμμένη στα τέλη του 1912 και δημοσιευμένη όσο ακόμα ζούσε ο Κάφκα. Ο λόγος είναι ότι σε αυτή τη νουβέλα των εκατό περίπου σελίδων εξισορροπούνται ιδανικά όλα τα σημαντικά στοιχεία ενός έργου, όπως τα κατονομάζει ο Μπόρχες. Η κεντρική ιδέα είναι συγκλονιστική, η ατμόσφαιρα χαρακτηριστικά καφκική, η εξέλιξη του μύθου συναρπαστική, το φιλοσοφικό φορτίο τεράστιο. Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο σε αυτό το έργο είναι το γεγονός ότι, αν και πρόκειται σαφέστατα για μια αλληγορία, μια αινιγματική όπως όλες και πολυδιάστατη αλληγορία που επιδέχεται δεκάδες ερμηνείες, είναι πρωτίστως μια συναρπαστική ιστορία που διαβάζεται με περιέργεια και αγωνία για την πλοκή της, με συγκίνηση για τη μοίρα του πρωταγωνιστή της και με απόλαυση για τη γλωσσική της ακριβολογία. Στη «Μεταμόρφωση» ο Κάφκα είναι πάνω απ’ όλα αφηγητής και μόνο ύστερα διανοητής ή δάσκαλος και αφηγείται μια εξαιρετικά απλή όσο και συγκλονιστική ιστορία:
Ο Γκρέγκορ Σάμσα, πλασιέ στο επάγγελμα, είναι ο προστάτης της οικογένειάς του, του χρεοκοπημένου πατέρα του, της μητέρας του και της μικρής του αδελφής. Κάποιο πρωί ξυπνάει στο κρεβάτι του και συνειδητοποιεί ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο και αποκρουστικό έντομο. Παρόλο το εξωφρενικό και παράλογο της κατάστασής του, προσπαθεί να παραμείνει λογικός και να δεχθεί τη νέα αυτή αδιανόητη πραγματικότητα σαν κάτι φυσιολογικό: δεν αντιδράει με θυμό, με απελπισία ούτε καν με φόβο. Παραμένει κλεισμένος στο δωμάτιό του, τρέφεται με τα αποφάγια που του αφήνει η αδελφή του και μια γριά υπηρέτρια, προσπαθεί να κρύβεται, όταν μπαίνει κάποιος στο δωμάτιό του, για να μην του προκαλεί τρόμο και απέχθεια, δέχεται ως δικαιολογημένη την οργή του πατέρα του, αισθάνεται μέσα του τη ζωώδη και την ανθρώπινη πλευρά του να παλεύουν και αφήνεται τελικά να πεθάνει πληγωμένος, αποδιωγμένος και εγκαταλελειμμένος. Το ακριβώς αντίθετο από την οικογένειά του, η οποία μόλις τον ξεφορτώνεται αισθάνεται ανανεωμένη και αισιόδοξη.

Είναι χαρακτηριστική η πρώτη και η τελευταία φράση του βιβλίου, το οποίο ξεκινάει με την περιγραφή του σώματος του Γκρέγκορ Σάμσα: «Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα –η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πλάκα- και ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του, μπόρεσε να δει τη στρογγυλή καφετιά κοιλιά του που χωριζόταν σε τμήματα από κάτι τοξοειδείς ζώνες. Μπροστά στα μάτια του ανάδευαν αβοήθητα ένα σωρό μικρά ποδαράκια, θλιβερά λεπτεπίλεπτα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα». Ενώ οι τελευταίες σειρές της νουβέλας αναφέρονται στο σώμα της αδελφής του: «Και σαν να επιβεβαίωνε και η ίδια το νέο τους όνειρο και τις καλές τους προθέσεις, στο τέρμα της διαδρομής η κόρη τους σηκώθηκε πρώτη απ’ όλους από το κάθισμα και τέντωσε το δροσερό κορμί της».
«Η μεταμόρφωση», όπως και ολόκληρο το έργο του Κάφκα, μπορεί να διαβαστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Ο Μίκαελ Λέβι, στο βιβλίο του «Franz Kafka, Ανυπότακτος ονειροπόλος», έχει ταξινομήσει τις ποικίλες ερμηνείες του έργου του Κάφκα που έχουν επιχειρηθεί ώς σήμερα σε έξι μεγάλες κατηγορίες: 1. Τις στενά λογοτεχνικές αναγνώσεις, που περιορίζονται ηθελημένα στο κείμενο, αγνοώντας το «πλαίσιό» του. 2. Τις βιογραφικές, ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές αναγνώσεις. 3. Τις θεολογικές, μεταφυσικές και θρησκευτικές αναγνώσεις. 4. Τις αναγνώσεις υπό το πρίσμα της ιουδαϊκής ταυτότητας. 5. Τις κοινωνικοπολιτικές αναγνώσεις. 6. Τις μεταμοντέρνες αναγνώσεις, που καταλήγουν εν γένει στο συμπέρασμα ότι η σημασία των γραπτών του Κάφκα είναι «απροσδιόριστη». Και οι έξι αυτοί τρόποι ερμηνείας μπορούν νομίζω να εφαρμοστούν στη «Μεταμόρφωση». Αυτή είναι, αναμφισβήτητα, άλλη μια απόδειξη της αξίας του έργου, αν βέβαια χρειαζόμαστε κι άλλη απόδειξη εκτός από την απόλαυση και τον συγκλονισμό που μας προσφέρει η ανάγνωσή του.


Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Αρχείο Γιώργου Ιωάννου: Η επιστροφή


Του Παναγιώτη Γούτα
Η επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο του.
Είναι και μια δικαίωση κατά κάποιο τρόπο, έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται σε χώρο του Βαφοπούλειου πνευματικού κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. Το δικό μας αίμα επιστρέφει πλέον στο σώμα της πόλης.
Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;
Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως, άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται; Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν, οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’ αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους και δη λογοτέχνες;
Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου, είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων. Με όχημα την ιστορία και τα βιώματά του σύνθεσε τον μύθο της πόλης και μέσω αυτού τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που, όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα, γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές («Για ένα φιλότιμο») οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά, η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.

Το κείμενο εκφωνήθηκε στην 11η ΔΕΒΘ, την Κυριακή 11 Μαίου 2014, σε εκδήλωση για την επιστροφή του αρχείου του Γ. Ιωάννου στη Θεσσαλονίκη.



Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ένας χαιρετισμός


Της Σοφίας Σταυριανίδου

Αργά τη νύχτα παραμονών της πιο θλιμμένης ημέρας του χρόνου, της Μεγάλης Παρασκευής, μου έφτασε με μήνυμα από καλό μου φίλο η είδηση του θανάτου του πιο αγαπημένου μου συγγραφέα, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είχε εδώ και λίγα λεπτά δημοσιευθεί στην EL PAIS. Πράγματι. Μεγάλη Παρασκευή. Σβέλτα, ήρθαν μηνύματα και από άλλους φίλους. Μια παράλυση, μια μοναξιά, ένα απέραντο κενό για τούτη την βίαιη απώλεια, ήταν τα πρώτα συναισθήματα. Ανακατεμένα με λίγη ευτυχία, γιατί οι φίλοι σου ξέρουν τόσο καλά αυτά που αγαπάς. Σημαίνει ότι έκανες κάτι καλά στη ζωή.
Εμείς που, ίσως με αυθάδεια, παινευόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι των εικόνων και επικεντρωνόμαστε μονόμπατα σε αυτές, το όνομα του Μάρκες χρειάστηκε να το διαχειριστούμε/νε κάποιες φορές για τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του. Ο Μάρκες δεν ευτύχησε, κατά πλειονότητα, να δει επιτυχώς εικονοποιημένα τα υπέροχα μυθιστορήματά του. «Η Ιστορία της Αθώας Ερέντιρα και της Άσπλαχνης Γιαγιάς της» (Eréndira, 1984) από τον Ρούι Γκέρα ήταν μια μάλλον μονότονη και προβλέψιμη στην πλοκή της μεταφορά. «Το Χρονικός ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» (Cronaca di una Morte Annunciata, 1987) του Φραντσέσκο Ρόζι και σε διασκευή του Τονίνο Γκουέρα, ενώ ήταν άνοιγμα στο Φεστιβάλ των Καννών, χαρακτηρίστηκε φιλόδοξο και εντελώς μακριά από το πνεύμα του πρωτοτύπου. «Ο Συνταγματάρχης δεν Έχει Κανέναν να του Γράψει» (El Coronel no Tiene Quien le Escriba, 1999) του Αρτούρο Ριπστάιν ήταν μια σχετικά καλή μεταφορά και οι κριτικές δεν το κατακρεούργησαν. Το ίδιο ισχύει και για το «Περί Έρωτος και Άλλων Δαιμονίων» (Del Amor y Otros Demonios, 2010), την πιο πρόσφατη ταινία βασισμένη στο Μάρκες, την οποία σκηνοθέτησε η Χίλντα Χιντάλγκο από την Κόστα Ρίκα, στέκεται εγγύτερα του πρωτοτύπου δίχως να το βιάζει και, μάλιστα, ήταν η επίσημη πρόταση της χώρας για τα Όσκαρ του επόμενου έτους. Όσο για τον «Ερωτα στα Χρόνια της Χολέρας» (Love in the Time of Cholera, 2007) του Μάικ Νιούελ δεν ήταν παρά μια μεγάλη αποτυχία, όσο κι αν αποπειράθηκε, ιδιαίτερα προς το τέλος, να συμπυκνώσει με συναίσθημα την αγάπη των εβδομήντα χρόνων μεταξύ του Φλορεντίνο Αρίσα και της Φερμίνα Δάσα

Το να μεταφέρεις το Μάρκες στο σινεμά στάθηκε δύσκολο, παρά το ότι οι λέξεις του, οι προτάσεις του, τα νοήματά του είναι γεμάτα εικόνες, η γραφή του γεμάτη από αχανείς πολυσέλιδες παρεμβάσεις που σε πάνε σε άλλα σύμπαντα, σε «ταινίες» που αυτοβούλως και αυθορμήτως κατασκευάζεις στο μυαλό, αυτό που οι κάμερες και οι σκηνοθέτες δεν κατάφεραν και τόσο καλά να τυπώσουν στο celluloid. Ο κόσμος του Μάρκες λες και είναι ένα δημιούργημα που πρέπει να στέκεται στη μνήμη και το θυμικό των αναγνωστών, πολυσχιδώς, αφού κάθε μυαλό και κάθε καρδιά «σκηνοθετούν» τη δική τους ταινία, διυλίζουν τα δικά τους νοήματα, αντίστοιχα με τα βιώματα και τις εμπειρίες. Στη «Χολέρα», ειδικά, ένα αληθινό αριστούργημα που οι ταπεινές μου λέξεις αδυνατούν να αποδώσουν το μεγαλείο του, οι εικόνες του Νιούελ εισέβαλαν σα βιαστής στα ρυάκια του μυαλού μου για να απεμπολήσουν την υπάρχουσα «ταινία» μου, την κατάδική μου ταινία, το δικό μου δημιούργημα που ποτέ δεν ήθελα να αποχωριστώ, που ήμουν και είμαι «εγώ». Αυτή είναι η ανεκτίμητη ομορφιά τού αναγνώσματος και, εν προκειμένω, της επίδρασης του Μάρκες εσωτερικά: με χάραξε και, με έναν τρόπο, έπλασε αυτό που είμαι τώρα. Και τούτο είναι Τέχνη, γιατί, αν εκείνη στέκεται στην ακαδημαϊκότητα και δε σου αλλάζει τη ζωή, τότε σε τι χρησιμεύει; Χώστε τη στα συρτάρια και αφήστε τη στα άραχνα υπόγεια της σιωπής

Ο θάνατος, λες, είναι δημοκράτης. Ισχύει για όλους όμοια και αέναα. Συχνότερα, έρχεται δίχως να τον καλέσεις. Ογδόντα επτά χρόνια περπάτησε εδώ ο Μάρκες. Δεν μπορώ παρά να συλλογιστώ το υπέροχα ζεστό και ντροπαλό χαμόγελό του, στα λίγα πλάνα από κείνον που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Κείνες τις εικόνες από τις ευγνώμονες υποκλίσεις του στην Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, όταν έλαβε το Νομπέλ του. Τη γεμάτη αναγνώριση ζωή του. Τη γεμάτη αγάπη ζωή του, με οικογενειακή σταθερότητα. Το γεγονός – δόξα σοι ο Θεός – ότι έγραψε, έγραψε, έγραψε και μας έδωσε, μας έδωσε, μας έδωσε. Μας έδωσε τόσα που γίνεται πατέρας πνευματικός, ένας από τους εργάτες του στριφνού κόσμου μας για καλύτερους ανθρώπους, για καλύτερες συνυπάρξεις, για καλύτερες κοινωνίες, για καλύτερη ζωή. Είναι ανεκτίμητα όσα έδωσε. Το φυσικό του τέλος ήρθε, αλλά η παρακαταθήκη του αδιάλειπτα θα αναπνέει, θα φωτίζει και θα μας οδηγεί. Ο Φλορεντίνο Αρίσα έγινε φίλος μας. Και τον φέρουμε.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες υπήρξε προσφορά στη ζωή. Στους αιώνας των αιώνων.