Σελίδες

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Σύγχρονοι Αμερικανοί Συγγραφείς του 20ου αιώνα #7



Στον όμορφο κήπος της Αγιορειτικής Εστίας πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 4 Μαΐου 2017 η έβδομη  συνάντηση της φετινής χρονιάς, των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας. Όπως ήδη είναι γνωστό σε όλους, η θεματική ενότητα της χρονιάς είναι αφιερωμένη στους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς.
Το βιβλίο λοιπόν με το οποίο ασχοληθήκαμε και σχολιάσαμε ποικιλοτρόπως, ήταν το έργο του Στίβεν Πρέσσφιντ με τίτλο «Οι πύλες της φωτιάς». Το ιστορικό μυθιστόρημα του Πρέσσφιλντ μας μετέφερε πολλούς αιώνες πίσω, στο κόσμο των Σπαρτιατών και τη σπουδαία μάχη των Θερμοπυλών. Η συζήτηση που έγινε κατά τη διάρκεια της συνάντησης ήταν άκρως ενδιαφέρουσα. Ξεκινήσαμε συζητώντας για τους ήρωες και τις σκηνές του έργου, για τις περιγραφές της καθημερινότητας των Σπαρτιατών, για τις σκηνές των γυμνασίων τους, για το φιλοσοφικό τους υπόβαθρο, και καταλήξαμε να συζητάμε για τον ρόλο των ιστορικών μυθιστορημάτων στο πεδίο της γνώσης και κατά πόσο προσφέρουν στον τομέα αυτό. Για ακόμα μία φορά ένα βιβλίο μας έδωσε τροφή για σκέψη και συζήτηση. 
 Ο επόμενος Αμερικανός συγγραφέας με τον οποίο θα ασχοληθούμε, είναι ο Paul Auster και το βιβλίο που θα διαβάσουμε φέρει τον τίτλο: «Η τριλογία της Νέας Υόρκης». Η επόμενη συνάντηση ορίστηκε για την Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017, στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας και στις 19:00.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και το βιβλίο.
 Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του fellow από το Εθνικό Κληροδότημα των ΗΠΑ για τις Τέχνες τόσο για την ποίηση όσο και για τον πεζό λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών "Καπνός" και "Μελανιασμένο πρόσωπο". Στο κινηματoγραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία "Καπνός" βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο, με το ειδικό βραβείο Κριτών, με το βραβείο του Διεθνούς Κύκλου Κινηματογραφικών Κριτικών και με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία "Η Λουλού πάνω στη γέφυρα". Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 21 γλώσσες. Το 1997 εκδόθηκε μια συλλογή με τις δυσεύρετες πλέον μεταφράσεις που είχε κάνει ο Πολ Όστερ με τίτλο "Μεταφράσεις" και το 2001 μια επιλογή από τα διηγήματα που έστειλε το κοινό της ραδιοφωνικής του εκπομπής στο National Public Radio των ΗΠΑ, με τίτλο "True Tales from American Life". Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του, επίσης συγγραφέα, Σίρι Χούστβεντ, και τα δύο τους παιδιά. Περισσότερες πληροφορίες για τον Πολ Όστερ περιλαμβάνονται στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, www.paulauster.co.uk (ή: www.stuartpilkington.co.uk/paulauster/faq.htm).

Η τριλογία της Νέας Υόρκης
 Ένας μυθιστοριογράφος που γράφει αστυνομικές ιστορίες με ψευδώνυμο αποφασίζει να παραστήσει τον —άγνωστό του— ντετέκτιβ Paul Auster. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του, παρακολουθεί έναν ηλικιωμένο κύριο —χωρίς να είναι βέβαιος ότι πράγματι πρόκειται γι’ αυτόν που θα έπρεπε να παρακολουθεί— στις βόλτες του στη Νέα Υόρκη, και σημειώνει με προσοχή τις διαδρομές του για να διαβάσει το μήνυμα που γράφουν τα βήματα του παρακολουθούμενου.  Υπάρχει, όμως, πράγματι κάποιο μήνυμα σε αυτές τις διαδρομές ή μήπως ο ντετέκτιβ-που-δεν-είναι-ντετέκτιβ διαβάζει όπως θέλει τυχαίες γραμμές και σχήματα;  Εκτός κι αν αρκεί αυτή του η ανάγνωση για να πάψουν οι γραμμές να είναι τυχαίες.
Στην πιο συμβατική της εκδοχή, η νουάρ ιστορία έχει καθαρά διατυπωμένα ερωτήματα —κρυμμένα στην κάπνα, έστω— που εντέλει βρίσκουν απάντηση· και οι ήρωες μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκοι, σάρκινοι ή χάρτινοι, πάντως η ταυτότητά τους —παρά τις εκάστοτε μεταμφιέσεις, αποσιωπήσεις, υπεκφυγές, παρά τα όποια τεχνάσματα του συγγραφέα— είναι καθαρή ή ξεκαθαρίζει όταν πια φτάνουμε στο τέλος: στη θέση του αγνώστου Χ μπαίνει ένα πρόσωπο.  Στην οστερική εκδοχή του νουάρ, οι συνηθισμένες ερωτήσεις δεν παίρνουν απάντηση — δεν είναι καν οι κατάλληλες ερωτήσεις, αυτές που ενδιαφέρουν τον συγγραφέα·  το «ποιος το έκανε;» μπορεί να είναι «τι σημαίνει ποιος;»· κι ίσως κι αυτός που ρωτάει να είναι ο ίδιος ένα ερωτηματικό.  Με άλλα λόγια, εδώ το μυστήριο είναι η ίδια η καρδιά της ύπαρξης — και ως εκ τούτου, η αναζήτηση της λύσης συνεχίζεται πολύ μετά την τελευταία σελίδα.
 Έτσι, ακόμα και η Νέα Υόρκη, σχεδόν μόνιμο φόντο στο έργο του Auster, είναι ταυτόχρονα μια απεικόνιση της πραγματικής πόλης, ένα σκηνικό, και ένα blue screen: μια ρευστή πόλη για ρευστούς ανθρώπους που κλειδώνονται σε κάποιο από τα αναρίθμητα δωμάτιά της ή που παρακολουθούν ο ένας τον άλλον κορνιζωμένοι σε αντικριστά παράθυρα, χωρίς τελικά να ξέρουν ποιος παρακολουθεί ποιον — ένα σύστημα ατελείωτων αντικατοπτρισμών· ένας καμβάς γεμάτος σχήματα για τα οποία δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν είναι τυχαίες γραμμές που τις διαβάζεις σαν σχήματα, όπως ο ντετέκτιβ-που-δεν-είναι-ντετέκτιβ.

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Ο χαμένος χρόνος της ανάγνωσης και τα παράδοξα

Ο χαμένος χρόνος της ανάγνωσης και τα παράδοξα

του Γιώργου Τσακνιά*

O Δημήτρης Μαρωνίτης πήγαινε κάθε μεσημέρι στο ίδιο καφέ και διάβαζε. Μια μέρα, η κοπέλα που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του είπε:
– Κύριε Μαρωνίτη, να σας κάνω μια ερώτηση;
– Ναι.
– Γιατί διαβάζουμε;
– Για να αποκτήσουμε αυτογνωσία.
– Μόνο γι’ αυτό;
– Μία ερώτηση είπατε.
Είτε συμφωνεί κανείς με την περί αυτογνωσίας απόφανση είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι ο Δ. Ν. Μαρωνίτης πρότεινε μια απάντηση στο υπαρξιακό περί ανάγνωσης ερώτημα (και φλεγματικά αρνήθηκε να μπει σε λεπτομέρειες, έχει σημασία ωστόσο ότι βιαζόταν να επιστρέψει στη μεσημεριανή του ανάγνωση· αυτό από μόνο του ήταν μέρος της απάντησης εν τοις πράγμασι).
Το ίδιο ερώτημα («γιατί διαβάζουμε»), αν προσπαθήσουμε να το θέσουμε και να το απαντήσουμε πιο τεχνικά, ας πούμε «συμπεριφορικά» («τι είναι αυτό που μας ωθεί να γίνουμε αναγνώστες»), ανοίγει μια συζήτηση μεγάλη, πολυπαραγοντική και εξαρτώμενη προφανώς από χίλιες δυο ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η οποία οδηγεί, εκτός των άλλων, και σε ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα: το βιβλίο ως κείμενο και το βιβλίο ως αντι-κείμενο.
Γιατί γινόμαστε λοιπόν αναγνώστες; Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει (για λόγους οικονομίας παρουσιάζω γενικευτικά τα συμπεράσματα) ότι συνήθως γίνονται αναγνώστες τα παιδιά που βλέπουν τους γονείς τους να διαβάζουν και που ενθαρρύνονται από νωρίς να διαβάζουν, αλλά και τα παιδιά που μεγαλώνουν σε σπίτια με βιβλιοθήκες· που εξοικειώνονται, δηλαδή, από νωρίς με το βιβλίο ως αντικείμενο. Ακόμη πιο ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα των ερευνών που ερμηνεύουν το εύρημα αυτό λιγότερο ταξικά, με το σχήμα δηλαδή της αναπαραγωγής μιας ελίτ, και περισσότερο με τον εντοπισμό στοιχείων που συνδέουν ευθέως την ανάπτυξη μαθησιακών δεξιοτήτων με την ύπαρξη βιβλίων στο σπίτι.
Οπως όλες οι στατιστικές έρευνες, έτσι κι αυτές στις οποίες αναφέρθηκα δείχνουν τάσεις και γενικές κατευθύνσεις. Προφανώς δεν αποκλείεται να γίνει κάποιος μανιώδης αναγνώστης από μόνος του, αγοράζοντας σιγά σιγά ο ίδιος τα βιβλία του ή ως θαμώνας δημοσίων βιβλιοθηκών. Η κτήση βιβλίων, εξάλλου, έχει τους κινδύνους της, αφού η βιβλιοφιλία μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε συλλεκτική μανία. Ας θυμηθούμε εδώ τον αφορισμό του Anthony Burgess – διόλου τυχαία, ξεκινά με αυτόν η εισαγωγή του James Salter στην αγγλόφωνη έκδοση του βιβλίου του Jacques Bonnet «Des bibliothèques pleines de fantômes» («Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα», 2008): «Ο καλύτερος τρόπος να μη διαβάσεις ένα βιβλίο είναι να το έχεις».
Το παράδοξο με το έργο του Σαλάμοφ είναι ότι δεν πρόκειται για μια ιστορία της ανάγνωσης ως μέσου επιβίωσης, όπως ίσως θα περίμενε κανείς γνωρίζοντας το βιογραφικό του συγγραφέα και τα ατέλειωτα χρόνια που πέρασε στη κολαστήριο της Κολιμά για «αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση». Ο συγγραφέας περιγράφει τις βιβλιοθήκες ως χώρους, τα έπιπλα, τους ανθρώπους που τις στελέχωναν, τις διαδικασίες και τους όρους ανάγνωσης ή δανεισμού – βεβαίως και τα βιβλία, τα οποία αξιολογεί, δεν τα αντιμετωπίζει τεχνικά, συλλεκτικά ή αποστασιοποιημένα, πάντως η θέση του είναι αυτή του βιβλιόφιλου αναγνώστη: ούτως ή άλλως, δηλώνει πως δυσκολευόταν πολύ, μαθητής ακόμη, να διαβάζει στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης, μαζί με άλλους. «Το καλύτερο, το πιο αποδοτικό, είναι να διαβάζεις σπίτι σου, μόνος σου, εσύ και το βιβλίο». Παρά ταύτα, ο ίδιος αρχίζει το βιβλίο με τη διαπίστωση ότι η μόνη βιβλιοθήκη που είχε ποτέ αποτελείτο από δύο βιβλία, όταν ήταν τριών ετών· και τελειώνει με την πικρή δήλωση: «Λυπάμαι που ποτέ δεν είχα τη δική μου βιβλιοθήκη».
Πρόκειται για μια ιστορία του χαμένου χώρου, της χαμένης ιδιωτικότητας (privacy) – αυτού δηλαδή που φαίνεται πως ήταν η ελευθερία για τον Σαλάμοφ. Ο εγκλεισμός σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας σού στερεί κάθε ελευθερία κίνησης και την ιδιωτικότητα – σου περιορίζει τον χώρο λοιπόν, όχι μόνο με την κυριολεκτική έννοια. Υπάρχουν περίφημες ιστορίες κρατουμένων που διάβασαν ή και έγραψαν πολύ στη διάρκεια του εγκλεισμού τους· κατά κανόνα ήταν είτε στην απομόνωση είτε, εν πάση περιπτώσει, όχι σε πολυπληθείς θαλάμους – και σίγουρα δεν είχαν την υποχρέωση της καθημερινής εξοντωτικής εργασίας.
Πρόκειται επίσης για μια ιστορία του χαμένου (κλεμμένου) χρόνου: τα διαστήματα που ο Σαλάμοφ δεν διάβασε, που δεν είδε καν ένα βιβλίο, οποιοδήποτε, μια εφημερίδα, ένα κείμενο (στις πιο δύσκολες φάσεις, αυτές της δουλειάς στα χρυσωρυχεία):
«Τα βιβλία της φυλακής Μπουτύρκα, για πολλούς από μας, ήταν τα τελευταία βιβλία που διαβάσαμε στη ζωή μας. Ακολούθησε το χρυσωρυχείο, το “χρυσάφι”, τέσσερα φοβερά χρόνια, όταν οι άνθρωποι βεβαιώνονταν κάθε ώρα, κάθε μέρα, πόσο ευάλωτο είναι το σαρκίο του πολιτισμού. […] Τα βιβλία τα είχαμε ξεχάσει. Δεν υπήρχε θέση για βιβλία στη σκέψη μας, στο λεξιλόγιό μας των είκοσι λέξεων: “σήκω”, “δουλειά”, “φαΐ”, “κασμάς”, “φτυάρι”, “συνοδεία”, “διανομέας”, “φύλακας” κ.λπ. Η λέξη «βιβλίο» μάς φαινόταν άγνωστη, ίσως και να μην υπήρξε ποτέ […]».
* * *
Χαμένος χρόνος ή χρόνος κλεμμένος από το διάβασμα. Στην περίπτωση του Σαλάμοφ, το σταλινικό καθεστώς τού έκλεψε χρόνο από την αγαπημένη του ασχολία: την ανάγνωση. Ακολουθεί και μια περίπτωση όπου η ανάγνωση έκλεψε χρόνο από μια ερωτευμένη γυναίκα – κι εκείνη, φυσικά, δεν τη συγχώρεσε, παρά την εκδικήθηκε με τον μόνο τρόπο που μπορούσε (αντικειμενικά). O Lucien X. Polastron, στο «Books on Fire: The Destruction of Libraries throughout History», αφηγείται την ιστορία της βιβλιοθήκης του πρίγκιπα Mahmud al-Dawlah ibn Fatikh του Καΐρου, που ήταν στην εποχή της η σημαντικότερη από τις τέσσερις μεγάλες βιβλιοθήκες της Ανατολής:
«Ο πρίγκιπας αγαπούσε το διάβασμα και το γράψιμο περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο. Κάθε βράδυ παραδιδόταν σε αυτό το πάθος του, αμέσως μόλις ξεπέζευε από το άλογό του. Ηταν εξαιρετικός ποιητής. Οταν πέθανε ξαφνικά, η γυναίκα του –πριγκίπισσα και η ίδια της βασιλικής οικογένειας– διέταξε να μαζέψουν όλα τα βιβλία του Μαχμούντ στην εσωτερική αυλή του παλατιού του. Εψαλε η ίδια την εξόδιο ακολουθία, ενώ πετούσε στο σιντριβάνι ένα ένα τα βιβλία που της είχαν στερήσει την αγάπη του άντρα της».

* Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός. Το παρόν κείμενο γράφηκε με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ανάγνωσης και με σημείο εκκίνησης το βιβλίο του Βαρλάμ Σαλάμοφ «Οι βιβλιοθήκες μου» (μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Αγρα 2014). Τέλος, η Κική Παναγιωτίδου αφηγήθηκε τη συζήτησή της με τον Δημήτρη Μαρωνίτη στο προφίλ της στο Facebook.

Πηγή:  http://www.kathimerini.gr/905970/article/politismos/vivlio/o-xamenos-xronos-ths-anagnwshs-kai-ta-parado3a

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Λίγες και μία νύχτες, το νέο βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού!



Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού Λίγες και μία νύχτες, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. 

 Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης

Ο γέρος στο βαγόνι
 Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909,
ευρωπαϊκή ώρα 22.45´

Θηρίο μ’ ένα κίτρινο μάτι μες στη νύχτα. Είναι σιδερένιο, είναι τρένο, είναι βρόμικο απ’ τον καπνό και νεφελώδες απ’ τους υδρατμούς που βγάζουν τα ίδια του τα σπλάχνα. Έφυγε απ’ τον σταθμό του Σιρκετζί [1] στην Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει εδώ και είκοσι ώρες. Μέχρι στιγμής πρόλαβε ο δρόμος να του νυχτώσει δυο φορές και μια να ξημερώσει. Είναι ένα τρένο στοιχειωμένο, που κουβαλάει λίγους επιβάτες κι έναν αιμοσταγή βασιλιά.
Στο πολυτελές βαγόνι ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο τζάμι για ώρες. Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της δεύτερης νύχτας του ταξιδιού κοιτάζοντας έξω σιωπηλός τις ασημένιες σκιές των δέντρων και των χαμηλών σπιτιών. Χάζευε τα είδωλα που έπλαθε το φεγγαρόφωτο και προς στιγμήν τού φάνηκε πως κάπου ανέμιζε μια σημαία με σελήνη – όχι αυτή της δικής του αυτοκρατορίας αλλά της νύχτας, αυτής της επικράτειας που κρατάει για πάντα.
Το τρένο ετοιμάστηκε από την Επαναστατική Επιτροπή μέσα σε λίγες ώρες ειδικά γι’ αυτόν, ένα τρένο έρημο για να τον στείλει μακριά απ’ την Κωνσταντινούπολη, για να τον εξορίσει. Τον μονάρχη συνοδεύουν οι δυο μικροί του γιοι, τρεις απ’ τις γυναίκες του, υπασπιστές, ένα τσούρμο υπηρέτες και η φρουρά που τον επιτηρεί μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν είναι πολύς ο καιρός που ο πατισάχ δεν είναι παντοδύναμος και οι υπήκοοί του θέλουν τον χρόνο τους για να το συνηθίσουν.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σαλονίκης δεν υπάρχουν επίσημοι να τον υποδεχτούν, μόνο μια ντόπια φρουρά κι ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής, ένας Ιταλός στρατηγός, ο Ντε Ρομπιλλάν, που μιλάει σπασμένα τα οθωμανικά.
Ο Ιταλός διοικητής δείχνει στον έκπτωτο μονάρχη να μπει στο αυτοκίνητό του· εκείνος αρνείται. Ο ξεδοντιασμένος από την εξουσία σουλτάνος θέλει άμαξα να τον ταξιδέψει, θέλει ν’ ακούει οπλές στο λιθόστρωτο, τρίλιες από χάμουρα που κουδουνίζουν, θέλει να μυρίζει τις ανάσες των αλόγων που αχνίζουν στην υγρασία της νύχτας.
Φέρνουν μιαν άμαξα που ξεκινάει μέσα από στενούς δρόμους και σκοτεινούς. Οι εντολές του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» είναι σαφείς: η μεταφορά πρέπει να γίνει διακριτικά, αν γίνεται και μυστικά, μακριά από το θορυβώδες Κέντρο και την παραλία όπου όλα τα καφέ σαντάν είναι ακόμη ανοιχτά και οι λάμπες του φωταερίου προδίδουν την κάθε κίνηση. Πάνε δυο μέρες που η Θεσσαλονίκη, σημαιοστολισμένη και φωταγωγημένη, γιορτάζει την εκθρόνιση του σουλτάνου· άλλωστε η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν πάντα εδώ. Η ίδια η αιτία της χαράς της, ο εξόριστος πατισάχ, έρχεται ίσια μες στον κόρφο της, αλλά είναι ακόμη νύχτα και η πόλη δεν το ξέρει.
Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ κάθε τόσο τραντάζεται στη θέση του στην άμαξα καθώς τα στενά τής Άνω Πόλης είναι γεμάτα λακκούβες. Η μεγάλη μύτη του τρέχει από την υγρασία, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα μαντίλι και με το άλλο γαντζώνεται γερά απ’ τη χειρολαβή, γιατί οι στροφές και οι τρύπες στα καλντερίμια δεν έχουν τέλος.
Κατηφορίζουν απ’ τα ανατολικά τείχη ενώ αριστερά διακρίνονται τα φώτα του Δημοτικού Νοσοκομείου Χαμιδιέ, που έχει τ’ όνομά του. Η «Σκιά του Θεού επί της Γης» φρόντιζε τους υπηκόους του για τριάντα-τόσα χρόνια. Αυτοί, συλλογίζεται θλιμμένος, τον αντάμειψαν με απαγωγή και φυλάκιση σ’ ένα άδειο τρένο.
Η ψυχή του πατισάχ και τα λαγόνια του κάπως γαληνεύουν όταν τσουλάνε στους κυβόλιθους της Λεωφόρου Χαμιδιέ, που έχει κι αυτή τ’ όνομά του. Κάπως ηρεμεί μιας κι από κει βλέπει τη θάλασσα – ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη που γυαλίζει απ’ τη φωταύγεια της σελήνης. Κάτω απ’ το μαρμάρινο σιντριβάνι στην αρχή της λεωφόρου ο αλμυρός αέρας του Κόλπου είναι μυρμήγκιασμα στα γένια του. Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ’ άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που ’ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ’ τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά.
Η άμαξα έστριψε αριστερά για την επόμενη λεωφόρο. Ο μονάρχης άφησε απ’ τα μάτια του τη θάλασσα και το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε στη μονοτονία των γραμμών του τραμ. Μέσα απ’ αυτές τις ράγες γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω και θυμάται που είχε επισκεφτεί αυτήν την πόλη νεαρός πρίγκιπας. Τώρα αναρωτιέται πού τον οδηγούν αυτές οι σιδερένιες γραμμές – ίσως σε κάποιο μνήμα που χάσκει ανοιχτό και τον περιμένει.
Σε αυστηρή στοίχιση προπορεύονται έφιπποι αστυνομικοί που καλπάζουν σε ζευγάρια. Έχουν μαρμάρινους λαιμούς και κοιτάζουν μόνο μπροστά. Πίσω από την άμαξά του ακολουθεί ένα μικρό καραβάνι, που σέρνει τα υπολείμματα του κόσμου του από το ανάκτορο του Γιλδίζ, που το άφησε για πάντα.
Αυτή η λεωφόρος που τώρα διασχίζουν φαίνεται εντυπωσιακή: πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά, δεντροστοιχίες, φωτισμός, μεγαλοπρεπείς επαύλεις με πύργους και θαλερούς κήπους που ξεχωρίζουν πίσω από ψηλά κάγκελα. Ο σουλτάνος δεν πολυκοιτάζει, ενώ κάπου κάπου τα μάτια του κλείνουν – είναι γέρος πια. Χαϊδεύει μόνο την αριστερή παλάμη με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού· φαίνεται κάτι να αναζητεί ψαύοντας τις γραμμές του χεριού του. Αν η μοίρα του είναι ανάγλυφη πάνω στο δέρμα, ο πατισάχ δε θ’ αργήσει ως χειρομάντης να την ανακαλύψει.
 ◊ ◊ ◊
Είχε αρχίσει να φέγγει. Η πόλη σε λίγο θα ξυπνούσε. Ο Λευτέρης, άνιφτος ακόμη, φορτώθηκε το μουσλούκι [2] και πήγε να το γεμίσει στην κοντινή δημόσια κρήνη. Η μάνα κοιμόταν. Ο ύπνος την έπαιρνε συνήθως πριν απ’ τα χαράματα, όταν σταματούσε ο βήχας. Η θάλασσα, που ήταν δυο βήματα κοντά, έστελνε τη μυρωδιά από τα φύκια της ακτής και τη νοτισμένη άμμο, που περίμενε το ανέβασμα του ήλιου για να ξεράνει την πέτσα της.
Πατέρας και γιος θρυμμάτισαν ξερό ψωμί στο ζεστό γάλα κι άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί. Από τη μέσα κάμαρη ακουγόταν βαριά η ανάσα της μάνας. Ο Λευτέρης χτύπαγε επίτηδες το κουτάλι στο εμαγιέ πιάτο, γιατί υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχε ν’ ακούει τον ρόγχο της. Ο πατέρας του έτρωγε ανέκφραστος και δεν τον πολυκοίταζε. Ο γιος του ήταν πια έντεκα χρονών, δεν είχε ανάγκη από κανακέματα.
Βγήκαν απ’ το σπίτι και πήραν τον χωματόδρομο που έβγαζε στη Λεωφόρο των Εξοχών. Στάθηκαν μπροστά στο αγίασμα της Αγίας Σολομονής. Ο πατέρας σταυροκοπήθηκε, κι ύστερα, όπως κάθε πρωί, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Λευτέρης τράβηξε κατά το κέντρο της πόλης, όπου ήταν τα πρακτορεία των εφημερίδων, και ο κυρ-Γιάννης ο Ζεύγος ανατολικά, στους κήπους των επαύλεων, στη βίλα του Αλλατίνι πάνω απ’ τους μύλους, εκεί όπου τέλειωνε η λεωφόρος με τις επαύλεις κι άρχιζε ο δρόμος για τη Γεωργική Σχολή.
Ο Λευτέρης κοντοστάθηκε για να χαζέψει το τραμ που περνούσε. Ήταν γεμάτο κουστουμαρισμένους άντρες με κρεμ καπέλα και κολλαρισμένους γιακάδες. Οι πιο πολλοί δούλευαν στον φραγκομαχαλά και στο Λιμάνι, στις τράπεζες και στα ναυτιλιακά γραφεία. Μια φορά είχε πάρει κι αυτός το τραμ για να πάει κάτω στο πρακτορείο να φορτωθεί εφημερίδες. Ήταν γιατί την προηγουμένη είχε χωθεί ένα καρφί στην πατούσα του κι έσερνε το πόδι σβαρνώντας το χώμα απ’ όπου περνούσε. «Μια φορά» λέγοντας εννοούμε με εισιτήριο, γιατί πολλές φορές αθέατος απ’ τον καθρέφτη του οδηγού είχε πηδήξει κι είχε σκαλώσει στην ουρά του βαγονιού. Το έκανε συνήθως μεσημέρια στη ζέστη και στο μεγάλο στρίμωγμα ζητώντας απ’ τους επιβάτες συνένοχη σιωπή. Έβαζε το δάχτυλο μπροστά στα χείλη και παρακαλούσε με το βλέμμα ασπροντυμένες καμαριέρες και γκουβερνάντες, οι οποίες κατέβαιναν κάπου στις επαύλεις του Αθ. Σωσσίδη, του Χρ. Γεωργιάδη, των Χατζημήσεφ, του Λεβή Μοδιάνο, των Άμποτ, του Περ. Χατζηλαζάρου…
Τάχυνε το βήμα γιατί ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Πέρασε έξω απ’ το ζυθοπωλείο Μικρός Κήπος όπου είδε έναν σερβιτόρο να σκουπίζει την αυλή.
«Άργησες, Λευτεράκη, μεσημέριασε!» του φώναξε.
Άνοιξε κι άλλο το βήμα και βούτηξε ως τον αστράγαλο στο νερό που κατέβαζε ο χείμαρρος παραδίπλα. Στο καφενείο του Λευκού Πύργου είχαν κιόλας καθίσει οι πρώτοι πελάτες και ρουφούσαν τον πρωινό τους καφέ. Κατάλαβε πως η ώρα είχε περάσει για τα καλά κι άρχισε να τρέχει. Βγήκε στη Λεωφόρο Χαμιδιέ και πέρασε σφεντόνα μπροστά απ’ το καφενείο Ο Παρθενών. Έκοψε τον δρόμο στη μέση κι έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο αποφεύγοντας κάτι αλογίσιες κοπριές που άχνιζαν. Χώθηκε στα στενά της παλιάς πόλης, εκεί όπου έβλεπαν τον ήλιο μόνο το καταμεσήμερο.
[1] Sirkeci: σιδηροδρομικός σταθμός στο ευρωπαϊκό τμήμα της Κωνσταντινούπολης χτισμένος σε ρυθμό art nouveau· άνοιξε το 1890.
[2] Μουσλούκι: μεταλλικό βρυσάκι.

 Πηγή:
https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/elliniki-logotexnia/loges-kai-mia-nyxtes-zourgos-patakis-2017