Σελίδες

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Λίγες και μία νύχτες, το νέο βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού!



Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού Λίγες και μία νύχτες, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. 

 Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης

Ο γέρος στο βαγόνι
 Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909,
ευρωπαϊκή ώρα 22.45´

Θηρίο μ’ ένα κίτρινο μάτι μες στη νύχτα. Είναι σιδερένιο, είναι τρένο, είναι βρόμικο απ’ τον καπνό και νεφελώδες απ’ τους υδρατμούς που βγάζουν τα ίδια του τα σπλάχνα. Έφυγε απ’ τον σταθμό του Σιρκετζί [1] στην Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει εδώ και είκοσι ώρες. Μέχρι στιγμής πρόλαβε ο δρόμος να του νυχτώσει δυο φορές και μια να ξημερώσει. Είναι ένα τρένο στοιχειωμένο, που κουβαλάει λίγους επιβάτες κι έναν αιμοσταγή βασιλιά.
Στο πολυτελές βαγόνι ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο τζάμι για ώρες. Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της δεύτερης νύχτας του ταξιδιού κοιτάζοντας έξω σιωπηλός τις ασημένιες σκιές των δέντρων και των χαμηλών σπιτιών. Χάζευε τα είδωλα που έπλαθε το φεγγαρόφωτο και προς στιγμήν τού φάνηκε πως κάπου ανέμιζε μια σημαία με σελήνη – όχι αυτή της δικής του αυτοκρατορίας αλλά της νύχτας, αυτής της επικράτειας που κρατάει για πάντα.
Το τρένο ετοιμάστηκε από την Επαναστατική Επιτροπή μέσα σε λίγες ώρες ειδικά γι’ αυτόν, ένα τρένο έρημο για να τον στείλει μακριά απ’ την Κωνσταντινούπολη, για να τον εξορίσει. Τον μονάρχη συνοδεύουν οι δυο μικροί του γιοι, τρεις απ’ τις γυναίκες του, υπασπιστές, ένα τσούρμο υπηρέτες και η φρουρά που τον επιτηρεί μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν είναι πολύς ο καιρός που ο πατισάχ δεν είναι παντοδύναμος και οι υπήκοοί του θέλουν τον χρόνο τους για να το συνηθίσουν.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σαλονίκης δεν υπάρχουν επίσημοι να τον υποδεχτούν, μόνο μια ντόπια φρουρά κι ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής, ένας Ιταλός στρατηγός, ο Ντε Ρομπιλλάν, που μιλάει σπασμένα τα οθωμανικά.
Ο Ιταλός διοικητής δείχνει στον έκπτωτο μονάρχη να μπει στο αυτοκίνητό του· εκείνος αρνείται. Ο ξεδοντιασμένος από την εξουσία σουλτάνος θέλει άμαξα να τον ταξιδέψει, θέλει ν’ ακούει οπλές στο λιθόστρωτο, τρίλιες από χάμουρα που κουδουνίζουν, θέλει να μυρίζει τις ανάσες των αλόγων που αχνίζουν στην υγρασία της νύχτας.
Φέρνουν μιαν άμαξα που ξεκινάει μέσα από στενούς δρόμους και σκοτεινούς. Οι εντολές του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» είναι σαφείς: η μεταφορά πρέπει να γίνει διακριτικά, αν γίνεται και μυστικά, μακριά από το θορυβώδες Κέντρο και την παραλία όπου όλα τα καφέ σαντάν είναι ακόμη ανοιχτά και οι λάμπες του φωταερίου προδίδουν την κάθε κίνηση. Πάνε δυο μέρες που η Θεσσαλονίκη, σημαιοστολισμένη και φωταγωγημένη, γιορτάζει την εκθρόνιση του σουλτάνου· άλλωστε η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν πάντα εδώ. Η ίδια η αιτία της χαράς της, ο εξόριστος πατισάχ, έρχεται ίσια μες στον κόρφο της, αλλά είναι ακόμη νύχτα και η πόλη δεν το ξέρει.
Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ κάθε τόσο τραντάζεται στη θέση του στην άμαξα καθώς τα στενά τής Άνω Πόλης είναι γεμάτα λακκούβες. Η μεγάλη μύτη του τρέχει από την υγρασία, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα μαντίλι και με το άλλο γαντζώνεται γερά απ’ τη χειρολαβή, γιατί οι στροφές και οι τρύπες στα καλντερίμια δεν έχουν τέλος.
Κατηφορίζουν απ’ τα ανατολικά τείχη ενώ αριστερά διακρίνονται τα φώτα του Δημοτικού Νοσοκομείου Χαμιδιέ, που έχει τ’ όνομά του. Η «Σκιά του Θεού επί της Γης» φρόντιζε τους υπηκόους του για τριάντα-τόσα χρόνια. Αυτοί, συλλογίζεται θλιμμένος, τον αντάμειψαν με απαγωγή και φυλάκιση σ’ ένα άδειο τρένο.
Η ψυχή του πατισάχ και τα λαγόνια του κάπως γαληνεύουν όταν τσουλάνε στους κυβόλιθους της Λεωφόρου Χαμιδιέ, που έχει κι αυτή τ’ όνομά του. Κάπως ηρεμεί μιας κι από κει βλέπει τη θάλασσα – ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη που γυαλίζει απ’ τη φωταύγεια της σελήνης. Κάτω απ’ το μαρμάρινο σιντριβάνι στην αρχή της λεωφόρου ο αλμυρός αέρας του Κόλπου είναι μυρμήγκιασμα στα γένια του. Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ’ άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που ’ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ’ τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά.
Η άμαξα έστριψε αριστερά για την επόμενη λεωφόρο. Ο μονάρχης άφησε απ’ τα μάτια του τη θάλασσα και το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε στη μονοτονία των γραμμών του τραμ. Μέσα απ’ αυτές τις ράγες γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω και θυμάται που είχε επισκεφτεί αυτήν την πόλη νεαρός πρίγκιπας. Τώρα αναρωτιέται πού τον οδηγούν αυτές οι σιδερένιες γραμμές – ίσως σε κάποιο μνήμα που χάσκει ανοιχτό και τον περιμένει.
Σε αυστηρή στοίχιση προπορεύονται έφιπποι αστυνομικοί που καλπάζουν σε ζευγάρια. Έχουν μαρμάρινους λαιμούς και κοιτάζουν μόνο μπροστά. Πίσω από την άμαξά του ακολουθεί ένα μικρό καραβάνι, που σέρνει τα υπολείμματα του κόσμου του από το ανάκτορο του Γιλδίζ, που το άφησε για πάντα.
Αυτή η λεωφόρος που τώρα διασχίζουν φαίνεται εντυπωσιακή: πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά, δεντροστοιχίες, φωτισμός, μεγαλοπρεπείς επαύλεις με πύργους και θαλερούς κήπους που ξεχωρίζουν πίσω από ψηλά κάγκελα. Ο σουλτάνος δεν πολυκοιτάζει, ενώ κάπου κάπου τα μάτια του κλείνουν – είναι γέρος πια. Χαϊδεύει μόνο την αριστερή παλάμη με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού· φαίνεται κάτι να αναζητεί ψαύοντας τις γραμμές του χεριού του. Αν η μοίρα του είναι ανάγλυφη πάνω στο δέρμα, ο πατισάχ δε θ’ αργήσει ως χειρομάντης να την ανακαλύψει.
 ◊ ◊ ◊
Είχε αρχίσει να φέγγει. Η πόλη σε λίγο θα ξυπνούσε. Ο Λευτέρης, άνιφτος ακόμη, φορτώθηκε το μουσλούκι [2] και πήγε να το γεμίσει στην κοντινή δημόσια κρήνη. Η μάνα κοιμόταν. Ο ύπνος την έπαιρνε συνήθως πριν απ’ τα χαράματα, όταν σταματούσε ο βήχας. Η θάλασσα, που ήταν δυο βήματα κοντά, έστελνε τη μυρωδιά από τα φύκια της ακτής και τη νοτισμένη άμμο, που περίμενε το ανέβασμα του ήλιου για να ξεράνει την πέτσα της.
Πατέρας και γιος θρυμμάτισαν ξερό ψωμί στο ζεστό γάλα κι άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί. Από τη μέσα κάμαρη ακουγόταν βαριά η ανάσα της μάνας. Ο Λευτέρης χτύπαγε επίτηδες το κουτάλι στο εμαγιέ πιάτο, γιατί υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχε ν’ ακούει τον ρόγχο της. Ο πατέρας του έτρωγε ανέκφραστος και δεν τον πολυκοίταζε. Ο γιος του ήταν πια έντεκα χρονών, δεν είχε ανάγκη από κανακέματα.
Βγήκαν απ’ το σπίτι και πήραν τον χωματόδρομο που έβγαζε στη Λεωφόρο των Εξοχών. Στάθηκαν μπροστά στο αγίασμα της Αγίας Σολομονής. Ο πατέρας σταυροκοπήθηκε, κι ύστερα, όπως κάθε πρωί, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Λευτέρης τράβηξε κατά το κέντρο της πόλης, όπου ήταν τα πρακτορεία των εφημερίδων, και ο κυρ-Γιάννης ο Ζεύγος ανατολικά, στους κήπους των επαύλεων, στη βίλα του Αλλατίνι πάνω απ’ τους μύλους, εκεί όπου τέλειωνε η λεωφόρος με τις επαύλεις κι άρχιζε ο δρόμος για τη Γεωργική Σχολή.
Ο Λευτέρης κοντοστάθηκε για να χαζέψει το τραμ που περνούσε. Ήταν γεμάτο κουστουμαρισμένους άντρες με κρεμ καπέλα και κολλαρισμένους γιακάδες. Οι πιο πολλοί δούλευαν στον φραγκομαχαλά και στο Λιμάνι, στις τράπεζες και στα ναυτιλιακά γραφεία. Μια φορά είχε πάρει κι αυτός το τραμ για να πάει κάτω στο πρακτορείο να φορτωθεί εφημερίδες. Ήταν γιατί την προηγουμένη είχε χωθεί ένα καρφί στην πατούσα του κι έσερνε το πόδι σβαρνώντας το χώμα απ’ όπου περνούσε. «Μια φορά» λέγοντας εννοούμε με εισιτήριο, γιατί πολλές φορές αθέατος απ’ τον καθρέφτη του οδηγού είχε πηδήξει κι είχε σκαλώσει στην ουρά του βαγονιού. Το έκανε συνήθως μεσημέρια στη ζέστη και στο μεγάλο στρίμωγμα ζητώντας απ’ τους επιβάτες συνένοχη σιωπή. Έβαζε το δάχτυλο μπροστά στα χείλη και παρακαλούσε με το βλέμμα ασπροντυμένες καμαριέρες και γκουβερνάντες, οι οποίες κατέβαιναν κάπου στις επαύλεις του Αθ. Σωσσίδη, του Χρ. Γεωργιάδη, των Χατζημήσεφ, του Λεβή Μοδιάνο, των Άμποτ, του Περ. Χατζηλαζάρου…
Τάχυνε το βήμα γιατί ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Πέρασε έξω απ’ το ζυθοπωλείο Μικρός Κήπος όπου είδε έναν σερβιτόρο να σκουπίζει την αυλή.
«Άργησες, Λευτεράκη, μεσημέριασε!» του φώναξε.
Άνοιξε κι άλλο το βήμα και βούτηξε ως τον αστράγαλο στο νερό που κατέβαζε ο χείμαρρος παραδίπλα. Στο καφενείο του Λευκού Πύργου είχαν κιόλας καθίσει οι πρώτοι πελάτες και ρουφούσαν τον πρωινό τους καφέ. Κατάλαβε πως η ώρα είχε περάσει για τα καλά κι άρχισε να τρέχει. Βγήκε στη Λεωφόρο Χαμιδιέ και πέρασε σφεντόνα μπροστά απ’ το καφενείο Ο Παρθενών. Έκοψε τον δρόμο στη μέση κι έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο αποφεύγοντας κάτι αλογίσιες κοπριές που άχνιζαν. Χώθηκε στα στενά της παλιάς πόλης, εκεί όπου έβλεπαν τον ήλιο μόνο το καταμεσήμερο.
[1] Sirkeci: σιδηροδρομικός σταθμός στο ευρωπαϊκό τμήμα της Κωνσταντινούπολης χτισμένος σε ρυθμό art nouveau· άνοιξε το 1890.
[2] Μουσλούκι: μεταλλικό βρυσάκι.

 Πηγή:
https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/elliniki-logotexnia/loges-kai-mia-nyxtes-zourgos-patakis-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου