Σελίδες

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Ο χαμένος χρόνος της ανάγνωσης και τα παράδοξα

Ο χαμένος χρόνος της ανάγνωσης και τα παράδοξα

του Γιώργου Τσακνιά*

O Δημήτρης Μαρωνίτης πήγαινε κάθε μεσημέρι στο ίδιο καφέ και διάβαζε. Μια μέρα, η κοπέλα που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του είπε:
– Κύριε Μαρωνίτη, να σας κάνω μια ερώτηση;
– Ναι.
– Γιατί διαβάζουμε;
– Για να αποκτήσουμε αυτογνωσία.
– Μόνο γι’ αυτό;
– Μία ερώτηση είπατε.
Είτε συμφωνεί κανείς με την περί αυτογνωσίας απόφανση είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι ο Δ. Ν. Μαρωνίτης πρότεινε μια απάντηση στο υπαρξιακό περί ανάγνωσης ερώτημα (και φλεγματικά αρνήθηκε να μπει σε λεπτομέρειες, έχει σημασία ωστόσο ότι βιαζόταν να επιστρέψει στη μεσημεριανή του ανάγνωση· αυτό από μόνο του ήταν μέρος της απάντησης εν τοις πράγμασι).
Το ίδιο ερώτημα («γιατί διαβάζουμε»), αν προσπαθήσουμε να το θέσουμε και να το απαντήσουμε πιο τεχνικά, ας πούμε «συμπεριφορικά» («τι είναι αυτό που μας ωθεί να γίνουμε αναγνώστες»), ανοίγει μια συζήτηση μεγάλη, πολυπαραγοντική και εξαρτώμενη προφανώς από χίλιες δυο ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η οποία οδηγεί, εκτός των άλλων, και σε ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα: το βιβλίο ως κείμενο και το βιβλίο ως αντι-κείμενο.
Γιατί γινόμαστε λοιπόν αναγνώστες; Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει (για λόγους οικονομίας παρουσιάζω γενικευτικά τα συμπεράσματα) ότι συνήθως γίνονται αναγνώστες τα παιδιά που βλέπουν τους γονείς τους να διαβάζουν και που ενθαρρύνονται από νωρίς να διαβάζουν, αλλά και τα παιδιά που μεγαλώνουν σε σπίτια με βιβλιοθήκες· που εξοικειώνονται, δηλαδή, από νωρίς με το βιβλίο ως αντικείμενο. Ακόμη πιο ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα των ερευνών που ερμηνεύουν το εύρημα αυτό λιγότερο ταξικά, με το σχήμα δηλαδή της αναπαραγωγής μιας ελίτ, και περισσότερο με τον εντοπισμό στοιχείων που συνδέουν ευθέως την ανάπτυξη μαθησιακών δεξιοτήτων με την ύπαρξη βιβλίων στο σπίτι.
Οπως όλες οι στατιστικές έρευνες, έτσι κι αυτές στις οποίες αναφέρθηκα δείχνουν τάσεις και γενικές κατευθύνσεις. Προφανώς δεν αποκλείεται να γίνει κάποιος μανιώδης αναγνώστης από μόνος του, αγοράζοντας σιγά σιγά ο ίδιος τα βιβλία του ή ως θαμώνας δημοσίων βιβλιοθηκών. Η κτήση βιβλίων, εξάλλου, έχει τους κινδύνους της, αφού η βιβλιοφιλία μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε συλλεκτική μανία. Ας θυμηθούμε εδώ τον αφορισμό του Anthony Burgess – διόλου τυχαία, ξεκινά με αυτόν η εισαγωγή του James Salter στην αγγλόφωνη έκδοση του βιβλίου του Jacques Bonnet «Des bibliothèques pleines de fantômes» («Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα», 2008): «Ο καλύτερος τρόπος να μη διαβάσεις ένα βιβλίο είναι να το έχεις».
Το παράδοξο με το έργο του Σαλάμοφ είναι ότι δεν πρόκειται για μια ιστορία της ανάγνωσης ως μέσου επιβίωσης, όπως ίσως θα περίμενε κανείς γνωρίζοντας το βιογραφικό του συγγραφέα και τα ατέλειωτα χρόνια που πέρασε στη κολαστήριο της Κολιμά για «αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση». Ο συγγραφέας περιγράφει τις βιβλιοθήκες ως χώρους, τα έπιπλα, τους ανθρώπους που τις στελέχωναν, τις διαδικασίες και τους όρους ανάγνωσης ή δανεισμού – βεβαίως και τα βιβλία, τα οποία αξιολογεί, δεν τα αντιμετωπίζει τεχνικά, συλλεκτικά ή αποστασιοποιημένα, πάντως η θέση του είναι αυτή του βιβλιόφιλου αναγνώστη: ούτως ή άλλως, δηλώνει πως δυσκολευόταν πολύ, μαθητής ακόμη, να διαβάζει στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης, μαζί με άλλους. «Το καλύτερο, το πιο αποδοτικό, είναι να διαβάζεις σπίτι σου, μόνος σου, εσύ και το βιβλίο». Παρά ταύτα, ο ίδιος αρχίζει το βιβλίο με τη διαπίστωση ότι η μόνη βιβλιοθήκη που είχε ποτέ αποτελείτο από δύο βιβλία, όταν ήταν τριών ετών· και τελειώνει με την πικρή δήλωση: «Λυπάμαι που ποτέ δεν είχα τη δική μου βιβλιοθήκη».
Πρόκειται για μια ιστορία του χαμένου χώρου, της χαμένης ιδιωτικότητας (privacy) – αυτού δηλαδή που φαίνεται πως ήταν η ελευθερία για τον Σαλάμοφ. Ο εγκλεισμός σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας σού στερεί κάθε ελευθερία κίνησης και την ιδιωτικότητα – σου περιορίζει τον χώρο λοιπόν, όχι μόνο με την κυριολεκτική έννοια. Υπάρχουν περίφημες ιστορίες κρατουμένων που διάβασαν ή και έγραψαν πολύ στη διάρκεια του εγκλεισμού τους· κατά κανόνα ήταν είτε στην απομόνωση είτε, εν πάση περιπτώσει, όχι σε πολυπληθείς θαλάμους – και σίγουρα δεν είχαν την υποχρέωση της καθημερινής εξοντωτικής εργασίας.
Πρόκειται επίσης για μια ιστορία του χαμένου (κλεμμένου) χρόνου: τα διαστήματα που ο Σαλάμοφ δεν διάβασε, που δεν είδε καν ένα βιβλίο, οποιοδήποτε, μια εφημερίδα, ένα κείμενο (στις πιο δύσκολες φάσεις, αυτές της δουλειάς στα χρυσωρυχεία):
«Τα βιβλία της φυλακής Μπουτύρκα, για πολλούς από μας, ήταν τα τελευταία βιβλία που διαβάσαμε στη ζωή μας. Ακολούθησε το χρυσωρυχείο, το “χρυσάφι”, τέσσερα φοβερά χρόνια, όταν οι άνθρωποι βεβαιώνονταν κάθε ώρα, κάθε μέρα, πόσο ευάλωτο είναι το σαρκίο του πολιτισμού. […] Τα βιβλία τα είχαμε ξεχάσει. Δεν υπήρχε θέση για βιβλία στη σκέψη μας, στο λεξιλόγιό μας των είκοσι λέξεων: “σήκω”, “δουλειά”, “φαΐ”, “κασμάς”, “φτυάρι”, “συνοδεία”, “διανομέας”, “φύλακας” κ.λπ. Η λέξη «βιβλίο» μάς φαινόταν άγνωστη, ίσως και να μην υπήρξε ποτέ […]».
* * *
Χαμένος χρόνος ή χρόνος κλεμμένος από το διάβασμα. Στην περίπτωση του Σαλάμοφ, το σταλινικό καθεστώς τού έκλεψε χρόνο από την αγαπημένη του ασχολία: την ανάγνωση. Ακολουθεί και μια περίπτωση όπου η ανάγνωση έκλεψε χρόνο από μια ερωτευμένη γυναίκα – κι εκείνη, φυσικά, δεν τη συγχώρεσε, παρά την εκδικήθηκε με τον μόνο τρόπο που μπορούσε (αντικειμενικά). O Lucien X. Polastron, στο «Books on Fire: The Destruction of Libraries throughout History», αφηγείται την ιστορία της βιβλιοθήκης του πρίγκιπα Mahmud al-Dawlah ibn Fatikh του Καΐρου, που ήταν στην εποχή της η σημαντικότερη από τις τέσσερις μεγάλες βιβλιοθήκες της Ανατολής:
«Ο πρίγκιπας αγαπούσε το διάβασμα και το γράψιμο περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο. Κάθε βράδυ παραδιδόταν σε αυτό το πάθος του, αμέσως μόλις ξεπέζευε από το άλογό του. Ηταν εξαιρετικός ποιητής. Οταν πέθανε ξαφνικά, η γυναίκα του –πριγκίπισσα και η ίδια της βασιλικής οικογένειας– διέταξε να μαζέψουν όλα τα βιβλία του Μαχμούντ στην εσωτερική αυλή του παλατιού του. Εψαλε η ίδια την εξόδιο ακολουθία, ενώ πετούσε στο σιντριβάνι ένα ένα τα βιβλία που της είχαν στερήσει την αγάπη του άντρα της».

* Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός. Το παρόν κείμενο γράφηκε με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ανάγνωσης και με σημείο εκκίνησης το βιβλίο του Βαρλάμ Σαλάμοφ «Οι βιβλιοθήκες μου» (μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Αγρα 2014). Τέλος, η Κική Παναγιωτίδου αφηγήθηκε τη συζήτησή της με τον Δημήτρη Μαρωνίτη στο προφίλ της στο Facebook.

Πηγή:  http://www.kathimerini.gr/905970/article/politismos/vivlio/o-xamenos-xronos-ths-anagnwshs-kai-ta-parado3a

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Λίγες και μία νύχτες, το νέο βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού!



Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού Λίγες και μία νύχτες, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. 

 Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης

Ο γέρος στο βαγόνι
 Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909,
ευρωπαϊκή ώρα 22.45´

Θηρίο μ’ ένα κίτρινο μάτι μες στη νύχτα. Είναι σιδερένιο, είναι τρένο, είναι βρόμικο απ’ τον καπνό και νεφελώδες απ’ τους υδρατμούς που βγάζουν τα ίδια του τα σπλάχνα. Έφυγε απ’ τον σταθμό του Σιρκετζί [1] στην Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει εδώ και είκοσι ώρες. Μέχρι στιγμής πρόλαβε ο δρόμος να του νυχτώσει δυο φορές και μια να ξημερώσει. Είναι ένα τρένο στοιχειωμένο, που κουβαλάει λίγους επιβάτες κι έναν αιμοσταγή βασιλιά.
Στο πολυτελές βαγόνι ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο τζάμι για ώρες. Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της δεύτερης νύχτας του ταξιδιού κοιτάζοντας έξω σιωπηλός τις ασημένιες σκιές των δέντρων και των χαμηλών σπιτιών. Χάζευε τα είδωλα που έπλαθε το φεγγαρόφωτο και προς στιγμήν τού φάνηκε πως κάπου ανέμιζε μια σημαία με σελήνη – όχι αυτή της δικής του αυτοκρατορίας αλλά της νύχτας, αυτής της επικράτειας που κρατάει για πάντα.
Το τρένο ετοιμάστηκε από την Επαναστατική Επιτροπή μέσα σε λίγες ώρες ειδικά γι’ αυτόν, ένα τρένο έρημο για να τον στείλει μακριά απ’ την Κωνσταντινούπολη, για να τον εξορίσει. Τον μονάρχη συνοδεύουν οι δυο μικροί του γιοι, τρεις απ’ τις γυναίκες του, υπασπιστές, ένα τσούρμο υπηρέτες και η φρουρά που τον επιτηρεί μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν είναι πολύς ο καιρός που ο πατισάχ δεν είναι παντοδύναμος και οι υπήκοοί του θέλουν τον χρόνο τους για να το συνηθίσουν.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σαλονίκης δεν υπάρχουν επίσημοι να τον υποδεχτούν, μόνο μια ντόπια φρουρά κι ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής, ένας Ιταλός στρατηγός, ο Ντε Ρομπιλλάν, που μιλάει σπασμένα τα οθωμανικά.
Ο Ιταλός διοικητής δείχνει στον έκπτωτο μονάρχη να μπει στο αυτοκίνητό του· εκείνος αρνείται. Ο ξεδοντιασμένος από την εξουσία σουλτάνος θέλει άμαξα να τον ταξιδέψει, θέλει ν’ ακούει οπλές στο λιθόστρωτο, τρίλιες από χάμουρα που κουδουνίζουν, θέλει να μυρίζει τις ανάσες των αλόγων που αχνίζουν στην υγρασία της νύχτας.
Φέρνουν μιαν άμαξα που ξεκινάει μέσα από στενούς δρόμους και σκοτεινούς. Οι εντολές του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» είναι σαφείς: η μεταφορά πρέπει να γίνει διακριτικά, αν γίνεται και μυστικά, μακριά από το θορυβώδες Κέντρο και την παραλία όπου όλα τα καφέ σαντάν είναι ακόμη ανοιχτά και οι λάμπες του φωταερίου προδίδουν την κάθε κίνηση. Πάνε δυο μέρες που η Θεσσαλονίκη, σημαιοστολισμένη και φωταγωγημένη, γιορτάζει την εκθρόνιση του σουλτάνου· άλλωστε η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν πάντα εδώ. Η ίδια η αιτία της χαράς της, ο εξόριστος πατισάχ, έρχεται ίσια μες στον κόρφο της, αλλά είναι ακόμη νύχτα και η πόλη δεν το ξέρει.
Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ κάθε τόσο τραντάζεται στη θέση του στην άμαξα καθώς τα στενά τής Άνω Πόλης είναι γεμάτα λακκούβες. Η μεγάλη μύτη του τρέχει από την υγρασία, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα μαντίλι και με το άλλο γαντζώνεται γερά απ’ τη χειρολαβή, γιατί οι στροφές και οι τρύπες στα καλντερίμια δεν έχουν τέλος.
Κατηφορίζουν απ’ τα ανατολικά τείχη ενώ αριστερά διακρίνονται τα φώτα του Δημοτικού Νοσοκομείου Χαμιδιέ, που έχει τ’ όνομά του. Η «Σκιά του Θεού επί της Γης» φρόντιζε τους υπηκόους του για τριάντα-τόσα χρόνια. Αυτοί, συλλογίζεται θλιμμένος, τον αντάμειψαν με απαγωγή και φυλάκιση σ’ ένα άδειο τρένο.
Η ψυχή του πατισάχ και τα λαγόνια του κάπως γαληνεύουν όταν τσουλάνε στους κυβόλιθους της Λεωφόρου Χαμιδιέ, που έχει κι αυτή τ’ όνομά του. Κάπως ηρεμεί μιας κι από κει βλέπει τη θάλασσα – ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη που γυαλίζει απ’ τη φωταύγεια της σελήνης. Κάτω απ’ το μαρμάρινο σιντριβάνι στην αρχή της λεωφόρου ο αλμυρός αέρας του Κόλπου είναι μυρμήγκιασμα στα γένια του. Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ’ άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που ’ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ’ τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά.
Η άμαξα έστριψε αριστερά για την επόμενη λεωφόρο. Ο μονάρχης άφησε απ’ τα μάτια του τη θάλασσα και το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε στη μονοτονία των γραμμών του τραμ. Μέσα απ’ αυτές τις ράγες γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω και θυμάται που είχε επισκεφτεί αυτήν την πόλη νεαρός πρίγκιπας. Τώρα αναρωτιέται πού τον οδηγούν αυτές οι σιδερένιες γραμμές – ίσως σε κάποιο μνήμα που χάσκει ανοιχτό και τον περιμένει.
Σε αυστηρή στοίχιση προπορεύονται έφιπποι αστυνομικοί που καλπάζουν σε ζευγάρια. Έχουν μαρμάρινους λαιμούς και κοιτάζουν μόνο μπροστά. Πίσω από την άμαξά του ακολουθεί ένα μικρό καραβάνι, που σέρνει τα υπολείμματα του κόσμου του από το ανάκτορο του Γιλδίζ, που το άφησε για πάντα.
Αυτή η λεωφόρος που τώρα διασχίζουν φαίνεται εντυπωσιακή: πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά, δεντροστοιχίες, φωτισμός, μεγαλοπρεπείς επαύλεις με πύργους και θαλερούς κήπους που ξεχωρίζουν πίσω από ψηλά κάγκελα. Ο σουλτάνος δεν πολυκοιτάζει, ενώ κάπου κάπου τα μάτια του κλείνουν – είναι γέρος πια. Χαϊδεύει μόνο την αριστερή παλάμη με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού· φαίνεται κάτι να αναζητεί ψαύοντας τις γραμμές του χεριού του. Αν η μοίρα του είναι ανάγλυφη πάνω στο δέρμα, ο πατισάχ δε θ’ αργήσει ως χειρομάντης να την ανακαλύψει.
 ◊ ◊ ◊
Είχε αρχίσει να φέγγει. Η πόλη σε λίγο θα ξυπνούσε. Ο Λευτέρης, άνιφτος ακόμη, φορτώθηκε το μουσλούκι [2] και πήγε να το γεμίσει στην κοντινή δημόσια κρήνη. Η μάνα κοιμόταν. Ο ύπνος την έπαιρνε συνήθως πριν απ’ τα χαράματα, όταν σταματούσε ο βήχας. Η θάλασσα, που ήταν δυο βήματα κοντά, έστελνε τη μυρωδιά από τα φύκια της ακτής και τη νοτισμένη άμμο, που περίμενε το ανέβασμα του ήλιου για να ξεράνει την πέτσα της.
Πατέρας και γιος θρυμμάτισαν ξερό ψωμί στο ζεστό γάλα κι άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί. Από τη μέσα κάμαρη ακουγόταν βαριά η ανάσα της μάνας. Ο Λευτέρης χτύπαγε επίτηδες το κουτάλι στο εμαγιέ πιάτο, γιατί υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχε ν’ ακούει τον ρόγχο της. Ο πατέρας του έτρωγε ανέκφραστος και δεν τον πολυκοίταζε. Ο γιος του ήταν πια έντεκα χρονών, δεν είχε ανάγκη από κανακέματα.
Βγήκαν απ’ το σπίτι και πήραν τον χωματόδρομο που έβγαζε στη Λεωφόρο των Εξοχών. Στάθηκαν μπροστά στο αγίασμα της Αγίας Σολομονής. Ο πατέρας σταυροκοπήθηκε, κι ύστερα, όπως κάθε πρωί, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Λευτέρης τράβηξε κατά το κέντρο της πόλης, όπου ήταν τα πρακτορεία των εφημερίδων, και ο κυρ-Γιάννης ο Ζεύγος ανατολικά, στους κήπους των επαύλεων, στη βίλα του Αλλατίνι πάνω απ’ τους μύλους, εκεί όπου τέλειωνε η λεωφόρος με τις επαύλεις κι άρχιζε ο δρόμος για τη Γεωργική Σχολή.
Ο Λευτέρης κοντοστάθηκε για να χαζέψει το τραμ που περνούσε. Ήταν γεμάτο κουστουμαρισμένους άντρες με κρεμ καπέλα και κολλαρισμένους γιακάδες. Οι πιο πολλοί δούλευαν στον φραγκομαχαλά και στο Λιμάνι, στις τράπεζες και στα ναυτιλιακά γραφεία. Μια φορά είχε πάρει κι αυτός το τραμ για να πάει κάτω στο πρακτορείο να φορτωθεί εφημερίδες. Ήταν γιατί την προηγουμένη είχε χωθεί ένα καρφί στην πατούσα του κι έσερνε το πόδι σβαρνώντας το χώμα απ’ όπου περνούσε. «Μια φορά» λέγοντας εννοούμε με εισιτήριο, γιατί πολλές φορές αθέατος απ’ τον καθρέφτη του οδηγού είχε πηδήξει κι είχε σκαλώσει στην ουρά του βαγονιού. Το έκανε συνήθως μεσημέρια στη ζέστη και στο μεγάλο στρίμωγμα ζητώντας απ’ τους επιβάτες συνένοχη σιωπή. Έβαζε το δάχτυλο μπροστά στα χείλη και παρακαλούσε με το βλέμμα ασπροντυμένες καμαριέρες και γκουβερνάντες, οι οποίες κατέβαιναν κάπου στις επαύλεις του Αθ. Σωσσίδη, του Χρ. Γεωργιάδη, των Χατζημήσεφ, του Λεβή Μοδιάνο, των Άμποτ, του Περ. Χατζηλαζάρου…
Τάχυνε το βήμα γιατί ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Πέρασε έξω απ’ το ζυθοπωλείο Μικρός Κήπος όπου είδε έναν σερβιτόρο να σκουπίζει την αυλή.
«Άργησες, Λευτεράκη, μεσημέριασε!» του φώναξε.
Άνοιξε κι άλλο το βήμα και βούτηξε ως τον αστράγαλο στο νερό που κατέβαζε ο χείμαρρος παραδίπλα. Στο καφενείο του Λευκού Πύργου είχαν κιόλας καθίσει οι πρώτοι πελάτες και ρουφούσαν τον πρωινό τους καφέ. Κατάλαβε πως η ώρα είχε περάσει για τα καλά κι άρχισε να τρέχει. Βγήκε στη Λεωφόρο Χαμιδιέ και πέρασε σφεντόνα μπροστά απ’ το καφενείο Ο Παρθενών. Έκοψε τον δρόμο στη μέση κι έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο αποφεύγοντας κάτι αλογίσιες κοπριές που άχνιζαν. Χώθηκε στα στενά της παλιάς πόλης, εκεί όπου έβλεπαν τον ήλιο μόνο το καταμεσήμερο.
[1] Sirkeci: σιδηροδρομικός σταθμός στο ευρωπαϊκό τμήμα της Κωνσταντινούπολης χτισμένος σε ρυθμό art nouveau· άνοιξε το 1890.
[2] Μουσλούκι: μεταλλικό βρυσάκι.

 Πηγή:
https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/elliniki-logotexnia/loges-kai-mia-nyxtes-zourgos-patakis-2017

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Σύγχρονοι Αμερικανοί Συγγραφείς του 20ου αιώνα #4



Πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017 η πρώτη συνάντηση για το νέο έτος των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας. Και επειδή ακριβώς ήταν η πρώτη συνάντηση, κόψαμε και την Βασιλόπιτα της Λέσχης για να «μπει» η χρονιά με το καλό! Το φλουρί έπεσε στο κομμάτι του Χριστού και μετά από κλήρωση που έγινε μεταξύ των μελών, η νικήτρια του Καταλόγου της Έκθεσης του Tim Vyner που ήταν το δώρο για τον νικητή, ήταν η Αλεξάνδρα Μωραΐτου. 
Ακολούθως, ξεκίνησε η συζήτηση για το έργο του Κόρμαν ΜακΚάρθυ με τίτλο "Ματωμένος Μεσημβρινός, το οποίο φάνηκε ότι παίδεψε το φιλαναγνωστικό κοινό. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, μεταφερθήκαμε στην Αγρια Δύση, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα στις νοτιοδυτικές συνοριακές (με το Μεξικό) περιοχές των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1841-1890. Μια δύσκολη περίοδος της Αμερικανικής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας τα μόνα και κυρίαρχα αφεντικά της περιοχής ήταν ο πόλεμος και ο θάνατος. Οι σκληρές σκηνές, η έλλειψη συγκεκριμένης δομής και ισορροπίας, το αιματοβαμμένο σκηνικό, δημιούργησαν στα περισσότερα μέλη μια αρνητική διάθεση για το έργο του Αμερικανού συγγραφέα, το οποίο θεωρείται από πολλούς κριτικούς, ως το κορυφαίο του έργο. 
 Ωστόσο καθώς η συζήτηση προχωρούσε και μετά την ανάλυση των δύο ηρώων του έργου, του δεκατετράχρονου έφηβου που ενηλικιώνεται απότομα μέσα στις δύσκολες συνθήκες της εφιαλτικής παρέας που συναναστρέφεται καθώς και του μεφιστοφελικού δικαστή Χόλντεν , ενός περίεργου και άκρως αντισυμβατικού τύπου, τα μέλη τελικά συμφώνησαν ότι πρόκειται για ένα αξιόλογο βιβλίου παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες και το περίεργο θέμα του.  
 
Ο επόμενος Αμερικανός συγγραφέας που έχει σειρά στην λίστα μας, είναι ο Philip Roth και από την πλούσιο εργογραφία του, επιλέξαμε το έργο του «Αγανάκτηση».
Η επόμενη συνάντηση ορίστηκε για την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017, στις 19:00 το απόγευμα στη βιβλιοθήκη της Αγιορειτικής Εστίας.



Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και το βιβλίο.

Philip Roth
Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Bucknell και του Σικάγο. Διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Νέας Υόρκης (Hunter College) και της Πενσυλβανίας. Διηύθυνε τη σειρά "Συγγραφείς της άλλης Ευρώπης" στις εκδόσεις Penguin και γνώρισε στο αμερικανικό κοινό συγγραφείς όπως ο Bruno Schulz και ο Μίλαν Κούντερα. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα έργα του "Το σύνδρομο Πόρτνοϊ", "Το βυζί", "Απάτη", "Πατρική κληρονομιά", "Το θέατρο του Σάμπαθ", "Αντίο Κολόμπους", "Η ζωή μου ως άντρα", "Αμερικανικό ειδύλλιο", "Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή", "Επιχείριση Σάυλωκ", "Ζούκερμαν δεσμώτης", "Αντιζωή", "Κι ό,τι θέλει ας γίνει", "Το ζώο που ξεψυχά", "Το ανθρώπινο στίγμα", "Ο καθηγητής του πόθου", "Καθένας", "Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής", "Φεύγει το φάντασμα", "Αγανάκτηση", "H ταπείνωση", "Νέμεσις". Ο Φίλιπ Ροθ έχει τιμηθεί με τα βραβεία National Book Award, δύο φορές ("Αντίο, Κολόμπους", 1960, "Το θέατρο του Σάμπαθ", 1995), Pulitzer ("Αμερικανικό ειδύλλιο", 1997), PEN/Faulkner, τρεις φορές ("Επιχείρηση Σάυλωκ", 1994, "Το ανθρώπινο στίγμα", 2001, "Καθένας", 2007), National Book Critics Circle Award, δύο φορές ("Αντιζωή", 1986, "Πατρική κληρονομιά", 1991), WH Smith Literary Award ("Το ανθρώπινο στίγμα", 2001), Prix du Meilleur Livre Etranger ("Αμερικανικό ειδύλλιο", 2000), Prix Medicis Etranger ("Το ανθρώπινο στίγμα", 2002), James Fenimore Cooper Prize for Best Historical Fiction ("Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής", 2005), με το National Medal of Arts (1998) και με το Gold Medal in Fiction της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων (2001). Έχει λάβει δύο από τα πιο έγκυρα βραβεία PEN: το 2006 το βραβείο PEN/Nabokov για το σύνολο του έργου του και το 2007 το βραβείο PEN/Saul Bellow for Achievement in American Fiction. Το 2011 τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Man Booker International για το σύνολο του έργου του. Ο Ροθ είναι ο μόνος εν ζωή αμερικανός συγγραφέας που τα "Άπαντά" του εκδίδονται σε πλήρη και οριστική έκδοση από τη Library of America.


Αγανάκτηση, Φίλιπ Ροθ
μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Πόλις, 2009

Αμερική, 1951. Δεύτερος χρόνος του πολέμου της Κορέας. Ο Μάρκους Μέσνερ, μελετηρός, νομοταγής και παθιασμένος νεαρός από το Νιούαρκ του Νιου Τζέρζι, είναι δευτεροετής φοιτητής στο συντηρητικό, θρησκευτικών καταβολών πανεπιστήμιο του Γουάινσμπεργκ, στο Οχάιο. Γιατί δεν βρίσκεται στο τοπικό πανεπιστήμιο του Νιούαρκ όπου είχε αρχικά εγγραφεί; Αιτία είναι ο πατέρας του, ρωμαλέος χασάπης της γειτονιάς, αφοσιωμένος στη σκληρή δουλειά, που δείχνει να μην μπορεί να ελέγξει τον φόβο και την ανησυχία του για τους κινδύνους που πιστεύει ότι απειλούν τον αγαπημένο του γιο: τους κινδύνους της ενήλικης ζωής και του κόσμου, που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά.
Όπως εξηγεί στον Μάρκους η μητέρα του, θύμα και η ίδια αυτής της παράλογης συμπεριφοράς, οι φόβοι του πατέρα οφείλονται στην αγάπη και την υπερηφάνεια που αισθάνεται γι’ αυτόν. Ίσως να είναι έτσι, αλλά αυτή η κατάσταση κάνει τον Μάρκους να αγανακτεί τόσο που δεν αντέχει πια τη συμβίωση με τους γονείς του.
Εγκαταλείπει το πατρικό του, και, μακριά από το Νιούαρκ, σ’ ένα πανεπιστήμιο των Μεσοδυτικών Πολιτειών, αναζητά τον δρόμο του μέσα στο πλαίσιο που ορίζουν τα ήθη και οι περιορισμοί ενός διαφορετικού αμερικανικού κόσμου.
Η "Αγανάκτηση", το εικοστό ένατο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, αφηγείται την ιστορία ενός νέου ανθρώπου που διαπλάθεται μέσα στις τρομακτικές συγκυρίες και τα παράδοξα εμπόδια που ορθώνει μπροστά του η ζωή. Είναι μια ιστορία για την απειρία και την ανοησία, για την πνευματική αντίσταση, για την αφύπνιση της σεξουαλικότητας, για το θάρρος και την πλάνη, δοσμένη με τον ευρηματικό, ζωντανό και πνευματώδη τρόπο του Ροθ.
Ο συγγραφέας εγκαταλείπει τα θέματα που στοίχειωναν τα προηγούμενα έργα του, τα γηρατειά και την πείρα της ζωής και στρέφεται με δύναμη στη διερεύνηση του τρόπου που επιδρά η αμερικανική ιστορία στη ζωή των ευάλωτων ανθρώπων.