Ο Θεσσαλονικιός φιλόλογος,
συγγραφέας, τραγουδοποιός, τραγουδιστής και ό, τι άλλο μπορεί κανείς να του
αποδώσει στο χώρο της λογοτεχνίας, της μουσικής και της καταγραφής του λαϊκού
μας πολιτισμού αλλά και άλλων γειτονικών μας λαών, επιστρέφει με μια πρωτότυπη
έκδοση. Συνέλεξε, αποθησαύρισε, και σχολίασε ποιητές, συγγραφείς και
στιχουργούς που τον επηρέασαν στην πολύχρονη σχέση του με τη λογοτεχνία και το
τραγούδι. Παρακάτω εξηγεί την οπτική με την οποία τους αξιολόγησε ώστε να
καταλήξει στους 88 πιο αγαπημένους του δημιουργούς.
Πώς πήρες την απόφαση γι αυτήν την ανθολόγηση;
Η απόφαση ήταν του εκδότη
Παπαγεωργίου στην οποία τσίμπησα γιατί πάντα με ενδιέφερε να ψάχνω τις αναφορές
μου. Ήταν μια πρόκληση για μένα, μια καταβύθιση στην προσωπική μου μυθολογία σε
σχέση με τη λογοτεχνία, τις επιδράσεις, τις γνωριμίες με πρόσωπα. Είχα πάντα
στο νου μου τη διαπίστωση ότι αυτήν τη μυθολογία την ενώνει μια θλιβερή νοερή
αλυσίδα από τον Μακρυγιάννη μέχρι τον Γκάτσο. Θλιβερή ως προς το βαθύτερο όραμα
της ρωμιοσύνης, γιατί η αυτοδιάθεση του ελληνισμού δεν βρήκε ακόμα σάρκα και
οστά, και όσο και αν ακούγεται μεμψίμοιρο και ξεπερασμένο, η ιστορική αδικία
του γένους δεν αποκαταστάθηκε ακόμα. Αυτό ανάμεσα στους πνευματικούς μας ταγούς
έχει πολλούς εκφραστές. Είχε λοιπόν πάρα πολύ ενδιαφέρον, ένας άνθρωπος που
έχει ασχοληθεί με τα γράμματα και έχει έργο, να ομολογήσει, να σκαλίσει - αν
και δεν θέλει πολύ ψάχνοντας την αλήθεια.
Κάποιους σε βοήθησε η τύχη να τους
γνωρίσεις προσωπικά, άλλους μέσα από το έργο, άλλους μέσα από το έργο και τη
ζωή, άλλοι σε άγγιξαν αλλά δεν έτυχε να τους γνωρίσεις.
Πάντως διατρέχοντας το βιβλίο σου και τα σχόλια σου,
δίνεις την εντύπωση ότι αυτό που σε καίει δεν είναι η ιστορική διάσταση του
καθένα, αλλά η υπαρξιακή τους αγωνία και βέβαια ένας λυρισμός που εσύ τον
ταυτίζεις με την κοινωνικής τους κριτική.
Βέβαια! Η κοινωνική διάσταση των
πραγμάτων που όμως σε κάποιους δεν είναι τόσο ευδιάκριτη, όπως στον Νίκο Αλέξη
Ασλάνογλου στον οποίο φαίνεται περισσότερο το υπαρξιακολυρικό του στοιχείο που
τον απασχολεί. Αντιθέτως, τον Σεφέρη και τον Ελύτη τους απασχολεί η μοίρα του
γένους, και πάνω σ' αυτό τον άξονα βασίζεται το έργο τους.
Αναφερόμαστε σε τρεις λογοτέχνες οι
οποίοι ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά και ταξικά στρώματα σε σχέση το μέσο
δημιουργό της εποχής τους.
Ναι, αλλά υπάρχει η συναισθησία. Κάτι
που μπορεί να κάνει κάποιον να αποδώσει σε ανώτερο ύφος και ακρίβεια την
κοινωνική κατάσταση. Δεν είναι ανάγκη να πενθώ καθημερινά αλλά να μπορώ άνετα
να μπω στη θέση του πενθούντος. Να έχω τη συνείδηση, τη συναίσθηση και τον πόνο
των ανθρώπων και των πραγμάτων που λέει και ο Καρυωτάκης. Χωρίς να πενθώ ο
ίδιος αλλά προσλαμβάνοντας το κοινό πένθος. Κι ο Σαχτούρης δεν δούλεψε ποτέ
αλλά ο πόνος του εκφράζεται. Ο κοινωνικός πόνος δηλαδή, μέσα από ένα
υπερρεαλιστικό τρόπο. Ο εμφύλιος με τις παραφυάδες του το καθορίζει όσο τίποτα
άλλο, άσχετα το πώς το δίνει ο άνθρωπος. Ο σπαραγμός που οδήγησε σε τραγικές
καταστάσεις στην εποχή του, τον πυρώνει συνεχώς και εκ των πραγμάτων δίνει
ποιήματα προς αυτήν την κατεύθυνση με έναν άλλο τρόπο διαφορετικό από τους
κλασσικούς αριστερούς.
Έτσι ανθολογείς προσωπικότητες συχνά
αντικρουόμενες μεταξύ τους, τόσο αισθητικά όσο και κοινωνικά. Αυτό έχει
ενδιαφέρον αλλά γεννά το ερώτημα των αντιθετικών και αντιφατικών επιρροών σου.
Σημασία έχει η πρόσληψη του ανθολόγου
– συγγραφέα. Δεν είναι ανάγκη να είναι σε μία γραμμή. Είναι όντως αρκετά
διαφορετικοί αλλά έτσι είμαι κι εγώ, ένα πλάσμα που το καίνε πολλές ηλιαχτίδες.
Δεν είμαι μονοδιάστατος. Ο υπερρεαλισμός τον οποίο μελέτησα και με άγγιξε με
σφράγισε όσο και η δημώδης ποίηση. Αυτό δεν συμβαίνει σε πολλούς. Επίσης πολλές
προσωπικότητες έλαμπαν όταν ήμουν νέος και πρόλαβα και τους γνώρισα. Αυτό ήταν
καταλυτικό στην πρόσληψη μου του έργου τους.
Δεν απομυθοποίησες κάποιους από
αυτούς όταν τους γνώρισες από κοντά;
Βέβαια. Μπορούν να συμβούν δύο
πράγματα. Είτε να απομυθοποιήσεις κάποιον τελείως γιατί η γήινη επαφή μπορεί να
σε προσγειώσει ανωμάλως και να φύγει τελείως ο θρύλος που έχεις δημιουργήσει
για το πρόσωπο είτε να υπερμεγεθυνθεί αν η προσέγγιση στον άνθρωπο, το
ταίριαγμα, η αύρα του σε πάει και ταιριάζετε. Αλλά σε μια ανθολογία δεν
κλείνεις ταμείο, βάζεις τους μύθους σου. Πνευματικοί άνθρωποι που αποτελούν
εναύσματα ή παραμέτρους, πλαϊνές ή κύριες της προσωπικής σου μυθολογίας. Υπάρχουν
στις εισαγωγές μου και κάποιες κρίσεις αλλά μέσα από έναν θαυμασμό. Πρόκειται
για αποσταγμένα πράγματα. Παρολ΄αυτά έχω την ευθυκρισία να ξεχωρίσω το έργο από
την προσωπικότητα κάποιου. Προτιμώ βέβαια να υπάρχει σύμπνοια έργου και
ιδιοσυγκρασίας αλλά δε συμβαίνει πάντα. Στο βιβλίο μπορεί ας πούμε ο Ελύτης να
φαίνεται πιο απομυθοποιημένος από τον Χριστιανόπουλο γιατί ο δεύτερος είναι ένα
κομμάτι από τη ζωή μου. Μαζί με τη βαθιά σχέση υπάρχει και η τριβή που σου
δίνει όλη τη πραγματικότητα του άλλου και δεν είναι όλα ρόδινα. Επειδή λοιπόν
υπάρχει και η βιωματική πλευρά με τον Χριστιανόπουλο, εμφανίζεται και η
αρνητική πλευρά, ενώ στον Ελύτη δεν μου αποκαλύφθηκε για να την παραθέσω.
Αλλά μου κάνει εντύπωση που
συνταιριάζεις τον Χριστιανόπουλο με τον Ρίτσο, δύο αντιφατικές περιπτώσεις. Ο
ένας εξομολογητικός και ο άλλος στρατευμένος σε κάτι έξω από τη φύση του έρωτα
του.
Ήταν όντως η ιδεολογία του τέτοια που
τον δέσμευε με το κόμμα. Αλλά στη Σονάτα του σεληνόφως δεν έχει σημασία αν
είναι άντρας ή γυναίκα. Σπαραγμένη μέσα σε μια ερειπώδη κατάσταση ολομόναχη. Η
εξουθένωση του ανθρώπου αν αποδοθεί μέσα στο λογοτεχνικό κόσμο με έναν τρόπο
καίριο, ολοκληρωμένο, εντυπωσιακό και πειστικό, για μένα είναι μια ενδιαφέρουσα
και συμπαθής περίπτωση. Το πώς δεν έχει σχέση. Ασφαλώς οι άνθρωποι που είναι
πιο τσαλαπατημένοι σαν τον Χριστιανόπουλο μου είναι πιο οικείοι.
Ακόμα και περιπτώσεις όπως ο Ταχτσής
και ο Χατζιδάκις είναι δύο αντίθετες προσωπικότητες στις οποίες εσύ βρίσκεις
κοινά με σένα στοιχεία.
Δεν είμαι ο κοινός ανθολόγος που
προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Κάτι από όλους έχω. Σε άλλους βρίσκω κοινά
στις ερωτικές αναζητήσεις, σε άλλους την ποιητική έκφραση, σε άλλους στη λαϊκή
θυμοσοφία, με άλλον μία κοντινή κοινή γραμμή στη πεζογραφία, όπως με τον
Ιωάννου αλλά δεν υπάρχει ταύτιση. Με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο υπάρχει πλήρης
διάσταση. Εγώ είμαι μια εκρηκτική εξωστρεφής προσωπικότητα με πολλαπλές
κοινωνικές ζυμώσεις κι εκείνος με μια προβεβλημένη κοινωνικότητα ως
μοναχικότητα. Εγώ είμαι μέσα στα ρεμπέτικα, το αλκοόλ, τους καπνούς και την
ερωτική κραιπάλη κι εκείνος τα ζει μέσα στο σπίτι.
Είσαι μάλλον ο μοναδικός που δίνεις
ισότιμη αξία στον στιχουργό με τον μεγάλο ποιητή. Δίπλα στον Καβάφη και τον
Παπαδιαμάντη εμφανίζονται ως ισότιμοι η Παπαγιαννοπούλου, ο Βαμβακάρης και ο
Άκης Πάνου και άλλοι.
Όντως μόνο εγώ το κάνω αυτό. Έβαλα
τον Βίρβο δίπλα στον Καβάφη. Αλλά είναι τα πρόσωπα της ανθολογίας μου. Αυτό που
εξηγώ και στον πρόλογο μου, είναι ότι η αρτιότητα της λαϊκής ποίησης αυτών των
ανθρώπων είναι εξέχουσα. Ο Βίρβος είναι ο πιο άρτιος λαϊκός στιχουργός, δηλαδή
λαϊκός ποιητής. Το δημοτικό τραγούδι μας, που έχει αγνοηθεί λόγω του ότι το
εκμεταλλεύτηκε η δικτατορία, ως προς την καλλιτεχνική του αρτιότητα είναι ένα
κομψοτέχνημα.
Δεν το συμπεριέλαβες όμως.
Δεν ήθελα να βάλω ανώνυμους. Ούτε καν
τον Μακρυγιάννη. Ξεκινώ από τα τέλη του 19ου αιώνα, από τον Παπαδιαμάντη.
Δεν θα έλεγες ότι σε μία τόσο
προσωπική ανθολογία υπάρχει περίπτωση να εντάξει κανείς και μετριότερους
λογοτέχνες;
Υπάρχει. Ο Παπανικολάου του
Μεσοπολέμου, ναρκομανής και ομοφυλόφιλος, έγραψε ελάχιστα ποιήματα και εμένα
μου αρέσουν σχεδόν όλα. Ομοιοκατάληκτος στίχος, πολύ μεστός, έχει μία κορύφωση
πόνου που δεν την έχω δει σε πολλούς. Η Πολυδούρη πάει προς αυτόν αλλά πιο
ρομαντική.
Θέλησες να του αποδώσεις μια
αναγνώριση και μια αξία;
Υπάρχουν όλοι στη γραμματεία. Μόνο οι
λαϊκότεροι δεν υπάρχουν. Βάζω τον Σαββόπουλο ως ποιητή αλλά και τον Παπάζογλου
που έγραψε λιγότερο, μπαίνει η προσωπικότητα και το βίωμα. Ο Ρασούλης βέβαια
είναι στιχουργός – ποιητής. Αλλά γεννήθηκα με το τραγούδι κι ας θεωρείται από
κάποιους παρακατιανό ως στίχος. Κι ενώ το συμπυκνωμένο νόημα του στίχου ενός
Τσιτσάνη ενός Βαμβακάρη μπορεί να μιλήσει πιο ουσιαστικά από τους περισσότερους
δεν θεωρείται υψηλή ποίηση.
Όλες αυτές οι επιλογές απαρτίζουν
εντέλει μια σου αυτοβιογραφία...
Είναι! Ήμουν εξομολογητικός και
αυτοαναφορικός, αλλιώς θα γινόταν μία ξερή ανθολόγηση με ελάχιστα λόγια για τον
καθένα. Εδώ υπερτερεί η πρόζα με αρκετή ανεκδοτολογία. Αν είχα γνωρίσει τον
Ταχτσή θα ήταν αλλιώς. Με τον Χατζιδάκι έφαγα μία φορά και αυτό επέδρασε από
τον να μην τον είχα γνωρίσει.
Βάζεις και συνομήλικους σου.
Μόνο τον Σκαπαρδώνη και έχει να κάνει
ακριβώς με το ότι είναι συνομήλικος και καλός πεζογράφος. Μετά βάζω κάποιες
γυναίκες που είναι μεγαλύτερες μου και τον Δημητριάδη, προσωπικό φίλο του
οποίου η προσωπικότητα με έχει επηρεάσει όχι λόγω φιλίας. Αν και επέλεξα να
βάλω επιστολές του από την περίοδο της θητείας μου που είναι μια άλλη
λογοτεχνία του.
Με τον Χριστιανόπουλο που σε συνδέει
μια φιλία ετών και μία πνευματική ρήξη σχεδόν πατέρα – γιού, κι αυτό
διαφαίνεται στην εισαγωγή σου γι' αυτόν. Πώς το εξέλαβε ο ίδιος;
Δεν είπε λέξη και μάλιστα με
ευχαρίστησε που τον βάζω πρώτο. Λέω κάποιες αλήθειες κι αυτό έχει σημασία. Ο
Ελευθερίου επίσης με πήρε και με ευχαρίστησε αν και αναδεικνύω μόνο τη
στιχουργία του η οποία έχει μεγάλη ποιητικότητα και όχι την καθαυτό ποίηση του
και την πεζογραφία του. Αλλά έριξα κάποιους. Δεν έχω τον Στρατή Δούκα, όπως
κάποιους που δεν συνδέθηκα μαζί τους παρά ελάχιστα. Οι επιλογές αυτές είναι
συνδυασμός βιωματικής επίδρασης, εκτίμησης του έργου, και λίγο σύμπτωσης. Ποιους
έτυχε και ποια εποχή να διαβάσεις. Αν τους γνώρισες μπορεί η συνολική
προσωπικότητα να επέδρασε ακόμα και αν το έργο δεν είναι τόσο μεγάλο. Είναι μια
ανθολογία με χαρακτήρα προσωπικό.
Ετοιμάζεις κι ένα βιβλίο με διηγήματά
όπου επίσης εμφανίζονται πρόσωπα σημαντικά με τα οποία συνδέθηκες.
Ναι, πρόκειται για μια συλλογή
αφηγημάτων μου με τον τίτλο «Τι πάθος ατέλειωτο». Είκοσι πέντα αφηγήματα -
σπαράγματα της ζωής μου, ανάμεσα στα οποία και πορτρέτα ανθρώπων του τραγουδιού
που λάτρεψα και συνδέθηκα με τους ίδιους και το έργο τους : Βαμβακάρης,
Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Ρασούλης, Παπάζογλου και Φλέρυ Νταντωνάκη, ένα για τη
Νένα Μεντή και ένα για την Ζυράννα. Τα υπόλοιπα διαδραματίζονται σε
διαφορετικούς χρόνους στην Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη και στη Μυτιλήνη. Θα
κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ τον Νοέμβριο.
Από τον Πρόλογο του βιβλίου
Η φοιτητική μου ζωή σε μια
Θεσσαλονίκη μαγκωμένη προς το τέλος της χούντας μα ανθοβολούσα τα πρώτα χρόνια
της μεταπολίτευσης ήταν άλλο ένα τρανό δώρο της μοίρας μου. Την θέρισα εκείνη
την εποχή την πόλη, την ξεζούμισα. Μετά το’ 90 γύρισε η Σαλόνικα δεκαετίες
πίσω, σ’ ένα σύγχρονο Μεσαίωνα, ας όψονται οι πλείστοι των συμπολιτών μου, οι
ψηφοφόροι και χειροκροτητές του Ανθιμοψωμιαδιστάν.
Το μεγαλύτερο ακόμη μπερεκέτι μού το
τράταρε η διαμονή μου στην Κωνσταντινούπολη από το ’87 ως το ’95, θαρρώ πως και
δέκα ζωές να μου δίνονταν δε θα έφταναν να εξαντλήσω το αποθησαύρισμα της Πόλης
μου σε μετουσιωμένη δημιουργία.
Τα χρόνια του στρατού στη
Λέσβο(’77-’79) ήταν βαριά. Δεν κυνηγούσαν πλέον φανερά το φρόνημα, ο Καραμανλής
της Ευρωπαϊκης Ένωσης άρχισε ν’ αλλάζει κάπως μυαλά, αλλά το τι τραβήξαμε.
εμείς το ξέρουμε. Στη μοναδική άδεια που μου έδωσαν, με τους σεισμούς της
Θεσσαλονίκης, -και ενώ συνομήλικοί μου, μέχρι χτες δογματικές αριστεράντζες,
απόφοιτοι άλλων πανεπιστημιακών σχολών, έκαναν τα ντοκτορά τους στα
Λονδινοπάρισα, «έστηναν» με ειδικούς νόμους τις ευεργετικές διατάξεις ως προς
τον χρόνο θητείας των διδακτόρων και μαγείρευαν την αναρρίχησή τους σε ποικίλα,
μέχρι και υπουργικά, εξουσιαστικά πόστα, είδα αρκετούς νεότερούς μου βολεμένους
σε θέσεις βοηθών στις πανεπιστημιακές έδρες της Σχολής μας. Μου αρνήθηκαν τότε
να γραφτώ στο Μεταπτυχιακό. Πικράθηκα πολύ. Αργότερα ετοίμασα το διδακτορικό
μου, που όμως δεν το υπέβαλα. Λάθος; Είχα απηυδήσει απ’ τα ακαδημαϊκά καμώματα
κι είχα αποφασίσει να μην το πάρω. Εξ άλλου «δεν έχεις μάτια για γραφείο» είχε
μαντέψει νωρίς η αείμνηστη δασκάλα μας, σπουδαία ανθρωπολόγος Άλκη
Κυριακίδου-Νέστορος.
Πάντως το διδακτορικό μου, «Οι
Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» τυπώθηκε σε ωραίο βιβλίο από την «Άγρα» και έκανε
θραύση. Είναι έργο ζωής που η ετοιμασία του κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Έχω ίσως
την πιο πλήρη συλλογή υλικού για τους Ζεϊμπέκους στον κόσμο· και στους Τούρκους
συλλέκτες περιζήτητη. Και την καλύτερη γύρω απ’ τον λατρεμένο μου καλλιτέχνη
Γιλμάζ Γκιουνέι που έχω δημοσιεύσει τη μισή ζωή του –μέχρι να γίνει ο περίφημος
σκηνοθέτης που ξέρουμε- στο περιοδικό «Εντευκτήριο» του ακάματου εργάτη του
πολιτισμού, φίλου μου Γιώργου Κορδομενίδη, -και του ’χω γράψει του «άσχημου
βασιλιά»(αυτό ήταν το παρατσούκλι του Γκιουνέι) κι ένα τραγούδι αποχαιρετισμού.
Τραγουδώντας το μερακλίδικα, «Γκιουλέ γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι», ένα βράδυ του’
90 στο ωραιότερο κούρδικο επαναστατικό μουσικό στέκι της Πόλης, το «Μουνζούρ»,
αποθεώθηκα. Έγινα με τον καιρό κάτι σα μασκότ του μαγαζιού και μ’ έστησαν αποτυπωμένο
σε πέτρα, -τιμή μεγάλη- ανάμεσα στον Ναζίμ Χικμέτ και τον Γιασάρ Κεμάλ σ’ ένα
ντουβάρι του.
Ήμουν τυχερός που διορίστηκα στο
δημόσιο ως καθηγητής φιλόλογος το ’82, και μάλιστα στο νομό Θεσσαλονίκης. Δούλεψα
σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια. Στους μαθητές μου έδωσα τον ανθό. Δεν ήμουν ο
κλασικός τύπος καθηγητή, εκόμισα «καινά δαιμόνια». Πάντως πέρασα καλά με τα
παιδιά. Κι εκείνα μαζί μου ακόμη καλύτερα. Βγήκα στη σύνταξη το 2010
υπηρετώντας τα τελευταία χρόνια στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Δε μπήκα
ποτέ σε σχολείο του κεντρικού άστεως, έστω και στο τέλος της εκπαιδευτικής μου
θητείας, -οι άλλοι είχαν πιάσει τα πόστα είκοσι χρόνια πριν, δεξιοί κι
αριστεροί (για κεντρώους δε συζητώ, δεν υπάρχει για μένα κέντρο, το κέντρο
είναι μια μουτσούνα της δεξιάς), -δεν είχα, φαίνεται, τα προσόντα.
Ώρες ώρες νιώθω σαν μια αποθήκη από
μελωδίες και στίχους. Με την απόλυσή μου απ’ τον στρατό, -ύστερα από έναν έρωτα
ανεπίδοτο που με μάρανε-, γύρω στο’ 80, άρχισα παίζοντας λίγο μπαγλαμά και με
τη βοήθεια μαθητών μου λαϊκών μουσικών να σκαρώνω τα τραγούδια μου. Απ’ αυτό
τον σεβντά γεννήθηκαν πολλές λαϊκές ή λαϊκότροπες μελωδίες, σε ύφος ανάμεσα στο
ρεμπέτικο και στο Καζαντζιδικό του’ 60, και λίγα τραγούδια γραμμένα στα
τούρκικα. Βγήκανε τρεις ολοκληρωμένες μουσικές εργασίες, αρκετές συμμετοχές σε
δίσκους άλλων και πάρα πολλές συνεργασίες σε πάλκα. Οι κυριότερες συνεργάτιδές
μου είναι η Βούλα Σαββίδη, η Μαρία Φωτίου, η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς, όλες
καταπληκτικές, και η αισθαντικότατη Λιζέτα Καλημέρη, πολύτιμη φίλη και ηγερία
μου. Πολλοί μουσικοί οι συνεργάτες μου, όπως ο Λάρυ ο μπουζουξής και ο μόνιμος
κιθαρίστας μου Σταύρος Κρομμύδας, παιδιά τζιμάνια. Και πολλές, σποραδικές αλλά
επεισοδιακές πάντοτε εμφανίσεις. Ποτέ δεν πήγα για καριέρα και σπάνια να
τραγουδήσω για διαφήμιση το ρεπερτόριό μου. Κατά το κέφι μου οργανώνω μεγάλες
συναυλίες έχοντας μελετήσει πριν τα θέματα-αφιερώματα και επιλέγοντας τον αφρό.
Τα τελευταία χρόνια μοιράζω τη ζωή
μου ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και το χωριό Πλατανίδια του Πηλίου. Η μάνα φύση με αποπλανά,
στοχάζομαι σκάβοντας τη γη, μαγειρεύω τα επόμενα έργα μου μεγαλώνοντας
καρποφόρα. Από το 2009 και κάθε πρώτο Σάββατο του Ιουλίου οργανώνω στο κτήμα
μου βραδιά πανελλήνιας συνάντησης λογοτεχνών και μουσικών αφιερωμένη σε
διαφορετικό κάθε φορά θέμα.
Κάπου-κάπου λόγω υποχρεώσεων
κατεβαίνω στην Αθήνα που την αγαπώ ιδιαίτερα. Σαν χωριατόπαιδο, η Θεσσαλονίκη
μου φαινόταν μεγαλούπολη. Όταν την κέρδισα, την ξεπέρασα. Σαν
Σαλονικιός-δικαιολογημένα ή όχι- κρατώ ένα μικρό σύμπλεγμα μειοδοσίας απέναντι
στην πρωτεύουσα αλλά το σμίξιμό μου με την Πόλη μου ’δωσε ένα αλλιώτικο αέρα,
ας πούμε πιο κοσμοπολίτικο, που με κάνει να την αφήνω πίσω. Δεν είναι
κομπαστικά αυτά, η βιογραφία κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη εκπλήξεις, κι ο κάθε
τόπος που μας σημαδεύει μας αλλάζει χωρίς να το καταλάβουμε. Οι επισκέψεις μου
στην Κωνσταντινούπολη έχουν αραιώσει πολύ, καθώς η επέλαση της παγκοσμιοποίησης
και του μυξοευρωπαϊσμού τα τελευταία χρόνια μου ’χει στερήσει τα στέκια μου και
την έχει κάνει να χάνει σταδιακά την ταυτότητά της-κάτι που έγινε λίγο πριν και
σε μας- και να είναι πια αγνώριστη.
Μου έσβησαν σχεδόν όλες τις ζωντανές
μέχρι πρότινος αναφορές μου στην Πόλη και τη Σαλόνικα. Στην εποχή των γιάπηδων,
οι μποέμηδες χώνονται στη στρούγκα(που θα’ λεγε κι ο φίλος μου Αργύρης Μπακιρτζής).
Δεν ξέρω σε πόσους και σε ποιους
συγγραφείς συμβαίνει, πιστεύω σε λίγους, μα προσωπικά έχω μεγάλη έγνοια να
περάσω στη λογοτεχνία ένα μέρος της ζώσας ιστορίας, εκείνο που αναλογεί στο βίο
μου, έτσι απογράφω ό, τι σημαντικότερο «ανθίστηκα», μπας και μείνει κάτι και
στους επόμενους. Όλα χάνονται στην εποχή μας στο τσακ, «ο χρόνος είναι γρήγορος
ίσκιος πουλιών», λέει ο Ελύτης.
Η εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο
κλονίστηκε σοβαρά έπειτα από σειρά μηνύσεων –για μια φωτογραφία μου με
ανατολίτικο καλπάκι και τσιγάρο στο χέρι που μου χάρισε- («ήρθαν ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου») ένας δικομανής, ηθικά ανερμάτιστος τύπος –πρώτη
φορά στη ζωή μου, εύχομαι και στερνή, πέρασα στην κόλαση των ύβρεων, στην
παραφορά της «αράς».
Η πείρα μου μ’ έχει διδάξει ότι η
παραδοπιστία δεν είναι ίδιον των ελάχιστων. Ξέρω, προφάσεις είναι οι θεοί,
υπεράνω όλων ο Μαμωνάς. Αν όμως καταλήξω ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είναι
αργυρώνητοι, τότε, ας σκαρφαλώσω καλύτερα σε κάνα βράχο, στο πιο ψηλότερο βουνό
που λέει ο Λουκάς Νταράλας. Μήπως να μη μιλάμε για ιδεολογίες πια; Να πιαστώ
απ’ τον Πεντζίκη; (μπα, δεν το θέλω!) : «Και τι ωφελούν οι ιδέες σ’ έναν
διαλυμένο, σαν κομμένο γάλα κόσμο; Καταντούν σκουπίδια!».
Αυτά εν συντομία είχα να πω. Και να
δηλώσω ότι αντικρίζω τη ζωή με ευγνωμοσύνη και τους ανθρώπους, -παρά τα
χουνέρια και τα καζίκια-, θέλω να ελπίζω ως το τέλος, με ματιά σπλαχνική και
πάντοτε διακαώς ερωτική.
Η σειρά αυτών των βιβλίων που ξεκινά
είναι μια έξυπνη ιδέα του φίλου εκδότη Νώντα Παπαγεωργίου μα και μια πρόκληση. Πρόκειται
για μια καταβύθιση στο «είναι», ταυτόχρονα μια απαιτητική συνομιλία με
πνευματικούς ανθρώπους-σταθμούς της ζωής. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ο
συγγραφέας και οι καταβολές του» ή «η λογοτεχνική καταγωγή του συγγραφέα» ή «η
κληρονομιά των προγόνων λογοτεχνών» -κάπως βαρύγδουπο αυτό- ή «η λογοτεχνική
μου οικογένεια».
Ανθολογούνται συνολικά ογδόντα οχτώ
προσωπικότητες. Ξεκινώ την ανθολόγηση απ’ τον Χριστιανόπουλο που υπήρξε στενός
μου δάσκαλος και διατρέχοντας το σώμα της λογοτεχνίας φτάνω μέχρι τον ηλικιακά
νεότερο Σκαμπαρδώνη που είναι συνομήλικός μου, συμμαθητής και συμφοιτητής μου
και παραμένει αναφορά ζωής. Η ανθολόγηση βασίζεται –προς άρσιν παρεξηγήσεων-
στην προσωπική πρόσληψη και επιλογή του ανθολόγου. Ασφαλώς είναι πολύ περισσότερα
τα λογοτεχνικά έργα που μ’ έχουν επηρεάσει και οι πνευματικές προσωπικότητες
που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδιαμορφώσει ένα μέρος του λογοτεχνικού
μου πορτρέτου. Για όσους συγγραφείς (και τίτλους), απόντες ή παρόντες
παραλείπονται, ας μου συγχωρεθεί, κάτι πάντοτε μας ξεφεύγει, είναι απαιτητικό
και λεπτό το εγχείρημα, είναι και το ζήτημα της οικονομίας χώρου. Το να μην
ανθολογώ απ’ τους κλασικούς τον Σικελιανό, τον Άγρα, τον Πρεβελάκη ή τον Δούκα,
και απ’ τους νεότερους τον Μαρκόπουλο, τη Ρούκ, τη Λαϊνά ή τον Βαρβέρη, δε
σημαίνει καθόλου ότι τους βρίσκω παρακατιανούς. Μάλλον είμαι άτυχος που κάποιες
συναντήσεις δεν προέκυψαν, ενώ μπορεί να στάθηκαν σταθμοί για μένα δημιουργοί
που λογαριάζονται στους ελάσσονες και να μη με σημάδεψαν άλλοι που θεωρούνται
«κορυφαίοι». Εξάλλου η γνωριμία μ’ έναν συγγραφέα συχνά είναι σύμπτωμα
επιλεκτικής τύχης, να πέσει το βιβλίο στα χέρια σου, να στο συστήσουν, να το
μυριστείς σα λαγωνικό, να ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία σου, να ’ναι η γραφή
και το περιεχόμενο μέσα στα πράγματα την εποχή που σκάει, να τον ψάξεις εσύ ή,
το πολύ σπάνιο, αν είσαι τυχερός- να σε ανακαλύψει εκείνος.
Πέρα των ανθολογουμένων, -με τον
πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο να μου «ξεφύγουν»- γνώρισα και αγάπησα πολύ το έργο
και άλλων πολλών νεότερων συγγραφέων, μεγαλύτερων ή μικρότερων από μένα, χωρίς
όμως να επηρεαστώ ιδιαίτερα, αφού τα βασικά συστατικά της συγγραφικής μου
προσωπικότητας είχαν στερεωθεί. Ακολούθησαν ο Καστανάκης, ο Γονατάς, ο Κοτζιάς,
ο Καχτίτσης, ο Χειμωνάς, ο Νόλλας, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Παπαδημητρίου, ο
Αλαβέρας, ο Σφυρίδης, ο Γιατρομανωλάκης, ο Ξανθούλης, η Μήτσορα, ο Μόντης, ο
Βρεττάκος, ο Λειβαδίτης, ο Βαλαωρίτης, η Δημουλά, ο Κύρου, η Μαρία
Κέντρου-Αγαθοπούλου, ο Ευαγγέλου, η Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, η Νατάσσα Χατζιδάκι(Μαρίνα),
η Μαστοράκη, η Λαϊνά, ο Χαραλαμπίδης, η Αλαβέρα, ο Τραϊανός, ο Καλοκύρης, ο
Λιοντάκης, ο Μαρκόπουλος, ο Βαρβέρης, ο Ίσαρις, ο Κοντός, ο Υφαντής, ο Χιόνης,
οι κοντινοί μου, που έτσι κι αλλιώς δε χωράνε στην παρούσα ανθολογία, η
Κορομηλά, ο Κάτος, ο Σουρούνης, ο Δαββέτας, ο Δημητρίου, ο Ραπτόπουλος, ο
Κοντολέων, ο Βασιλειάδης, η Δεληγιώργη, η Χουζούρη, ο Μίγγας, ο Γρηγοριάδης, ο
Ακρίβος, ο Μήτσου, ο Ατζακάς, ο Καλούτσας, ο Σερέφας, η Κουγιουμτζή, η
Νικολαίδου, ο Ζαφειρίου, η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, η Μπακονίκα, οι
νεώτεροι Μακριδάκης, Γεννάρης και Οικονόμου και αρκετοί άλλοι. Α, ξέχασα τον
εκπληκτικό «Οργισμένο Βαλκάνιο» του –και εκπληκτικού- σκηνοθέτη Νίκου
Νικολαΐδη.
Τι θέλει η λογοτεχνία για να
προκόψει; Δημιουργική φαντασία μα κυρίως επίμονο χάζι. Φαίνεται πως έχω πολύ
δυνατή μνήμη και κρίση. Μα προπαντός πολύ έντονα ασκημένη παρατηρητικότητα. «Φωτογραφίζω»
όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπου κι αν βρίσκομαι, και «παγιδεύω»,
φυλακίζω μέσα μου όσα μ’ εντυπωσιάζουν. Γίνεται από φυσικού μου, χωρίς
στόχευση, -ίσως να έχει σημασία ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας μου-, πάντως όλη
αυτή η σοδειά πρέπει να είναι γερή παρακαταθήκη για την δημιουργία. Τι άλλο
θέλει η τέχνη για να προκόψει; Και ταλέντο βέβαια. Αλλά και δουλειά πολλή,
οργανωμένη, συστηματική, όπως και πείσμα. «Με το πείσμα επικυρώνουμε το ταλέντο
μας», λέει ο Σταντάλ», θέλει γινάτι συνειδητό. Κι ένα τελευταίο : θέλει να
ζεις! Στα τολμηρά και στα γεμάτα! Χωρίς ισχυρά βιώματα δεν πας πουθενά. Οι
δυνατές εμπειρίες είναι προίκα ανεκτίμητη για τα δημιουργό. Άμα φαντασιώνεσαι
το βίωμα, βγαίνεις ψεύτικος, εκτός αν είσαι μάγος στην απάτη.
Οι καλύτεροι δάσκαλοί μου μέχρι τα
πρώτα νιάτα ήταν «αμόρφωτοι», -τι αμόρφωτοι, κάποιοι ήταν αναλφάβητοι- όμως
άξιζαν ο καθένας δέκα πανεπιστήμια-, η γιαγιά μου η Ελπινίκη, μερικοί ψαράδες
του χωριού μου, δυο τρεις γειτόνισσές μου, πρόσωπα της νεανικής μου αλητείας, η
θητεία μου στο πεζικό, -που μπορούσα να την αποφύγω –άμα θες να γλιτώσεις,
πούλα «αδερφοσύνη ή τρέλα» μου’ χε πει ο αείμνηστος φίλος, σπουδαίος συγγραφέας
Γιάννης Πάνου μα εγώ προτίμησα, τι μαζοχισμός!, να πάω φαντάρος, έτσι θα
γνώριζα όλα τα σουσούμια κι όλο τον πλούτο και τη βρώμα του λαού, και έτσι
έγινε- ο θησαυρός απ’ αυτές τις κληρονομιές είναι αστείρευτος. Ύστερα κράτησα
τη ζωή απ’ το χέρι και την άφησα να με περπατήσει. Συχνά σε μονοπάτια
κακοτράχαλα. Από κει και πέρα λογαριάζω δασκάλους μου πολλούς αλλά κυρίως δύο
εξωπανεπιστημιακούς, τον Χριστιανόπουλο και την Διδώ και δύο ακαδημαϊκούς, τον
Σαββίδη και τον Μαρωνίτη.
Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για τον
Ντίνο Χριστιανόπουλο
Τον Ντίνο τον διάβασα και τον
μελέτησα πολύ νωρίς· τον πήρα πρέφα και τον ξεκοκάλισα, τον θαύμαζα ως ποιητή
ξεχωριστά. Στο μικρό φιλόξενο κουτούκι της «Διαγωνίου» -«Μικρή πινακοθήκη» την
βάφτισε μα τη μετέτρεψε σε άτυπο «μικρό κέντρο πολιτισμού» της Θεσσαλονίκης- με
πήγε ο πανεπιστημιακός μου δάσκαλος Πάνος Πίστας. Ήμουνα είκοσι δύο χρονών. -Σε
συμπάθησε ο Χριστιανόπουλος, πράγμα ασυνήθιστο, μου είπε την επομένη, ίσως
επειδή είσαι από χωριό. Κολακεύτηκα αλλά μου φάνηκε και αστεία η προτίμηση. Για
ποιο λόγο να μυθοποιoύμε τον κόσμο της επαρχίας; Εμείς τα ξέραμε τα χωριά, κι απ’ την καλή κι
απ’ την ανάποδη! Σιγά να μην ήταν οι άνθρωποι εκεί λιγότερο χαλασμένοι!
Αμέσως άρχισε μια πολύ εγκάρδια φιλία
και μια μαθητεία στενή. Τον πόνεσα πολύ σαν άνθρωπο, τον σπλαχνίστηκα για τα
πάθη του, επαινώ τον αγώνα που έδωσε προπαντός στα νιάτα του, γιατί τον
χτύπησαν άγρια(χρόνια είχε να γραφτεί στην Ελλάδα τόσο τολμηρή και
εξομολογητική ποίηση με τέτοια επιγραμματική συμπύκνωση) και δεν ξέρω αν τον
έχει αγαπήσει κανείς τόσο βαθιά σαν εμένα. Του’ χω αφιερώσει κι ένα μου –μη
ηχογραφημένο- τραγούδι :
Ντίνο, την νιώθω αυτή τη μοναξιά,
φώλιασε και μου τρώει τα σωθικά
μα συνηθίζω να παλεύω στη ζωή μου
να φέρω βόλτα την περίπτωσή μου.
Όταν η απόγνωση μου πνίγει την
καρδιά,
στα ποιήματά σου αναζητώ παρηγοριά,
τους έρωτες σου, αδερφέ μου, προσκυνώ
και σαν εσένα ασυμβίβαστος γυρνώ.
Ψάχνω γι’ αγάπη, βρίσκω ασυδοσία,
αισχρά πληρώνω τη μικρή μου
ελευθερία,
σ’ αυτή την πόλη που και μένα έχει
σφραγίσει
νύχτες πολλές έχω κοντά σου
μαρτυρήσει.
Κέρδισα πολλά απ’ τις αστείρευτες
γνώσεις και τις χρήσιμες παραινέσεις του, («απ’ το σπίτι σου χωρίς βρακί θα
βγαίνεις, χωρίς μολύβι και χαρτί δε θα βγαίνεις»), φυλάχτηκα όμως απ’ τις
ατέρμονες προκαταλήψεις του(«καλούτσικη ποιήτρια η τάδε και λαμπερή γυναίκα
αλλά σκατοχαρακτήρας, παράτησε τον άντρα της για έναν πορδόμαγκα»). Είχα
αρνηθεί δυναμικά στα δεκαοχτώ μου τις αυθαιρεσίες του φυσικού μου πατέρα, είχα
σηκώσει κεφάλι μια για πάντα στις πουριτάγκες κι είχα στραφεί από παιδάριο
φανατικά προς τα αριστερά· δε θα ’βαζα με τίποτε στα νιάτα μου κεγαγιά στο
κεφάλι μου μιαν ιδιότροπη «πεθερά». «Είσαι νόστιμος και θα το πληρώσεις ακριβά.
Η τέχνη, μωρό μου, θέλει κουσούρι!». «Και τι να κάνω δηλαδή; Να χαρακώσω τη
μάπα μου ή να σακατέψω το χέρι μου;» (Ξέρω, ήθελε να πει, παράτα τα
τσιλιμπουρδίσματα και πέσε με τα μούτρα στη δουλειά ώσπου να γίνεις φυματικός!)
Μα τίποτε απ’ αυτά δεν αποδείχθηκε στην πορεία. Και χωρίς αναπηρία υπηρέτησα
μια χαρά την τέχνη και με την παντιέρα της ερωτικής μου νιότης πρόσω ολοταχώς
σάλπαρα στ’ ανοιχτά και πέρασα μέγκλα. Έζησα και στις δυο περιοχές μικρούς –όχι
τεχνητούς- μα αυθεντικούς παραδείσους.
Οι ιστορίες μου με τον Ντίνο είναι
ατέλειωτες, και μεταξύ μας και με παρέες. Θα μπορούσα να σκαρώσω τόμους
πικάντικων ανεκδότων και διδακτικών αφηγημάτων που πηγάζουν απ’ την κοινή μας
ζωή ή από την ιδιαίτερα πρωτότυπη θυμοσοφία και την ανεξάντλητη και θαυμαστή
παραμυθολογία του. Ξέρω πως θα του άρεσε κι εκείνου πολύ. Και σε σας το ίδιο.
Θα πω μόνο ένα. Το φθινόπωρο του
1987, με αφορμή την επικείμενη μετοικεσία μου στην Πόλη, έκανα τραπέζι στους
φίλους μου σ’ ένα ταβερνάκι στα Κάστρα, σαν εκείνο που περιγράφει ο Τσίρκας στη
«Νυχτερίδα». Κάποια στιγμή γυρίζει η μάνα μου σε μένα : -Θα πω κάτι στον κύριο
Ντίνο αλλά εσύ δε θ’ ανακατευτείς. –Εντάξει, λέω. Τον ρωτάει λοιπόν : -Κύριε
Ντίνο, εσάς το παιδί μου σας ακούει. Δεν του λέτε να παντρευτεί; Και ο Ντίνος:
-Ακούστε κυρία Παρασκευούλα μου, εμείς περνάμε καλά. Να αφήσετε το παιδί ήσυχο.
Ο γάμος είναι για της γυναίκες. Αν ήταν στη ζωή η μαμά μου, θα ψαχνόταν ακόμη!
Ελπίζω να μην τον αδικώ! Ανάμεσα στις
συχνές ακριτομυθίες και τον μυστήριο(παθολογικο;) φθόνο που όχι σπάνια τον
καταλαμβάνει –και οι ριπές του συχνά μ’ έχουν λαβώσει βαριά-(αν και δεν είναι ο
μόνος δάσκαλός μας πάσχων απ’ το σύνδρομο του Κρόνου· εξαιρούνται ελάχιστοι)
και την ευγνωμοσύνη που του οφείλω, έχω διαλέξει πολύ συνειδητά το δεύτερο.
Η ανιδιοτελής προσφορά του στον
πολιτισμό είναι μοναδική και ανυπολόγιστη. Να μην πω ότι δεν έχει όμοιό του! Η
ιστορία της «Διαγωνίου» και μόνο είναι μια σπουδαία σύγχρονη πολιτιστική
παράδοση, ένα θαύμα! Μπορεί όλους να τους «τσούζει», -τα γνωστά του τερτίπια
είναι τρόπος ζωής-, αλλά απ’ το σχολειό του βγήκαν και πρόκοψαν πολλά και κάθε
λογής ταλέντα και ταλεντάκια. Του χρωστάμε λοιπόν όλοι μας. Αλλά και η απλή,
γενναία, αντικομφορμιστική, αφτιασίδωτη, «μοντέρνα» ποίησή του, έχει γεννήσει
μικρά, άφθαρτα τζοβαΐρια.
Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη "Τ'
αγαπημένα του Θωμά Κοροβίνη: Ποιήματα και αφηγήματα άλλων" κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Πηγή: http://www.lifo.gr/team/book/52295
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου