Με αφορμή την συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 27
Φεβρουαρίου στη βιβλιοθήκη της Αγιορειτικής Εστίας, για το έργο του Ίβο Άντριτς
με τίτλο «Η Δεσποινίδα» και μετά από τις θαυμάσιες αναλύσεις και σκέψεις των
μελών της Λέσχης, σας παραθέτω παρακάτω, το κείμενο του Ίβο Άντριτς που
ανέγνωσε κατά την τελετή απονομής του
βραβείου Νόμπελ το 1961.
Καλή ανάγνωση.
ΙΒΟ ΑΝΤΡΙΤΣ
Σαν το
παιδί που τραγουδάει στο
σκοτάδι
Η επιτροπή Νόμπελ της Σουηδικής
Ακαδημίας, εκπληρώνοντας τα υψηλά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί, απένειμε
φέτος το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, εξαίρετη τιμητική διάκριση διεθνούς
ακτινοβολίας, σ' ένα συγγραφέα προερχόμενο από µια χώρα που θεωρείται µμικρή.
Αποδεχόμενος αυτή την τιμή, θα ήθελα να πω δυο λόγια για τη χώρα αυτή και να προσθέσω
μερικές σκέψεις γενικότερου ενδιαφέροντος σχετικές
µε το έργο του µμυθιστοριογράφου στον οποίο απονείματε το βραβείο.
Η πατρίδα µου είναι πράγματι «χώρα
µμικρή ανάμεσα σε δύο κόσμους» -όπως ορθά επισήμανε ένας συγγραφέας µας-, χώρα
που µε ιλιγγιώδη ταχύτητα και µε κόστος μεγάλες θυσίες και υπέρμετρες
προσπάθειες αγωνίζεται να αναπληρώσει σ' όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου
και του πολιτιστικού τομέα, όσα στερήθηκε εξαιτίας ενός ταραχώδους και οδυνηρού
παρελθόντος. Επιλέγοντας τον αποδέκτη αυτού του βραβείου, ρίξατε τους προβολείς
στη λογοτεχνική δραστηριότητα αυτής της χώρας ακριβώς; τη στιγμή που αρχίζει να κερδίζει την αναγνώριση, χάρη σ' ένα σημαντικό αριθμό νέων ονομάτων και πρωτότυπων έργων, µμέσα από την ειλικρινή προσπάθεια να συνεισφέρει το µμερίδιό της στην παγκόσμια λογοτεχνία. Αναμφίβολα η διάκριση ενός συγγραφέα προερχόμενου απ' αυτήν τη χώρα είναι µια πράξη ενθάρρυνσης, και οφείλουμε ευγνωμοσύνη.
στη λογοτεχνική δραστηριότητα αυτής της χώρας ακριβώς; τη στιγμή που αρχίζει να κερδίζει την αναγνώριση, χάρη σ' ένα σημαντικό αριθμό νέων ονομάτων και πρωτότυπων έργων, µμέσα από την ειλικρινή προσπάθεια να συνεισφέρει το µμερίδιό της στην παγκόσμια λογοτεχνία. Αναμφίβολα η διάκριση ενός συγγραφέα προερχόμενου απ' αυτήν τη χώρα είναι µια πράξη ενθάρρυνσης, και οφείλουμε ευγνωμοσύνη.
Χαίρομαι που µου
δίνεται η ευκαιρία, αυτήν τη στιγμή, σ' αυτό το μέρος, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη
µου σ' εσάς, απλό και ειλικρινά. Το να σας μιλήσω για το έργο του µμυθιστοριογράφου
που τιμήσατε είναι λεπτό και δύσκολο καθήκον. Πράγματι, πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε
από ένα συγγραφέα να µας μιλήσει για το έργο του, τη στιγμή που το δημιούργημα
είναι κομμάτι του εαυτού του; Μερικοί από µας θεωρούν τους µεν δημιουργούς του
παρόντος ως βωβούς και απόντες, τους δε του παρελθόντος ως φέροντες τον τίτλο
του διάσημου συγγραφέα, και ρίχνουν το βάρος
στο ίδιο το έργο τέχνης, πιστεύοντας ότι διαθέτει πιο καθαρή κι ανόθευτη φωνή απ' αυτήν του δημιουργού του. Η στάση αυτή δεν είναι ούτε ασυνήθιστη ούτε καινοφανής. Ήδη ο Μοντεσκιέ στην εποχή του διατεινόταν ότι οι συγγραφείς ποτέ δεν είναι σωστοί κριτές των έργων τους. Μου έρχεται στο νου ο θεμελιώδης κανόνας του Γκαίτε, που είχα κάποτε διαβάσει µε θαυμασμό, συμμεριζόμενος κι εγώ την άποψή του: «Καθήκον του καλλιτέχνη είναι να δημιουργεί, όχι να μιλάει». Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση όταν μετά από χρόνια ξαναβρήκα την ίδια σκέψη έξοχα εκφρασμένη από τον µμεγαλειωδώς θρηνούντα Αλµπέρ Καµύ.
στο ίδιο το έργο τέχνης, πιστεύοντας ότι διαθέτει πιο καθαρή κι ανόθευτη φωνή απ' αυτήν του δημιουργού του. Η στάση αυτή δεν είναι ούτε ασυνήθιστη ούτε καινοφανής. Ήδη ο Μοντεσκιέ στην εποχή του διατεινόταν ότι οι συγγραφείς ποτέ δεν είναι σωστοί κριτές των έργων τους. Μου έρχεται στο νου ο θεμελιώδης κανόνας του Γκαίτε, που είχα κάποτε διαβάσει µε θαυμασμό, συμμεριζόμενος κι εγώ την άποψή του: «Καθήκον του καλλιτέχνη είναι να δημιουργεί, όχι να μιλάει». Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση όταν μετά από χρόνια ξαναβρήκα την ίδια σκέψη έξοχα εκφρασμένη από τον µμεγαλειωδώς θρηνούντα Αλµπέρ Καµύ.
Στο σύντομο αυτόν απολογισμό θα
μιλήσω αποκλειστικά, όπως νομίζω ότι αρμόζει, για το µμυθιστόρημα και το δημιουργό
του. Σε χιλιάδες γλώσσες, απ' άκρου εκ άκρον της γης, εδώ και αιώνες,
ξεκινώντας από τις πολύ παλιές ιστορίες που διηγούνταν κοντά στο τζάκι, στις
καλύβες, οι µακρινοί µας πρόγονοι, μέχρι το έργο των σύγχρονων µμυθιστοριογράφων,
που εκδίδεται αυτήν τη στιγμή από εκδοτικούς οίκους σε μεγάλες πόλεις σε όλο
τον κόσμο, είναι οι ανθρώπινες καταστάσεις που περιγράφονται και που οι
άνθρωποι ποτέ δεν κουράζονται να ιστορούν. Ο τρόπος της αφήγησης και η μορφή
ποικίλλουν ανάλογα µε τη χρονική περίοδο και τις συνθήκες, αλλά η διάθεση για
εξιστόρηση παραμένει η ίδια: υπάρχει µια συνεχής ροή που ποτέ δεν σταματά. Έτσι
θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως, από τότε που η συνείδηση έκανε την εμφάνισή
της, το ανθρώπινο είδος διηγείται αενάως την ίδια ιστορία µε αμέτρητες παραλλαγές,
ακολουθώντας το ρυθμό των παλμών και της ανάσας. Και θα 'λεγε κανείς πως μετά
τη θρυλική κι αστείρευτη Σεχραζάντ, στόχος της διήγησης είναι να αποσοβήσει την
εκτέλεση, να ανατρέψει την αναπόφευκτη καταδίκη του πεπρωμένου που µας απειλεί,
να παρατείνει µια ψευδαίσθηση ζωής και χρόνου. Ή μήπως χρέος του συγγραφέα είναι να
βοηθήσει µε το έργο του τον αναγνώστη ν' ανακαλύψει τον εαυτό του; Ίσως να έχει
κληθεί να μιλήσει εξ ονόματος όσων δεν έχουν την ικανότητα ή τη δύναμη,
τσακισμένοι απ’ τη ζωή, να εκφραστούν. Μήπως άραγε ο μυθιστοριογράφος αφηγείται
στον εαυτό του την προσωπική του ιστορία, όπως το παιδί που τραγουδάει στο
σκοτάδι για να διασκεδάσει το φόβο του; Ή μήπως τελικά στόχος αυτών των
ιστοριών είναι να ρίξουν κάποιο φως στα σκοτεινά μονοπάτια που συχνά µας ρίχνει
η ζωή και να µας αποκαλύψουν -γι' αυτήν τη ζωή που ζούμε στα τυφλά χωρίς
συνείδηση- κάτι περισσότερο απ' αυτό που μέσα στην αδυναμία µας μπορούμε να
αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε; Έτσι συμβαίνει συχνά τα λόγια ενός συγγραφέα
να ερμηνεύουν τις πράξεις µας ή τις παραλείψεις µας, όσα θα έπρεπε ή δεν θα
έπρεπε να έχουν γίνει. Μετά απ' αυτά αναρωτιέται κανείς μήπως η αληθινή ιστορία
του ανθρώπου μπορεί ν' αναζητηθεί σ' αυτές τις εξιστορήσεις, προφορικές ή
γραπτές, και μήπως θα ‘πρεπε, έστω και συγκεχυμένα, να συλλάβουμε το νόημα
αυτής της ιστορίας - και λίγο μετράει αν η διήγηση τοποθετείται στο παρόν ή στο
παρελθόν.
Μερικοί θα ισχυριστούν πως µια
ιστορία που αφορά το παρελθόν αγνοεί και εν μέρει περιφρονεί το παρόν. Όμως ένας
συγγραφέας ιστορικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων δεν θα δεχόταν, κατά τη γνώμη
µου, αυτήν την αυθαίρετη άποψη, θα έτεινε να ομολογήσει πως ούτε και ο ίδιος
δεν έχει απόλυτη συναίσθηση του πώς και πότε μεταφέρεται από το παρελθόν στο
παρόν, πώς καταφέρνει και διασχίζει το κατώφλι των αιώνων µε τόση ευκολία, σαν μέσα
σ' όνειρο. Όμως, στο τέλος, παρόν και παρελθόν στέκονται εμπρός μας µε τα ίδια φαινόμενα,
τα ίδια προβλήματα. Είμαστε ανθρώπινα όντα, γεννιόμαστε εν αγνοία µας, χωρίς να
το 'χουμε επιδιώξει. Πέφτουμε στον ωκεανό της ύπαρξης υποχρεωμένοι να κολυμπήσουμε,
να υπάρξουμε, ν' αποκτήσουμε ταυτότητα. Αντιστεκόμαστε στις πιέσεις και τους κραδασμούς
που προέρχονται από απρόβλεπτα γεγονότα στη δική µας ζωή ή στη ζωή των άλλων
και που συχνά υπερβαίνουν τκ δυνάμεις µας. Και επιπλέον οφείλουμε να αποδεχόμαστε
αγόγγυστα τους συλλογισμούς µας για όλ' αυτά, για το ότι, µε µια λέξη, είμαστε
άνθρωποι.
Αγνοώντας λοιπόν τη θεωρητική
χάραξη ορίων μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, ο συγγραφέας βρίσκεται ενώπιος
ενωπίω µε την ανθρώπινη κατάσταση, υποχρεώνεται να την παρατηρήσει και να την
κατανοήσει όσο καλύτερα μπορεί, οφείλει να ταυτιστεί μαζί της, να της μεταβιβάσει
τη δύναμη της ανάσας του και τη θέρμη του αίματός του, να τη μετατρέψει σε
ζωντανή πλοκή της ιστορίας που προτίθεται να μεταδώσει στους αναγνώστες του, µε
τρόπο που το αποτέλεσμα να είναι όμορφο, απλό και πειστικό κατά το δυνατόν.
Πώς προσεγγίζει ο συγγραφέας το
στόχο του, µε τι τρόπους, µε τι μέσα; Για μερικούς αυτό επιτυγχάνεται όταν
αφεθεί ελεύθερη η φαντασία, για άλλους μετά από μακρόχρονη προσεχτική μελέτη
των κανόνων που παρέχει η ιστορική και κοινωνική εξέλιξη. Μερικοί αφομοιώνουν
την ουσία και τα νοήματα παλιότερων εποχών, άλλοι υιοθετούν την περιπαικτική
απάθεια του πολυγραφότατου Γάλλου μυθιστοριογράφου που κάποτε είπε: «Το
παρελθόν είναι μονάχα ένα σκοινί για να κρεμάσω τα μυθιστορήματά µου». Εν
ολίγοις, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι και μέσα για να προσεγγίσει ένας συγγραφέας
το στόχο του, εκείνο όμως που μετράει αποφασιστικά είναι το ίδιο το έργο.
Ο συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων
θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως προμετωπίδα στο έργο του, επεξηγηματική των
πάντων, το παλιό ρητό: «ogitavi dies antiquos et annos aeternos ίπ mente habui» (Συλλογίστηκα το παρελθόν και µου έμεινε η αίσθηση του αιώνιου).
Αλλά ούτως ή άλλως η ίδια η εργασία του συγγραφέα, µε το περιεχόμενό της,
προβάλλει αυτήν την ιδέα. Εντούτοις όλ' αυτά δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά
θέματα τεχνικής και μεθόδου, γοητευτικό πνευματικό παιχνίδι που ελάχιστη
συνάφεια έχει µε το έργο. Τελικά, μικρή σημασία έχει αν ο συγγραφέας ανατρέχει
στο παρελθόν, περιγράφει το παρόν ή βυθίζεται µε τόλμη στη θάλασσα του μέλλοντος.
Σημαντικότερο όλων είναι το πνεύμα που χαρακτηρίζει το έργο του, το μήνυμα που μεταφέρει
στο ανθρώπινο είδος. Και είναι προφανές ότι σ' αυτό το σημείο δεν μπορούν να
ωφελήσουν οι δογματισμοί και οι κανόνες. Ο καθένας οικοδομεί την ιστορία του σύμφωνα
µε τις εσωτερικές του ανάγκες, σύμφωνα µε τις κλίσεις του, έμφυτες ή επίκτητες,
ανάλογα µε την αντίληψή του και τη δύναμη έκφρασης που διαθέτει Ο καθένας αναλαμβάνει
την ηθική ευθύνη της ιστορίας του και πρέπει να του παρέχεται η ελευθερία να τη
διηγηθεί. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να εκφράσω την ελπίδα πως οι ιστορίες που οι
σύγχρονοι συγγραφείς αφηγούνται στους σημερινούς αναγνώστες, ανεξάρτητα από μορφή
και περιεχόμενο, δεν αμαυρώνονται από το µίσος ή από τον ήχο φονικών όπλων,
αλλά έχουν κίνητρο την αγάπη και αποτελούν έμπνευση ελεύθερης και καθαρής
διάνοιας - γιατί σκοπός του συγγραφέα και του έργου του είναι να υπηρετήσει, µε
το δικό του τρόπο, τον άνθρωπο και τον ανθρωπισμό: αυτό είναι το επιστέγασμα
όλων κι αυτό είναι το μήνυμα που προσπάθησα να μεταφέρω μέσα από συλλογισμούς
που έκανα απ' αφορμή τη σημερινή τελετή και θα ήθελα, µε την άδειά σας, να
τελειώσω όπως άρχισα, εκφράζοντας εκ νέου τη βαθιά και ειλικρινή ευγνωμοσύνη
µου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου