Σελίδες

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ


«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ. 
Σημείωμα του Στέφανου Β. Χατζηιακώβου (μέλους της Λέσχης) για το ιστορικό μυθιστόρημα του Πρέσσφιλντ.


Σε συνέχεια του σχολιασμού του παραπάνω βιβλίου  στη Λέσχη Ανάγνωσης της Αγιορείτικης Εστίας στη συνάντηση της 4-05-2017, προσθέτω – με την άδειά σας – και τις παρακάτω σκέψεις μου.
Σχετικά με την έννοια/σημασία του ιστορικού μυθιστορήματος, νομίζω ότι αναλύθηκε αρκετά στην συζήτηση, αφενός ότι γενικά κάθε συγγραφέας είναι ελεύθερος να γράψει ότι θέλει (δηλαδή: είτε να δημιουργήσει μια δική του ιστορία, εμπνεόμενος απλώς από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, εργασία που θα μπορούσαμε να ορίσουμε καταχρηστικά σαν ιστορικό μυθιστόρημα, - είτε να ερμηνεύσει συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, όπως αυτός το αντιλαμβάνεται, μετά από περισσότερη ή λιγότερη ιστορική έρευνα, εργασία που θα μπορούσαμε να ορίσουμε σαν αυθεντικό ιστορικό μυθιστόρημα). Εδώ νομίζω ότι είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα προφανώς φανταστικά λόγια που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα των αναφερομένων ιστορικών προσώπων, μπορεί να είναι βασικό στοιχείο της εμβάθυνσης του συγγραφέα στην κατανόηση του ιστορικού γεγονότος. Όπως π.χ. στον Επιτάφιο Θρήνο που ψάλλεται στην Εκκλησία κατά την έξοδο του Επιταφίου τη Μ. Παρασκευή, ο ευσεβής μελωδός βάζει, μεταξύ άλλων, στο στόμα της Παναγίας τις  φράσεις: «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;”  και «ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πώς τάφω νυν καλύπτει;», ως και άλλες ανάλογες (φράσεις) που ποιητική αδεία αποδίδονται στο Θεοτόκο, στη προσπάθεια να αναδείξουν, κατά το δυνατό, όλη συγκλονιστική δραματική έκταση του ανεπανάληπτου πρωτοφανούς γεγονότος.  
Τώρα στο υπό σχολιασμό βιβλίο, νομίζω ότι ο συγγραφέας, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό του σημείωμα, έκανε ενδελεχή έρευνα, διαβάζοντας Έλληνες αρχαίους συγγραφείς, ξένους σύγχρονους μελετητές, και επιλέον (για την έννοια διαφόρων ελληνικών γλωσσικών εκφράσεων) συμβουλευόμενος έγκριτους Έλληνες καθηγητές στις ΗΠΑ. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυθεντικό ιστορικό μυθιστόρημα.
Περαιτέρω, στο θεμελιτος﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τορικοα των σκιαγραφουαγραφουμώδες ερώτημα, γιατί οι Έλληνες ή όσες ελληνικές πόλεις συμμάχησαν εναντίον των περσών, με πρωταγωνιστές τους Σπαρτιάτες αλλά και τους Θεσπιείς, έδωσαν αυτήν την εκ των προτέρων χαμένη μάχη, θυσιάζοντας εν γνώσει τους τη ζωή τους, αναλύεται σε διάφορα μέρη του βιβλίου και δίνονται διάφορες αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές με κορμό τη θέση ότι η θυσία ήταν αναγκαία για να παραμείνει ως παρακαταθήκη στους επιγενομένους Έλληνες, ότι πρέπει να παραμείνουν ελεύθεροι πάση θυσία ! 
Πέρα από τα παραπάνω ο συγγραφέας δίνει σε διάφορα σημεία την εκδοχή του για την ηθικοπνευματική συγκρότηση των ηρώων του και κατ’ επέκταση των Ελλήνων - ή ίσως μιας ελίτ των Ελλήνων - της αρχαίας εκείνης εποχής. Στις σελ. 421 και επ. παρατίθεται μια ιστορία, ένα όνειρο της εξαδέλφης του Χίονη, της Διομάχης, όπου η Διομάχη βλέπει στο πρόσωπο πεπλοφορούσας θεάς «την πραγματικότητα που υπάρχει κάτω από τον κόσμο της σάρκας» ... «την προσωποποίηση της αλήθειας σε ομορφιά» και μάλιστα «ανθρώπινη» και αντιλαμβάνεται ότι «μόνο αυτό είναι αληθινό και όχι ο κόσμος που βλέπουμε κάτω από τον ήλιο». Και η Διομάχη καταλήγει ότι «ο ρόλος μας ως ανθρώπων είναι να δώσουμε σάρκα στις αιώνιες κα θεϊκές αρετές: το θάρρος, τον αλτρουϊσμό, τη συμπόνια, την αγάπη». Σύγχρονος αγιορείτης γέροντας (Αρχιμανδρ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμ. Ι.Μονής Ιβήρων, pemptousia.gr) τονίζει «το κάλλος θα σώσει τον κόσμο» !
            Σε άλλο σημείο, στις σελ. 335 και επ. παρατίθεται μια μακρά συζήτηση του Διηνέκη (σημειωτέον ότι αυτός είναι το μόνο πραγματικό πρόσωπο που αναφέρεται στις «Ιστορίες» του Ηροδότου) με τους συντρόφους του για το φόβο, ειδικότερα το φόβο του θανάτου και τον τρόπο αντιμετώπισής του. Ο Διηνέκης δεν βρίσκει ικανοποιητικές διάφορες εξηγήσεις για την αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου. Λέει χαρακτηριστικά «μπαλώνουμε το θάρρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Αντιμετωπίζουμε το φόβο του θανάτου με το φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, μήπως θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναίκες και τα παιδιά μας ... Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως ο Πολύνεικος, πολεμά όχι από φόβο αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Είναι όμως αυτό πραγματική ανδρεία», διερωτάται.    
Στη συνέχεια, στις σελ. 469 και επ. ο σκυθικής καταγωγό﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ρησκεαι επ. ο σκυθικα ής Αυτόχειρας, μιλάει για τη θρησκεία της ιέρειας μητέρας του, η οποία του έμαθε ότι «τίποτε κάτω από τον ήλιο δεν είναι αληθινό. Όλα αυτά είναι η υλική ενσάρκωση μιας ωραιότερης και ουσιαστικότερης πραγματικότητας που είναι αόρατη και άφθαρτη. Και μόνο  τα πράγματα που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις είναι πραγματικά: η ψυχή, η αγάπη της μητέρας, το θάρρος». Και παρακάτω συνεχίζει αναφέροντας ένα όνειρό του στο οποίο ως οπλίτης-μέλος σπαρτιατικής φάλαγγας που εκινείτο κατά του εχθρού και «είχε παγώσει από το φόβο, ένιωσε ότι ήταν όλοι αυτός και τρομοκρατήθηκε. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν και καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά του». Και τότε κατάλαβε ότι «όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όχι για τη δόξα ούτε για τη  σωτηρία της δικής του ζωής αλλά για τους συντρόφους του, τότε η καρδιά του περιφρονεί το θάνατο και ξεπερνά τον εαυτό του ...». Εδώ εν τέλει (σελ. 474) βρίσκει ο Διηνέκης την απάντηση στο ερώτημα για το φόβο του θανάτου και το αντίθετό του: «Το αντμι ίθετο του φόβου» δηλώνει απερίφραστα «είναι η αγάπη». Ας αναφερθεί εδώ ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α΄ Επιστολή του γράφει επί λέξει (Κεφ. 4 στίχ. 18): «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου