Χουάν Ρούλφο, οι ψίθυροι
ενός λαού
Του Κωνσταντίνου Καπετανάκη
Με το έργο του Χουάν Ρούλφο συμβαίνει αυτό που
συναντάμε και σε άλλες περιπτώσεις ολιγόγραφων και ταυτόχρονα σπουδαίων
συγγραφεών: έχουν γραφτεί τόσα πολλά και με τέτοιο διθυρραμβικό λυρισμό που
κανείς προβληματίζεται, ευτυχώς προσωρινά, για το εάν οι επαινούντες
υπερβάλλουν, αποτίοντας φόρο τιμής στον συγγραφέα με το να μιμούνται το ύφος
του, ή αν απλώς πρόκειται για έναν συγγραφέα του οποίου το έργο όντως ανήκει
στην πολύ μικρή αυτή κατηγορία που ονομάζουμε αριστουργήματα.
Η απάντηση γίνεται προφανής μόλις κάποιος διαβάσει τα
δύο δημοσιευμένα έργα του Μεξικανού συγγραφέα, τη συλλογή διηγημάτων «Ο κάμπος
στις φλόγες» και το μυθιστόρημα «Πέδρο Πάραμο». Ο Χουάν Ρούλφο ώθησε τους
λατινοαμερικανούς λογοτέχνες να αντιληφθούν τον πλούτο που οι ταραγμένες
πατρίδες τους είχαν κρυμμένο και λειτούργησε ως καταλύτης για να απελευθερώσει
μέσα τους όλες τις λέξεις. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι έπαινοι
συγγραφέων–γιγάντων όπως ο Μπόρχες, ο Μαρκές, αλλά και ο Φουέντες και πολλοί
άλλοι, είναι εύγλωττοι όσο και αυτονόητοι.
Η πρώτη ύλη
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο Χουάν Ρούλφο
και οι απουσίες που τον περιέβαλλαν καθόρισαν τον κόσμο που δημιούργησε στα
γραπτά του. Είναι οι απουσίες αυτές που κινούν όλους τους χαρακτήρες του. Και
είναι η γη που μαρτυράει τα πάντα. Αυτή είναι η πρώτη ύλη. Ως κινητήρια δύναμη
είναι η ίδια η ιστορία του Μεξικού, πρώτα με την Επανάσταση του 1910 και ύστερα
με τον Πόλεμο των Κριστέρος μεταξύ 1926 και 1929 και τη διαμάχη μεταξύ
καθολικής εκκλησίας και κυβέρνησης, με πρόσχημα ως συνήθως την πίστη και
πραγματικό διακύβευμα την ακίνητη περιουσία του κλήρου.
Η παιδική ηλικία του Ρούλφο θα μπορούσε από μόνη της
να αποτελέσει υλικό για ένα από τα διηγήματά του. Γεννήθηκε το 1917 στην
επαρχία του Χαλίσκο, τόπο ο οποίος πρωταγωνιστεί σε όλο του το συγγραφικό έργο,
πεδίο μαχών τόσο κατά τη διάρκεια της Μεξικανικής επανάστασης όσο και του
Πολέμου των Κριστέρος. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του, μετά τη δολοφονία του πατέρα
του το 1923 και το θάνατο της μητέρας του λίγο αργότερα. Μια σύντομη θητεία
στην Εθνική Στρατιωτική Ακαδημία και οι ημιτελείς πανεπιστημιακές σπουδές τον
οδηγούν να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου στην Υπηρεσία Μετανάστευσης, όπου
βρήκε την ιδανική ευκαιρία να αρχίσει να γράφει. Το 1944 ίδρυσε το λογοτεχνικό
περιοδικό Παν και το 1952 κέρδισε υποτροφία στο Κέντρο Μεξικανών Συγγραφέων,
όπου έως το 1954 έγραψε τα δύο διάσημα έργα του. Από το 1962 έως το θάνατό του,
το 1986, εργάστηκε στο Εθνικό Ινστιτούτο για τους Ιθαγενείς. Η νουβέλα El gallo
de oro («Το χρυσό κοκκοράκι») γράφτηκε λίγο μετά αλλά δημοσιεύτηκε μόλις το
1980. Παράλληλα, ασχολήθηκε εκτενώς με τη φωτογραφία, των ανθρώπων και του
τόπου του. Ένα σημαντικό φωτογραφικό αρχείο, όπως και αποσπάσματα από δύο
ημιτελή μυθιστορήματά του τηρούνται στο Ίδρυμα Ρούλφο.
Η ευρύτερη οικογένειά του ήταν από τα θύματα του
Πολέμου των Κριστέρος, φεουδάρχες που τα έχασαν όλα όταν η σοσιαλιστική
κυβέρνηση του Πλουτάρκο Κάγιες άρχισε τη σταδιακή εφαρμογή του συντάγματος που
είχε αποτελέσει το μεγαλύτερο επίτευγμα της προηγηθείσας Μεξικανικής
επανάστασης∙ διανομή της γης στους φτωχότερους, χωρικούς και μη. Ο κλήρος και
οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επηρεάστηκαν βαθιά και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές –κυβερνητικά
στρατεύματα και «πολεμιστές του Χριστού»– με όπλο την άγνοια, το θρησκευτικό
φανατισμό αλλά και το πάθος για την αναδιανομή της γης, οδηγήθηκαν σε ένα
τριετή εμφύλιο, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα περίπου ενενήντα χιλιάδες νεκρούς,
ερήμωση της υπαίθρου, ανείπωτη φτώχεια και φυγάδες που ανέβηκαν στα βουνά και
ρήμαζαν αδιακρίτως ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ζωντανό ή όχι. Τα γεγονότα αυτά
επηρέασαν άμεσα τον Ρούλφο και αποτέλεσαν το σκηνικό για τα δεκαεπτά διηγήματα
της συλλογής «Ο κάμπος στις φλόγες» (1953). Ταυτόχρονα ήταν μέσα από αυτά τα
διηγήματα που η ουσία του κατοπινού «Πέδρο Πάραμο» (1955) άρχισε να αναδύεται.
Η γη
Η συλλογή «Ο κάμπος στις φλόγες» αποτελείται από
δεκαεπτά διηγήματα, με όλα ν' αποπνέουν την ίδια αίσθηση: η γη, ιδιαίτερα της
επαρχίας του Χαλίσκο από όπου καταγόταν ο ίδιος ο Ρούλφο, είναι ο πραγματικός
πρωταγωνιστής. Η οπτική μοιάζει ν'αλλάζει, οι αφηγητές ποικίλλουν, αν και τα
περισσότερα είναι γραμμένα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Άνθρωποι φτωχοί που
πολέμησαν, σκότωσαν, αγάπησαν, προδόθηκαν και πρόδωσαν.
Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Ρούλφο απαιτεί τη χρήση
της σιωπής και των κενών που καλύπτονται από τους ήχους και τις μυρωδιές της
ίδιας της γης, μάρτυρα όλων των δεινών του Μεξικανικού λαού. Τα διηγήματα της
συλλογής σκιαγραφούν, δίχως ρητές αναφορές, τον πόλεμο των Κριστέρος, τα αίτιά
του, τις συνέπειες για τους ανθρώπους, αυτούς που αισθάνθηκαν ότι η αναδιανομή
θα τους ευνοήσει και μετά προδόθηκαν («Μας άφησαν αυτή τη γη»). Οι αντάρτες
είναι σχεδόν πάντα παρόντες (το ομότιτλο διήγημα «Ο κάμπος στις φλόγες» μιλάει
για τις πλάνες τους και την εμμονική τους ζωή). Η ερήμωση του πολέμου παρούσα
παντού (στο «Λουβίνα» όπου η εγκατάλειψη του τόπου από τους άντρες μετατρέπεται
σε απόκοσμο περιβάλλον που στοιχειώνει και την παραμικρή σκέψη). Ο Ρούλφο μέσα
από την ατομικότητα των δεινών αποτυπώνει τη δυστυχία ενός λαού. Το παιχνίδι
που παίζει η τύχη στον αντάρτη του «Η νύχτα που τον άφησαν μόνο» και στους
συντρόφους του, κυνηγημένοι όλοι από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Την φτώχεια
που ακολουθεί η ανάγκη της μετανάστευσης, συνοδεία της διάλυσης των οικογενειακών
δεσμών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο «Πέρασμα του Βορρά». Στον αντίποδα,
περιγραφές τόσο αντιφατικών συναισθημάτων και καταστάσεων, όπως στο «Δεν ακούς
να γαβγίζουν τα σκυλιά» όπου ο πατέρας κουβαλάει στην πλάτη τον τραυματισμένο
του γιο ενώ καθόλη τη διάρκεια της πορείας βγάζει μόνο πίκρα, απογοήτευση και
παραίτηση από κάθε ελπίδα.
Ακόμα και μέσα από τη χρήση της σάτιρας, όπως στο «Η
μέρα της κατάρρευσης» ή το «Ανακλέτο Μορόνες» ο Ρούλφο δείχνει την κατάπτωση
της χώρας και την ευπιστία των ανθρώπων της. Μέσα από το υπόγειο χιούμορ όλα
όσα έχουν πράγματι συμβεί αποτυπώνονται με ανεπαίσθητη δόση του γκροτέσκου που
ποτέ όμως δεν απομακρύνει τον αναγνώστη από την ιστορία.
Ο Ρούλφο δεν αμελεί το προσωπικό δράμα. Αντίθετα, τα
διηγήματα όπου εστιάζει στην τσακισμένη ζωή των ηρώων του είναι από τα πιο πλήρη
της συλλογής. Το «Τάλπα» πραγματεύεται την απιστία, την προδοσία στην ουσία δύο
αδελφών και τις τύψεις που ακολουθούν. Το «Μακάριο», ένα διήγημα στο οποίο
είναι εμφανής η επίδραση του Φώκνερ, απεικονίζεται με λίγες γραμμές,
τοποθετημένες όμως στο σημείο έδρασης, το ταραγμένο μυαλό του πρωταγωνιστή. Στο
«Πες τους να μην με σκοτώσουν» ο Ρούλφο πραγματεύεται το αναπόδραστο, το πως
όλες μας οι πράξεις κάποια στιγμή μας προφτάνουν, όσο κι αν νομίζουμε ότι τις
έχουμε θάψει.
Δίχως ίχνος διδακτισμού, με την κάθε φωνή να ακούγεται
καθαρή και στέρεα, με πανταχού παρούσα τη γη του Μεξικού, γεμάτη σκόνη, έρμαιο
του αέρα, όπως στο «Λουβίνα» ή αποστερημένη από κάθε αγαθό, όπως στο «Είναι που
είμαστε πολύ φτωχοί», ο Ρούλφο διηγείται ανθρώπινες ιστορίες. Όλα τα διηγήματα
της συλλογής κερδίζουν την προσοχή του αναγνώστη αβίαστα, όχι μόνο με την
έλλειψη κάθε περιττής περιγραφής, αλλά και με την ευστοχία της εικόνας και όλων
των αισθήσεων που έχουν οι πρωταγωνιστές. Η πάλη, είτε εσωτερική είτε εξωγενής,
είναι αδιάκοπη.
Οι ψίθυροι
Το Μεξικό του Ρούλφο στο «Πέδρο Πάραμο» είναι αυτό των
ψιθύρων -όπως ήταν και ο αρχικά σχεδιαζόμενος τίτλος-, των απογοητεύσεων, της
αναζήτησης κάτι φαινομενικά ζωντανού, το οποίο εντέλει είναι προ πολλού νεκρό
και με τη σειρά του νεκρώνει όποιον το αναζητά.
Στις πρώτες σελίδες της ελληνικής έκδοσης του «Πέδρο
Πάραμο» η εισαγωγή της μεταφράστριας, όσο και το εισαγωγικό σημείωμα της 2ης
Αμερικανικής έκδοσης από τη Σούζαν Σόνταγκ, αλλά και τα λόγια του Γκαμπριέλ
Γκαρσία Μαρκές σχετικά με το πόσο τον επηρέασε το έργο του Ρούλφο, ειδικά στα
πρώτα του βήματα, παρουσιάζουν μία αντιπροσωπευτική εικόνα του συγγραφέα και
προδιαθέτουν τον αναγνώστη, εισάγοντας τον διακριτικά στον κόσμο της Κομάλα,
της ερημωμένης πόλης όπου πηγαίνει ο Χουάν Πρεσιάδο, τηρώντας την υπόσχεση που
έδωσε στην ετοιμοθάνατη μητέρα του, για να βρει τον πατέρα του, τον Πέδρο
Πάραμο.
Μεταφερόμαστε όχι μόνο στην Κομάλα, αλλά και μέσα στις
βασανισμένες ψυχές που τρομάζουν τον Χουάν Πρεσιάδο. Όλοι εξιστορούν, σαν αυτό
να τους φέρνει κοντύτερα στην έξοδο από το μαρτύριο, τη σχέση τους με τον Πέδρο
Πάραμο, ένα τίποτα που πίστεψε πως έγινε τα πάντα και σκοτώνει, προδίδει,
μισεί, με όλη τη δύναμη που διαθέτει. Και οι ψυχές που συναντά ο Χουάν
Πρεσιάδο, άλλοι γιοι του Πάραμο, γυναίκες που τον αγάπησαν, άτυχοι που στάθηκαν
εμπόδιο στα σχέδιά του, όλοι μιλάνε για το δράμα του να μένουν ακόμα πίσω στην
Κομάλα και για τη ζωή του Πέδρο Πάραμο.
Δεν υπάρχει αέρας. Μόνο ψίθυροι. Και αντίλαλοι.
«Ετούτο το χωριό είναι γεμάτο αντίλαλους. Μοιάζουν σαν φυλακισμένοι στις ρωγμές
των τοίχων ή κάτω από τις πέτρες». Η πλημμυρισμένη από ψιθύρους Κομάλα και η
ερημωμένη Μέδια Λούνα, ιδιοκτησία του Πέδρο Πάραμο, φιλοξενούν τις διάφορες
ιστορίες που ξεδιπλώνονται, δίχως γραμμική αλληλουχία αλλά με μία συνέπεια που
δένει σε ένα σύνολο άρρηκτο όλες τις αναμνήσεις και τις πληγές που ο Πέδρο
Πάραμο προκάλεσε.
Ο Χουάν Πρεσιάδο συναντάει και φιλοξενείται από
διάφορα φαντάσματα, ψυχές που έχουν καθηλωθεί σε αυτό το καθαρτήριο. «Πήγαινε
να ξεκουραστείς λίγο ακόμα στη γη κόρη μου, και φρόντισε να είσαι καλή για να
είναι συντομότερο το καθαρτήριό σου». Όλες οι ψυχές προσθέτουν κι από ένα
κομμάτι στη σκοτεινιά του Πέδρο Πάραμο. Ο Χουάν Πρεσιάδο πεθαίνει από αυτούς
τους ψιθύρους, από την έλλειψη αέρα. Και η διήγηση συνεχίζεται, εστιάζοντας
πλέον στον ίδιο τον Πέδρο Πάραμο, στους ανθρώπους που κατέστρεψε και στο
μοναδικό πλάσμα που αγάπησε, από παιδί ακόμα, τη Σουσανίτα. Μόνο τα φαντάσματα
έχουν μείνει πλέον στην Κομάλα, την πόλη που ο Πέδρο Πάραμο ορκίστηκε να
εκδικηθεί γιατί οι άνθρωποί της γλεντούσαν όταν η αγαπημένη του Σουσανίτα
πέθανε, τρελή από τις φρικτές εμπειρίες που βίωσε με τον πατέρα της αλλά και
ερωτευμένη με έναν άλλον.
Ο Ρούλφο στο «Πέδρο Πάραμο» δείχνει την ερήμωση των
πολέμων που βίωσε η πατρίδα του, χωρίς και πάλι να αναφέρεται ρητά σε αυτούς. Η
ιστορία είναι μία, αυτής της Κομάλα. Η ιστορία είναι επίσης μία, αυτή του Πέδρο
Πάραμο. Ταυτόχρονα οι ιστορίες είναι πολλές∙ η κάθε ψυχή που διασχίζει τα
ξεσκισμένα σπίτια της Κομάλα, ή στριφογυρίζει στο μνήμα της και θυμάται, όλοι
ψάχνουν για τον αέρα που λείπει, όλοι βγάζουν τους ίδιους αναστεναγμούς. «Κάθε
αναστεναγμός είναι και μια γουλιά ζωής που χάνεται».
Μετά το επίμετρο του Κάρλος Φουέντες ακολουθεί
απόσπασμα συνέντευξης του Ρούλφο στον Τζόζεφ Σόμμερς, το οποίο επιχειρεί να
καταδείξει κάποια ίχνη του ψυχισμού του συγγραφέα. Δεν είναι απαραίτητα, όπως
το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κάποιος και για τις εισαγωγές στο μυθιστόρημα
αυτό. Το ίδιο το έργο έχει τέτοια πληρότητα που κάθε ανάγνωση οδηγεί με άνεση
και σε μία επόμενη, όχι για να κατανοήσει ο αναγνώστης τι διαδραματίζεται στην
Κομάλα, αλλά για να έρθει κοντύτερα σε όλους τους χαρακτήρες τους οποίους ο
Ρούλφο παρουσιάζει. Το υπόστρωμα άλλωστε είναι διαρκώς εκεί, για όποιον δεν
αρκεστεί μόνο στη μαγευτική εικόνα των ψυχών που περιφέρονται.
Το αν είναι κρίμα που ο Ρούλφο παρουσίασε ένα τόσο
μικρό, σε μέγεθος, έργο, αποτελεί σχήμα ρητορικό και ίσως δεν είναι καν
απαραίτητο να τεθεί ως ερώτημα. Σημασία έχει ότι αυτή η δακτυλήθρα έργου
περικλείει όσα δεξαμενές άλλες, εκατομμύρια λέξεων, δεν έχουν καταφέρει στην
παγκόσμια λογοτεχνία.
Πηγή: https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/2014-11-06-20-48-20