Σελίδες

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Φέτος διαβάζουμε την Πόλη #6

Πραγματοποιήθηκε χθες 25 Ιουνίου 2015 η τελευταία, πριν την καλοκαιρινή ανάπαυλα, συνάντηση των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας. Τα μέλη της Λέσχης είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την όμορφη αυλή της Αγιορειτικής Εστίας και να συζητήσουμε για το βιβλίο του Andrew Novo με τίτλο “Όταν έπεσε η Πόλη”. Τα περισσότερα μέλη συμφώνησαν στο γεγονός ότι το βιβλίο του Αμερικανού καθηγητή ήταν αρκετά ενδιαφέρον, αλλά ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των περισσότερων. 
Οι ήρωες του βιβλίου είχαν δουλευτεί άνισα από τον συγγραφέα ενώ οι περισσότερες σκηνές του, σε παρέπεμπαν σε σκηνές κινηματογραφικής ταινίας αφήνοντας απ' έξω το όποιο λογοτεχνικό ύφος του. Τα ιστορικά στοιχεία ωστόσο που παρουσιάζονταν μέσα στο βιβλίο, μαρτυρούν την επιμελή δουλειά του συγγραφέα και την προσπάθεια του να ακολουθήσει παλαιότερα χρονικά που αναφέρονται στην άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Ως είθισται η κουβέντα επεκτάθηκε και σε άλλα αναγνώσματα και η λίστα των βιβλίων που έχουν γραφτεί για την Πόλη μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.
Ακολούθως ορίστηκε το νέο βιβλίο προς ανάγνωση. Πρόκειται για το έργο του Γιάννη Καλπούζου με τίτλο “Άγιοι και δαίμονες εις ταν Πόλιν”. Η επόμενη συνάντηση των μελών της Λέσχης ορίστηκε για τον μήνα Σεπτέμβριο (η ακριβής ημερομηνία θα ανακοινωθεί αργότερα) και μέχρι τότε όλα τα μέλη της Λέσχης αντάλλαξαν ευχές για καλό καλοκαίρι και καλές αναγνώσεις. 
 

Άγιοι και δαίμονες εις ταν Πόλιν 
Καλπούζος, Γιάννης
Μεταίχμιο
Σελίδες: 748

Μυθοπλασία και πραγματικότητα συνυφαίνονται στο υφαντό της Πόλης από το 1808 ως το 1831. Καθημερινή ζωή, έρωτες, δυνατές φιλίες, πλούτη, φτώχεια, οραματιστές, συμμορίες των δρόμων, χασικλήδες, δερβίσηδες, γενίτσαροι· αρνησίθρησκοι, κρυπτοχριστιανοί, δεισιδαιμονίες, ερωτικά ξόρκια, χαμένα όνειρα, οι γυναίκες στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού· πυρκαγιές, παζάρια, βεγγέρες, καπηλειά των 1000 τ.μ., η τρομερή φυλακή του Μπάνιον, το μπουντρούμι και η αστυνομία του Πατριαρχείου· κοινά σχολεία, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ερωμένες Πατριαρχών, λεσβίες, αρώματα, λάσπες, βασανιστήρια, πανούκλα· προεπαναστατική περίοδος, Φαναριώτες, συνωμοσίες, μυστικές εταιρείες, προδότες, μισαλλοδοξία, οι σφαγές στην Πόλη το 1821· Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Φράγκοι, Εβραίοι. Κι ακόμα Πόντος, Χίος, Δραγατσάνι, Μανιάκι, Αλεξάνδρεια. Πόθος, φόβος, όχλος, άγιοι και δαίμονες. Ένα επικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την περιπετειώδη ζωή των ηρώων του, την ατμόσφαιρά του, τη χειμαρρώδη γλώσσα του, το συναίσθημα, τον στοχασμό, τις αστείες καταστάσεις και την ολοζώντανη αναπαράσταση της εποχής εκείνης.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Από το παράθυρο του λεωφορείου

του Βασίλι Γκρόσσμαν

Το λεωφορείο έφτασε μετά το πρόγευμα στην είσοδο του οίκου αναψυχής της Ακαδημίας Επιστημών.
Από το τουριστικό πρακτορείο είχαν διαθέσει τον καλύτερο τους υπάλληλο έναν καλλιεργημένο και έξυπνο άνθρωπο για την εξυπηρέτηση των επιστημόνων.
Πόσο ευχάριστη είναι εκείνη η στιγμή ακινησίας λίγο πριν την αναχώρηση – οι άνθρωποι κάθισαν όπου βρήκαν ο καθένας, σώπασαν, κοίταξαν τους σκονισμένους φοίνικες στην είσοδο της τραπεζαρίας, στους τοπικούς δανδήδες με τα μαύρα κοστούμια, το ρολόι της πόλης που έδειχνε διαρκώς τον απόλυτο χρόνο.
- Τέσσερις και έξι λεπτά.
Ο οδηγός έριξε μια ματιά, για να διαπιστώσει αν όλοι είχαν καθίσει στις θέσεις τους. Τα μελαψά του χέρια ακουμπούσαν στο τιμόνι.
Ξεκίνησαν…
Να, λοιπόν, ο κόσμος φάνηκε στα μάτια των ανθρώπων: δεξιά τους ήταν η έρημη θάλασσα, όχι εκείνη που άφησαν πίσω τους, τη θάλασσα των κολυμβητών και των σκαφών αναψυχής, αλλά η θάλασσα δίχως ακρογιαλιά, η θάλασσα της συμφοράς και του πολέμου, η θάλασσα των ψαράδων, των ναύκληρων και των ναυάρχων.
Από αριστερά τους, ανάμεσα στους φοίνικες, τις μπανανιές, ανάμεσα στις μουσμουλιές, τις μανόλιες, σπιτάκια περιτριγυρισμένα από κληματαριές, πέτρινοι φράχτες, περιβόλια και άξαφνα ερημικοί λόφοι, θάμνοι, καλυμμένοι με τους κόκκινους καρπούς της αγριοτριανταφυλλιάς, άγριος λυκίσκος με το γαλάζιο, θολό τους φτέρωμα, βιβλικά μειλίχια πρόβατα και διάβολοι – κατσίκια πάνω στις κίτρινες αφροασιατικές καθιζήσεις και ξανά κήποι, σπιτάκια, πλατάνια, χουρμαδιές…
Και από δεξιά μόνο η θάλασσα.
Να, το λεωφορείο στρίβει επιδέξια, ο δρόμος πηγαίνει παράλληλα με το ποτάμι, το ποτάμι χύνεται σε μια στενή κοιλάδα, τα βουνά στη στριμώχνουν και από τις δύο πλευρές.
Τι όμορφος που είναι ο δρόμος! Μπορεί, άραγε, να περιγραφεί το μεγάλο άνοιγμα του γήινου ύψους και του γήινου βάθους, αυτή η ένωση: ο γρανίτης που ορμάει προς τα πάνω και το αχνό, πρασινωπό λυκόφως στη χαράδρα, η σιωπή που βασιλεύει και κοντά ο ήχος, ο παφλασμός του ποταμού του βουνού.
Κάθε νέα στροφή του δρόμου αποκαλύπτει μια άλλη, νέα ομορφιά του κόσμου. Το τρυφερό του ήλιου φως ανάλαφρα πέφτει στην γαλαζωπή άσφαλτο, στο ημικυκλικό νερό, που γλιστράει από τους στρογγυλούς βράχους. Κάθε κηλίδα φωτός έχει τη δική της ζωής, με τη δική της ζεστασιά, νόημα, φόρμα.
Μπορεί σταδιακά, μπορεί και άξαφνα όμως, η ψυχή του ανθρώπου πληρώνεται με το φως της, νιώθει τον εαυτό της, βλέπει τον εαυτό της σε αυτόν τον κόσμο με την έρημη θάλασσα, με τους κήπους, με την χαράδρα του βουνού, με τις κηλίδες του φωτός του ήλιου ∙ ο κόσμος αυτός – αυτή και όχι αυτή, – αυτή τον βλέπει, μπορεί και όχι, είναι όμως ήρεμη, σκέπτεται και δε σκέπτεται, βλέπει καθαρά τα βάθη της ζωής και μυωπικά, τυφλά λαγοκοιμάται. Δεν σκέφτεται τίποτα, μα είναι βυθισμένη στο μεγάλο βάθος, πολύ μεγαλύτερο από εκείνο στο οποίο μπορεί να διεισδύσει ένα διαπλανητικό σκάφος.
Εκπληκτική κατάσταση, όμοια με την ευτυχία της σαύρας που λαγοκοιμάται πάνω στην καυτή πέτρα κοντά στη θάλασσα, η οποία με το δέρμα της αναγνωρίζει το αλμυρό κορμί του αγέρα, τη σκιά των σύννεφων. Η σοφία, ίση με την ευτυχία της αραχνούλας, η οποία ξεκουράζεται πάνω στον τεντωμένο ανάμεσα σε δύο χορταράκια ιστό. Η αίσθηση της γνώσης του θαύματος της ζωής από εκείνους που σέρνονται και πετάνε.
Κατά διαστήματα το λεωφορείο σταματούσε και ο Ιβάν Πετρόβιτς, ο ξεναγός, σιγανά, θαρρείς και φοβόταν μήπως ενοχλήσει κάποιον στα βουνά, μιλούσε για τη γεωλογική ιστορία της γης της Αμπχαζίας, για τις πρώτες αρχαίες κατοικίες των ανθρώπων.
Οι εκδρομείς ρωτούσαν τον Ιβάν Πετρόβιτς για πλήθος πραγμάτων – εκείνος απαντούσε και έλεγε και για τις συνήθειες της ορεσίβιας πέστροφας και για τους ναούς του έκτου αιώνα και για το σχέδιο του ορεινού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής και για τους παρτιζάνους του Εμφυλίου πολέμου, για τη χλωρίδα του αλπικού υψόμετρου, για τη μελισσοκομία και για την κτηνοτροφία.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς ανησυχούσε για κάποιο λόγο ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, ο οποίος κατά τη διάρκεια των στάσεων, στεκόταν μακριά από τους υπόλοιπους και δεν άκουγε την ξενάγηση. Ο Ιβάν Πετρόβιτς πρόσεξε πως όλοι οι συνταξιδιώτες συχνά πυκνά λοξοκοιτούσαν αυτόν τον ηλικιωμένο, τσαπατσούλη άνθρωπο.
Ο ξεναγός ρώτησε:
- Ποιος είναι αυτός ο  θείος;
Ψιθυριστά του είπαν το διάσημο όνομα. Ο Ιβάν Πετρόβιτς ένιωσε χαρούμενος – ο ερευνητής των περίπλοκων προβλημάτων της θεωρητικής φυσικής, ο δημιουργός μιας νέας οπτικής γωνίας για την καταγωγή του σύμπαντος συμμετέχει στην ομάδα που ξεναγεί. Την ίδια στιγμή όμως θύμωνε γιατί ο διάσημος επιστήμονας, σε ένα άρθρο τον είχαν αποκαλέσει μεγάλο στοχαστή, δεν έκανε ερωτήσεις στον Ιβάν Πετρόβιτς και, θα νόμιζε κανείς πως δεν άκουγε καν τι έλεγε.
Όταν οι εκδρομείς επέστρεψαν στο παραθεριστικό χωριουδάκι, μια επιστημόνισσα είπε:
- Πολύ πετυχημένη η εκδρομή και αυτό οφείλεται εν πολλοίς στον εξαιρετικό ξεναγό μας.
Όλοι την υποστήριξαν.
- Θα πρέπει να γράψουμε μια ευχαριστήρια επιστολή και θα την υπογράψουμε όλοι – πρότεινε κάποιος.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Ιβάν Πετρόβιτς συναντήθηκε τυχαία στο δρόμο με το διάσημο επιστήμονα. «Δεν θα με αναγνωρίσει, μάλλον», – σκέφτηκε ο Ιβάν Πετρόβιτς.
Ο επιστήμονας όμως πλησίασε τον Ιβάν Πετρόβιτς και του είπε:
- Σας ευχαριστώ  από τα βάθη της καρδιάς μου.
- Για ποιο πράγμα; – ρώτησε έκπληκτος ο Ιβάν Πετρόβιτς. – Δεν μου κάνατε καμία ερώτηση και μάλιστα δεν ακούγατε καν την αφήγησή μου.
- Ναι, ναι, όχι, όχι, μα τι λέτε, – είπε ο επιστήμονας. – Με βοηθήσατε να βρω την απάντηση σε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα. Βλέπετε και εγώ ξεναγός είμαι σε εκείνο το λεωφορείο, – κι έδειξε στον ουρανό και τη γη, – και ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής σε αυτή την εκδρομή, όπως δεν ήμουν ποτέ στη ζωή μου. Δεν άκουσα την αφήγησή. Εμείς, οι ξεναγοί, δεν είμαστε απαραίτητοι. Νόμισα μάλιστα πως ενοχλούμε.

1960 – 1961

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)

Πηγή: http://www.oanagnostis.gr/apo-to-parathiro-tou-leoforiou/

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Ο Ντοστογιέβσκη του Άρη Αλεξάνδρου

Από τον Κωστή Παπαγιώργη 
Ξαναδιαβάζουμε το λαμπρό κείμενο ενός συνεργάτη που μας λείπει πολύ 

Η μοίρα όσων μεταφράζουν αριστουργήματα μπορεί να μην έχει το κύρος και τη μαγεία των ίδιων των έργων, πλην όμως της ανήκει μια φωτεινότατη ακτίνα δέους και αφοσίωσης. Στα καθ’ ημάς το όνομα του Ντοστογιέβσκη παραμένει αδιαχώριστο από το όνομα του μεταφραστή του Άρη Αλέξάνδρου, ο οποίος γύρισε στην ελληνική τα περισσότερα έργα του Ρώσου μυθιστοριογράφου και τώρα -χάρη σ’ ένα χειρόγραφο που βρέθηκε στα χαρτιά του και παραδόθηκε από τη σύζυγό του Καίτη Δρόσου στον Κώστα Γκοβόστη- μας ανακοινώνει, τρόπον τινά, την άποψή του για το μεγάλο έργο του Ρώσου.   
Ο Αλεξάνδρου γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1922 στην Πετρούπολη. Ο πατέρας του Βασίλης Βασιλειάδης (ή Ιβάνονιτς) ήταν Έλλην Πόντιος που κατέφυγε στη Ρωσία για να γλιτώσει από την επιστράτευσή του στον οθωμανικό στρατό. Μιλούσε ρώσικα, γαλλικά και αγγλικά και ψωμιζόταν εργαζόμενος σε κάποια γαλλική τράπεζα. Μετά την Επανάσταση οι τράπεζες κρατικοποιήθηκαν, αλλά ο Βασιλειάδης δεν υπάκουσε στο νέο καθεστώς. Ο εμφύλιος είχε ήδη αρχίσει, οπότε μαζί με την εσθονικής καταγωγής σύζυγό του Πωλίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον μετακόμισαν στη Μόσχα. Εκεί έζησαν ως το 1928, οπότε ο Βασιλειάδης αποφάσισε να κατέλθει στην Ελλάδα, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της γυναίκας του.
Όσο για τον Άρη, αρχίζει η περιπέτειά του με τα γράμματα, τη συγγραφή, τη μύηση στην Αριστερά, τη σύγκρουσή του και την παραίτησή του από το ΚΚΕ, την εξορία του στη Μακρόνησο, τη δήλωσή του και την ανάκλησή της, που του κόστισε επιπλέον δύο χρόνια εξορίας. Το ’59 παντρεύεται τη γυναίκα της ζωής του Καίτη Δρόσου και το 1967 διέφεύγει στο Παρίσι για ν’ αποφύγει τη σύλληψη. Εκεί έκανε ακόμη και τον χαμάλη για να επιβιώσει και βέβαια ολοκλήρωσε το Κιβώτιο (1975), το οποίο είχε αρχίσει να γράφει το 1966. Ο Άρης πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Ιουλίου του 1978 και  ετάφη στο παρισινό νεκροταφείο Thiais. 
Ενδεικτικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αλλαγή του ονόματος (από Βασιλειάδης σε Αλεξάνδρου) οφείλεται στο απλό γεγονός ότι στον Γκοβόστη εργαζόταν κι άλλος Βασιλειάδης. 
Η παρατήρηση του Αλεξάνδρου για την απουσία ύφους του Ντοστογιέβσκη δεν μπορεί να σχολιαστεί από όσους δεν κατέχουν τη ρωσική γλώσσα. Αξίζει, ωστόσο, ως σκέψη. Ο μεταφραστής είχε μπροστά του ένα κείμενο άνευ ροής, άνευ οιασδήποτε λογοτεχνικής φροντίδας, ενώ από την άλλη κυριαρχούσε η εμφατικότητα, η υπερβολή και ο ζυγιασμένος συσχετισμός ανάμεσα στα γεγονότα και στη βαρύτητα των λέξεων. Εξ αυτού του λόγου παρακινημένος ο Άρης «είχε συνεχώς την τάση να επεμβαίνει στο κείμενο». Ο λόγος; Ένιωθε ότι αν άφηνε το κείμενο ως είχε, υπήρχε φόβος να του προσάψουν ότι είναι αδέξιος μεταφραστής. Βέβαια, η σκέψη ότι ο Ντοστογιέβσκη έγραφε συχνά στο πόδι για τα προς το ζην (τον Παίκτη λέγεται ότι τον έγραψε σε χρόνο μηδέν) ήταν μια εξήγηση, αλλά δεν κάλυπτε την ουσία αυτού του απλησίαστου έργου. Αντίθετα, όταν θα διαγνώσει τη θεατρικότητα των μυθιστορημάτων, είναι προφανές ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια:   
«Μεταφράζοντας, είχα την αίσθηση πως έπρεπε ν’ αποδώσω θεατρικό έργο και όχι μυθιστόρημα. Οι ήρωες βρίσκονταν πάντα (ή σχεδόν) υπό το κράτος της οργής, της απελπισίας, της απόγνωσης, της μέθης, του ερωτικού παροξυσμού, σπανίως της χαράς, με δύο λόγια υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φορτίσεως που τους έσπρωχνε ν’ ανοίξουν την καρδιά τους και να προβούν σε εξομολογήσεις “αναποδογυρίζοντας την ψυχή τους τα μέσα έξω” συνειδητοποιώντας συνήθως τη γελοιότητά τους, αυτοταπεινούμενοι και αυτοτιμωρούμενοι. Ο λόγος τους ήταν θεατρικός ακόμα και με τη στενότερη έννοια της λέξης, με την έννοια δηλαδή ότι ένας έμπειρος ηθοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να παίξει τον αντίστοιχο ρόλο, χωρίς να χρειάζεται σκηνοθετικές υποδείξεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, υπάρχουν ακόμα και οι υποδείξεις που λέμε, όπως λόγου χάρη στην περίπτωση του Μαρμελάντοβ που αφηγείται στον Ρασκόλνικοβ τα βάσανά του: “Έδωσε μια με τη γροθιά του στο μέτωπο, έσφιξε γερά τα δόντια, έκλεισε τα μάτια κι ακούμπησε βαριά με τον αγκώνα στο τραπέζι”».   
Τι αποδεικνύουν όλα αυτά; Απλούστατα ότι ο Ντοστογιέβσκη είχε διαβάσει με πάθος τον Χόφμαν, όπου οι σκοτεινές καταστάσεις (διάβαζε Ο διπλός άνθρωπος) ήταν τυπικά μοτίβα, είχε εντρυφήσει στο ρομαντικό μυθιστόρημα [όπου πάντα ρίχνεται ένα χαστούκι (διάβαζε Δαιμονισμένοι και χαστουκομπουνιά του Σάτοφ σε βάρος του Σταυρόγκιν), όπως άλλωστε είχε διαβάσει με πάθος τον Γκόγκολ (ο Ντέβουσκιν είναι αντιγραμμένος Γκόγκολ)]. Δικαιολογημένα οι «εχθροί» του Ντοστογιέβσκη έλεγαν, όταν κυκλοφόρησε ο Φτωχόκοσμος: Πώς άφησαν να εκδοθεί ένα έργο που είναι προϊόν λογοκλοπής; Ωστόσο, κανείς από τους κατηγόρους του, ούτε ο μέγας Μπελίνσκι, δεν υποψιάστηκαν ότι αυτός ο ταραγμένος νέος θα έφτανε τόσο μακριά ώστε ν’ αναδειχτεί σε πνευματικό πυλώνα της χώρας του. Ο Ντοστογιέβσκη έγραφε στον αδελφό του: «Διάβασα όλο τον Χόφμαν στα ρωσικά κι όσα δεν βρήκα σε μεταφράσεις στα γερμανικά (;)... Έχω ένα σχέδιο: να γίνω τρελός...».  
Με ορθό πνεύμα ο Αλεξάνδρου αναδιφά την καταγωγή των Ντοστογιέβσκη. Προέρχονταν από παμπάλαια λιθουανική οικογένεια, που το όνομά της αναφέρεται από τον 16ο αιώνα σε έγγραφα της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Σε αναφορά του 1506 το όνομα καταγράφεται στα λιθουανικά αρχεία, όπου το χωριό Ντοστόγιεβο παραχωρείται σε κάποιον Ντανίλ Ιρτύς με καταγωγή ταταρική κι από την ονομασία του χωριού οι υποταχτικοί δανείστηκαν την επωνυμία τους. Στα τέλη του 16ου αιώνα κάποια Μαρία Στεφάνοβνα Ντοστογιέβσκαγια κατηγορήθηκε για τον φόνο του άντρα της Στάνισλαβ Κάρλοβιτς. Το 1634 ένας άλλος Ντοστογιέβσκη κατηγορήθηκε για τον φόνο ενός αξιωματικού, χωρίς να χάσει την εύνοια του του Γιαν Καζιμίρ, βασιλιά της Πολωνίας. Κάποιος Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη υπήρξε πληρεξούσιος και φίλος του πρίγκιπα Κούρμπσκη, που είχε στραφεί κατά του Ιβάν του Τρομερού. Άραγε, όλοι αυτοί οι Ντοστογιέβσκη ήταν Ρώσοι ή Λιθουανοί; Ο ίδιος ο συγγραφέας φρονούσε ότι ήταν Ρώσος με όλες τις σημασίες της λέξης.  
Παρότι σύντομο, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Η δολοφονία του πατέρα» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι το διαπερνά κάτι σαν «μαγική φρίκη». Ο πατέρας του ήταν γιατρός, υπερβολικά ευέξαπτος άνθρωπος, προκλητικός και τυραννικός. Απίστευτα τσιγκούνης, αλκοολικός, άτυχος και ανθρωποδιώχτης, εν τέλει είχε την τύχη που του ταίριαζε. Πράγματι, μετά από είκοσι πέντε χρόνια στο νοσοκομείο, εγκαταστάθηκε στο Νταρόγιοβε. Μόλις 46 ετών, απομονώθηκε σ’ ένα σπίτι καταμόναχος, όπου παραμιλούσε φωναχτά με την ψευδαίσθηση ότι συνομιλεί με την μακαρίτισσα σύζυγό του... Επόμενο ήταν η ζωή του να πάρει την κάτω βόλτα. Καθώς τα οινοπνευματώδη αυξάνονταν, έφερε στο σπίτι μια υπηρέτρια από τη Μόσχα, την Κατερίνα, διώχνοντας ταυτόχρονα τις δυο του θυγατέρες. Η ιδιωτική του κόλαση είχε στηθεί, το παράφορο θυμικό του κόχλαζε καθημερινά, οπότε πάνω σε κάποια παραφορά του εναντίον ενός μουζίκου, μια ομάδα χωρικών όρμησε καταπάνω του και τον άφησε σέκο. Συνεπώς, ο γερο-Καραμάζοβ στο ομώνυμο μυθιστόρημα είναι μορφή που δουλεύτηκε χρόνια ολόκληρα στο εργαστήρι του Φιοντόρ.       
Πράγματι, σε όλο το έργο του Ντοστογιέβσκη κυκλοφορεί δημιουργικά το «πρόβλημα του πατέρα». Στις σημειώσεις για τον Έφηβο ο Αλεξάνδρου απομονώνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Υπάρχουν παιδιά που από τα μικρά τους χρόνια αρχίζουν να σκέφτονται και να κρίνουν την οικογένειά τους, που από τα τρυφερά τους χρόνια αισθάνονται ως προσωπική τους προσβολή το γεγονός ότι ο πατέρας δεν εμπνέει σεβασμό, ο πατέρας και το περιβάλλον τους, και το κυριότερο, από τα μικρά τους κιόλας χρόνια αρχίζουν να καταλαβαίνουν πόσο αυθαίρετες και τυχαίες είναι οι βάσεις όλης της ζωής τους». Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ντοστογιέφσκι, την πρώτη του επιληπτική κρίση ο Φιοντόρ την έπαθε όταν έμαθε τον φόνο του πατέρα του. Διόλου τυχαίο ότι ο Φρόιντ, σε μια μελέτη που έγραψε το 1929, υποστήριξε ότι ο θάνατος του πατρός Ντοστογιέβσκη υπήρξε αποφασιστικό γεγονός που διαμόρφωσε τη ζωή του μυθιστοριογράφου, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την άποψη ότι η επιληψία του χρονολογείται από το 1839. 
Αναφορικά με το χειρόγραφο του Αλεξάνδρου, ο αναγνώστης δικαιούται να έχει κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τον χρόνο συγγραφής, τη φάση που πέρναγε ο συγγραφέας και την αντιμετώπιση του ντοστογιεβσκικού έργου. Όταν ο Αλεξάνδρου, για παράδειγμα, διερωτάται, «Σε τι συνίσταται ο συγγραφική μεγαλοφυΐα του Ντοστογιέβσκη;», παρασύρεται σε απόψεις τρίτης τάξεως, καθώς συγχέει τα προσωπικά βάσανα του Φιοντόρ με τη συναρπαστική μεταποίησή τους μέσα στα μυθιστορήματα. Λογου χάρη, γιατί ο Μίσκιν -ως Χριστός που εμφανίζεται μέσα στην Πετρούπολη- δεν του γεννάει καμιά απορία; Δεν είδε ότι ο «Ηλίθιος» είναι το πιο αποτυχημένο μυθιστόρημά του (όσον αφορά τον κεντρικό ήρωα) και από τα πιο επιτυχημένα, όσον αφορά τα λοιπά πρόσωπα;  
Η τελική μας εντύπωση για το βιβλίο είναι σαφής. Ο Αλεξάνδρου κρατούσε σημειώσεις με φανερό απώτερο σκοπό να ολοκληρώσει ένα δοκίμιο για τον συγγραφέα, που εργάστηκε πολλά χρόνια διαβάζοντάς τον και μεταφράζοντάς τον. Τελικά, η εργασία απέμεινε στη μέση... 


Πηγή:  http://www.lifo.gr/mag/features/3178